Μια Ζωή
One Life

Δράμα με κύρια ατραξιόν την παράσταση του Άντονι Χόπκινς, ο οποίος συνεχίζει το σερί μεγάλων ερμηνειών.
Θα υπάρξει σίγουρα μερίδα της κριτικής που θα απορρίψει την ταινία, διατεινόμενη ότι δεν «χρειαζόμαστε άλλη μια ιστορία λευκού σωτήρα». Η απάντηση σε αυτό είναι «δεν χρειαζόμαστε ακόμα μια κριτική που υποστηρίζει ότι δεν χρειαζόμαστε άλλη μια ιστορία λευκού σωτήρα» και πρόκειται για ισόκυρο επιχείρημα, αν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε τέτοιο – αμφότερα αποτελούν quotes, διατυπωμένα αξιωματικά, κατά τα διδάγματα της σοσιομιντιακής πείρας. Αφού, λοιπόν, ξεμπερδέψαμε με αυτό, να γράψουμε ότι το «Μια Ζωή» δεν είναι φτιαγμένο για να ενθουσιάσει την κριτική. Ακολουθεί τη συνήθη φόρμα μιας ταινίας «βασισμένης σε αληθινή ιστορία», έχει κινηματογραφηθεί συμβατικά, είναι έκθετο σε ρητορική σαν αυτή της αρχικής πρότασης – δεν εστιάζει στα θύματα, θα γράψουν, έστω κι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχουν δεκάδες ταινίες που «έδωσαν φωνή» στα θύματα.
Στα μάτια του υπογράφοντος, φτάνει κάποτε εκείνο το σημείο που, ως γραφιάς, ξεπερνάς την «(επι)κριτική περίοδο» σου και αρχίζεις να εκτιμάς σε μια ταινία επιμέρους πράγματα που μπορεί να σου δώσει, αντί να κόβεις δεξιά κι αριστερά και να σκέφτεσαι πώς θα αξιολογήσεις το «γραπτό» στο σύνολό του. Στην περίπτωση του «One Life» αυτό το επιμέρους είναι η ερμηνεία του Άντονι Χόπκινς. Στον ρόλο ενός ανθρώπου από εκείνους που θα έλεγες ότι μόνο σε ταινίες του Κάπρα συναντάς, ο Χόπκινς κινείται κάπου ανάμεσα στο απέριττο ρεσιτάλ των «Απομειναριών μιας Μέρας» και στην ακαταμάχητη θεατρικότητα της μανιέρας που ανέπτυξε στη συνέχεια. Στο δωμάτιο του μοντάζ ο σκηνοθέτης Τζέιμς Χόουζ και η μοντέρ του Λουσία Ζουκέτι πρέπει να αντιλήφθηκαν ότι η παρουσία του Χόπκινς αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ταινίας και γι’αυτό πρόσθεσαν μικρά, εμβόλιμα πλάνα του από το σήμερα – το σήμερα της ταινίας, που είναι τα τέλη των ‘80s- στις σκηνές του παρελθόντος, όπου τον χαρακτήρα υποδύεται ο Τζόνι Φλιν. Να πούμε, βέβαια, ότι ο Φλιν κάνει εξαιρετική δουλειά βρίσκεται σε ευθεία υποκριτική γραμμή με τον γηραιότερο ομόλογό του κι αυτό πρέπει να πιστωθεί στον Χόουζ - από τη στιγμή που δεν μοιράζονται σκηνές κιόλας, είναι δεδομένο ότι οφείλεται σε σκηνοθετικές οδηγίες.
Η ταινία, όμως, ανήκει στον Χόπκινς. Αν στο τέλος κλαίμε, στην πραγματικότητα δεν κλαίμε τόσο λόγω του αρραγούς συνδέσμου με την αληθινή ιστορία, ούτε λόγω της πειστικής αναπαράστασης ενός reality τύπου «Πάμε Πακέτο» – δυστυχώς, η ταινία συμμερίζεται τα τρικ της εκπομπής Τhat's Life στην τρίτη της πράξη. Κλαίμε γιατί αυτός ο σπουδαίος ηθοποιός κατάφερε να μας πείσει για το δίκαιο και το χρηστό της αναγνώρισης του κινηματογραφικού χαρακτήρα, εντός του σύμπαντος της ταινίας . Την αληθινή ιστορία, ας την αφήσουμε για ντοκιμαντέρ, ενημερωτικές εκπομπές και reality.