Presence

Presence

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2024
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στίβεν Σόντερμπεργκ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Ντέιβιντ Κεπ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Λούσι Λιου, Κρις Σάλιβαν, Καλίνα Λιανγκ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Πίτερ Άντριους
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Ζακ Ράιαν
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 84'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Tanweer
    Presence

Δεν πρόκειται για έντονη εμπειρία τρόμου, όπως παραπλανητικά διατείνεται το προωθητικό υλικό, αλλά για μια μελαγχολική ιστορία φαντασμάτων, για μια προσομοίωση της ζωής (;) στο Επέκεινα με το βλέμμα στραμμένο στη ζωή εδώ. 

Από τον Γιάννη Βασιλείου

Διαβάζοντας για το concept του «Presence» – μια ιστορία τρόμου ειπωμένη ολοσχερώς από το POV του φαντάσματος- εύλογα σκέφτεσαι ότι τον Σόντερμπεργκ τον ενδιέφερε περισσότερο ο τρόπος που θα γυρίσει την ταινία και λιγότερο το περιεχόμενο, αυτό που συμβαίνει σταθερά μετά την αναίρεση της προώρης συνταξιοδότησής του, δηλαδή. Κι όμως, εδώ το περιεχόμενο δεν εμπλουτίζεται μόνο μέσω της φόρμας, αλλά είναι εντοιχισμένο σ'αυτή.

Στα χαρτιά, έχουμε μια φαντασματική ιστορία μυστηρίου με έντονα '90s vibes , με ίντριγκα συγγενή προς το «Stir of Echoes» του σεναριογράφου Ντέιβιντ Κεπ κι ως εκ τούτου φέρουσα αρκετούς ελιγμούς, ώστε να κρατήσει (κάπως) το ενδιαφέρον εκείνου του θεατή που ήθελε μόνο να ξεσκάσει. Στην πράξη έρχεται ο φακός, που ταυτίζεται με το φάντασμα, για να μας τοποθετήσει στη θέση μιας μόνιμης, αόρατης «παρουσίας», για την οποία ο χρόνος λειτουργεί τελείως διαφορετικά σε σχέση με εμάς. Ένας παραδοσιακός φαν του είδους θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η μόνιμη παρουσία του φαντάσματος αναιρεί τον τρόμο, ότι οι ταινίες φαντασμάτων απαιτούν φειδώ και μέτρο. Μόνο που ο Σόντερμπεργκ δεν στόχευε σε μια έντονη εμπειρία τρόμου, δεν είχε στον νου του πώς θα κρατήσει στην τσίτα τη γαλαρία των multiplex. Φοβόμαστε ότι αδικήθηκε κατάφωρα από το marketing της Neon η ταινία, θυμίζοντάς μας την προ δεκαετιών περίπτωση του «Σκοτεινού Χωριού», μα άλλα τα μεγέθη, άλλη η ποσότητα των ενδιαφερόμενων, άλλος και ο γενικότερος αντίκτυπος – δεν θα επεκταθούμε.

Υπάρχει μια πολύ στενάχωρη, βαθύτερα τρομακτική ιδέα, φωλιασμένη στον πυρήνα του εγχειρήματος, η οποία πηγάζει αποκλειστικά από την υιοθέτηση της POV αφήγησης και της επακόλουθης ταύτισής μας με το φάντασμα. Λόγω αυτής, νιώθουμε τη σύγχυσή του όταν ξυπνά σε διαφορετική μέρα και ώρα – είπαμε, στο σύμπαν του έργου αλλιώς δουλεύει ο χρόνος για τους ανθρώπους, αλλιώς για τα φαντάσματα. Γινόμαστε μάρτυρες των άφατων ικεσιών του για προσοχή και βιώνουμε την επίμονη προσπάθεια του να προσδιορίσει την ταυτότητά του, να καταλάβει τη θέση του, να διαγνώσει τον λόγο για τον οποίο βρέθηκε σε τούτο το μέρος. Άρα, λοιπόν, ούτε στο Επέκεινα θα καταλαγιάσει η υπαρξιακή μας αγωνία; Κι αν όχι, υπάρχει τρομακτικότερη σκέψη για τη ζωή μετά, πιο δυσοίωνη, ενδεχομένως, κι από εκείνη της απόλυτης ανυπαρξίας;

Πέρα από υπαρξιακή αγωνία, ο αόρατος ένοικος βιώνει και μελαγχολία. Καθώς αιωρείται στους διαδρόμους του σπιτιού, παρατηρεί προσεκτικά τα μέλη της οικογένειας. Μέσω της παρατήρησης διαπιστώνει ότι τα περισσότερα προβλήματα τους, ακόμα κι εκείνο το θριλερικό (κι ολίγον camp) που ανακύπτει στην πορεία, θα είχαν λυθεί ευκολότερα και πολύ νωρίτερα μέσω της επικοινωνίας. Κι εδώ το «Presence» προσεγγίζει την «Έκτη Αίσθηση» - να ’τος πάλι ο Σιάμαλαν – διατεινόμενο ότι το δώρο των νεκρών προς τους ζωντανούς είναι η επικοινωνία, η έκκληση να μιλήσουν στους οικείους τους όσο είναι καιρός, για να προλάβουν το κακό. Η σπαραχτική προτροπή να ακούσουν, να αναγνωρίσουν την παρουσία τους, να αφουγκραστούν τα πάθη και τις έγνοιες τους.

Συχνά οι απαντήσεις βρίσκονται μπροστά μας, φτάνει να τις προσέξουμε έγκαιρα, ειδάλλως η ανακούφιση μπορεί να δώσει θέση στην οδύνη, όπως στο φινάλε της ταινίας, όπου ο πόνος της στερνής γνώσης κοινωνείται με κραυγή, ικανή να προκαλέσει σοκ μεγαλύτερο από δέκα jump scares μαζί. Βλέπεις, κρύβει μέσα της ένα γαμώτο κι ένα γιατί. Και τα μεγαλύτερα στοιχειώματα σε τέτοια βρήκαν το έρεισμά τους.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Presence
  • Presence