Μια Μάχη μετά την Άλλη
Οne Battle after Another

Διασκευάζοντας για δεύτερη φορά Τόμας Πίντσον, ο Πολ Τόμας Άντερσον χαρτογραφεί τους καιρούς μας ως κωμωδία του παραλόγου και, σε πείσμα του δυσοίωνου κλίματος, αισιοδοξεί.
Δεδομένου ότι το σινεμά συλλαμβάνει το κλίμα της εποχής του, συμπεραίνουμε ότι το ρολόι του κόσμου απέχει όντως ελάχιστους χτύπους από τα μεσάνυχτα. Μέσα σε έναν μήνα έχουμε δει τον Αρονόφσκι να δίνει στον ενοχικό ήρωα του σινεμά του όχι μόνο τη λύτρωση αλλά και ένα happy end που οι προηγούμενοι στερήθηκαν. Παρατηρήσαμε τον Γιοακίμ Τρίερ να στήνει μεθοδικά μια 100% μπεργκμανική ταινία για να φέρει (εξωτερική και εσωτερική) ειρήνη στους μπεργκμανικούς χαρακτήρες. Και τώρα βλέπουμε τον Πολ Τόμας Άντερσον, έναν δημιουργό που αφιέρωσε μεγάλο μέρος της φιλμογραφίας του στην απουσία στοργικής πατρικής φιγούρας και στην αναζήτησή της σε οικογένειες άλλου τύπου, να κλείνει συμφιλιωτικά αυτό το μεγάλο κεφάλαιο. Τι να έφερε αυτή τη σύμπτωση άραγε; Είναι η ανάγκη προαγωγής της συμφιλίωσης σε καιρούς έντασης και διχασμού ή μήπως οι δημιουργοί θέλουν να τα βρουν με τους δαίμονές τους (είτε τους δικούς τους, είτε, στην περίπτωση του Τριέρ, των ειδώλων τους) πριν συναντήσουν τον…Δημιουργό τους; Βλέπουν, άραγε το ποτήρι μισογεμάτο ή μισοάδειο; Στην περίπτωση του Άντερσον η αίσια κατακλείδα δεν αφήνει περιθώριο για παρερμηνείες: ο δημιουργός πιστεύει στην επόμενη μέρα.
Διασκευάζοντας ξανά Τόμας Πίντσον, αυτή τη φορά πιο ελεύθερα, ο Πολ Τόμας Άντερσον βρίσκει στο παραληρηματικό σύμπαν του συγγραφέα, με την εξωφρενική, σχεδόν ακατανόητη, αλλά ουδέποτε ανόητη ίντριγκα και τους εκκεντρικούς χαρακτήρες όχι μόνο τον ιδανικό καμβά, αλλά και τον ενδεδειγμένο τρόπο για να χαρτογραφήσει τους καιρούς μας: Το χιούμορ είναι ένα αφοπλιστικό εργαλείο απέναντι στην παράνοια και έτσι το «One Battle after Another» είναι μια κωμωδία του παραλόγου. Όπου δύο πατρικές φιγούρες, και κατ’ ουσίαν, δύο εκδοχές της (λευκής) Αμερικής μάχονται για το μέλλον, όπως αυτό εκπροσωπείται από τον χαρακτήρα της αποκαλυπτικής Τσέις Ινφίνιτι – κάποιους ανθρώπους τούς έχουν αγγίξει οι αγγέλοι και αναγκάζουν, θαρρείς, τον κινηματογραφικό φακό να σταθεί προσοχή. Η μια Αμερική, μάγκικη (ή μάλλον ΜΑGικη) και αυταρχική, παλεύει να αποδείξει την καθαρότητά της και να εξαλείψει ό,τι τη μιαίνει στα μάτια των ομοϊδεατών της. Δεν θα διστάσει να υιοθετήσει ακόμα και ορολογίες του αντίπαλου στρατοπέδου, που υποτίθεται πώς αποστρέφεται, όταν τη συμφέρει – τρομερά δηκτική η τελευταία σκηνή του Σον Πεν- στην προσπάθειά της να αποδείξει και να κατακτήξει τη νεο-Αριοσύνη της για να καταλήξει σακαταμένη και κακοφορμισμένη, δίχως κανένα μέλλον. Η άλλη Αμερική, την οποία ο Άντερσον βλέπει πιο συμπαθητικά, αλλά ποτέ δεν κανακεύει, προκύπτει βέβαιη για το δίκιο της αλλά βυθισμένη στην αποχάυνωση, εγκλωβισμένη στη μέγγενη της ορθής διαδικασίας (ΚΑΙ ορολογίας) και συχνά αδαής ως προς τη μεγαλύτερη εικόνα – χαρακτηριστική η σεκάνς στο συγκρότημα του sensei Μπενίσιο Ντελ Τόρο, με τον Ντι Κάπριο να μην παίρνει μυρωδιά από το μεγαλύτερο δράμα που εξελίσσεται γύρω του. Τελικά, όμως, είναι πρόθυμη να αφουγκραστεί και να προσαρμοστεί, φτάνει να δεχθεί το κατάλληλο ταρακούνημα.
Στην τρέλα της καθημερινότητάς μας οι εξελίξεις τρέχουν διαρκώς, γι’αυτό και η ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, με τον δημιουργό να παραθέτει μακροσκελείς σεκάνς ενορχηστρωμένου χάους, εντός των οποίων είναι σχεδόν αδύνατο να εντοπίσεις τις ραφές – τέτοιες θα διαγνώσεις μόνο «από τη μια μάχη στην άλλη», γιατί πέρα από την αδιάκοπη ροή των εξελίξεων ο Άντερσον θέλει να καταδείξει και τον κατακερματισμένη φύση τους. Και καθώς η έκτακτη κωμωδία του παραλόγου του οδηγείται, μέσα από οκάδες λεμποφσκικού χιούμορ, pulp απολήξεων και απαράμιλλης βιρτουοζιτέ - σκηνή ανθολογίας και ανείπωτου σασπένς η ζαλιστική, τριπλή καταδίωξη στην ανισόπεδη άσφαλτο –, προς την κορύφωσή της, ο Πολ Τόμας Άντερσον φιλιώνει για πρώτη φορά την πρόθυμη (SPOILER ALERT: και μη βιολογική, έχει σημασία αυτό) πατρική φιγούρα με την κόρη της, η οποία κερδίζει την εμπιστοσύνη της πρώτης, δίνοντας μόνη της την λύση (SPOILER ALERT: με μια χείρα βοηθείας από έναν αυτόχθονα, έχει ΚΑΙ αυτό σημασία) και κατακτώντας την ανεξαρτησία και την αυτονομία της. Και κάπως έτσι, είναι έτοιμη να αναλάβει ενεργά τη διεκδίκηση των καλύτερων ημερών που οι πρόγονοί της απέτυχαν να φέρουν. Όχι, δεν παραγνωρίζει το χάος που αφήσαμε και συνεχίζουμε να αφήνουμε πίσω μας ο Πολ Τόμας Άντερσον - διάολε, το χάος ειναι εκεί, στην οθόνη, περιβάλλει διαρκώς τους (συνυπεύθυνους) ενήλικες χαρακτήρες. Αλλά δεν παύει να αισιοδοξεί. Και σε έναν κόσμο δυσοίωνο, βαθιά διχασμένο, βυθισμένο στην αυτολύπηση και στην αυτοαπορρόφηση, σχεδόν παρατημένο, οφείλουμε συγχαρητήρια στους αισιόδοξους.