Οι Αόρατες
Les Invisibles

Σινεμά μάχιμης εμπορικότητας, κωμικού τόνου, κοινωνικής εστίασης κι ευαισθησίας, βγαλμένο απ' ευθείας από τα κιτάπια της (καιριότερης) εγγλέζικης παράδοσης.
Σ’ ένα κέντρο κοινωνικής πρόνοιας, οι γυναίκες λειτουργοί προσπαθούν να δώσουν ελπίδα και μέλλον σε μια ομάδα άστεγων γυναικών. Θα πρέπει να το κάνουν κάτω από τα ραντάρ ενός κράτους που βλέπει πολιτικό διοικητικό πρόβλημα εκεί που χρειάζεται να δεις προσωποποιημένα την ανθρώπινη δυσκολία. Αυτές όμως είναι αγκυλώσεις ενός συστήματος, είναι δυστοκία που απορρέει προηγούμενων πολιτικών αποφάσεων.
Αυτό είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινία του Λουί-Ζιλιέν Πετί: Δεν μπορεί να ξεφύγει από την σπουδή του φαινομένου, από την περιπτωσιολογική του αντιμετώπιση. Δεν μπορεί γιατί έχει ταχθεί σε ένα σινεμά που θυμίζει μεν εκείνο του Μάικ Λι και του Κεν Λόουτς (και γενικά της μεγάλης αγγλικής σχολής του είδους) χωρίς να αντιλαμβάνεται πως η ανειλημμένη επιταγή της εμπορικότητας δεν μπορεί να υπηρετήσει δύο αφεντάδες. Αν θέλεις να κατονομάσεις υπευθύνους, 1.5 εκατομμύριο εισιτήρια (τόσα έχει φτάσει το έργο στη Γαλλία!) δεν θα συμβούν. Κι αν δεν κατονομάσεις υπευθύνους έχεις κάνει έργο απενοχοποίησης, όχι πολιτικής.
Αναζητείται η καλλιτεχνικότητα των έργων που θα εξακολουθούν να στέκονται διαχρονικά ακόμα και όταν οι ευγενείς τους στόχοι θα έχουν εκπληρωθεί
Έτσι παίρνεις μια πιο συμβιβασμένη ταινία, χωρίς διόλου αυτό να σημαίνει πως είναι και αποτυχημένη. Οι σκηνές που παρουσιάζουν την δυστοκία του συστήματος και την ανθρώπινη καταφρόνια είναι εδώ, αλλά εξισορροπούνται από μια σαφώς φιλικότερη στο μεγάλο κοινό έμφαση στα συναισθηματικά προβλήματα των ηρωΐδων, στα μουσικά ιντερμέδια του μοντάζ των (πολυπληθών) βινιετών, στην αισιόδοξη μεριά των πραγμάτων.
Η τελευταία ανήκει σαφώς και στις προθέσεις της σκηνοθεσίας, με την ζεστή ατμόσφαιρα που στήνεται στο κοινωνικό κέντρο, τις σινεφίλ αναφορές (αυτή στον Ρίτσαρντ Κέρτις δίνει και την πιο ωραία σκηνή του έργου) και το «ανυπότακτο» φινάλε. Ενώ όμως οι προθέσεις και η ανθρωπιστική θέρμη δεν έβλαψαν ποτέ κανέναν – και η ταινία, άλλωστε, προτείνεται ασφαλώς – ζητούμενο παραμένει εκείνη η από χρόνια χαμένη καλλιτεχνικότητα (έστω και στην…σεναριογραφή) που θα καταφέρει να υπερβεί το πολυάνθρωπο της δράσης, που θα συγκροτήσει το έργο γύρω από μια ενιαία αίσθηση σκοπού και θα το απογειώσει τελικά από τον σωρό των έργων που επαφίενται στο ευγενές των στόχων χωρίς να πολυσκοτίζονται και για την αντοχή τους όταν με το καλό αυτοί θα έχουν επιτευχθεί.