Πρόστιμο

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2020
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Ελλάδα
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φωκίων Μπόγρης
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Φωκίων Μπόγρης, Πάνος Τράγος
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Βαγγέλης Ευαγγελινός, Στάθης Σταμουλακάτος, Μαρία Μπαλούτσου, Βαγγέλης Μουρίκης
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Γιάννης Σίμος
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Ahiyava, Άκης Καπράνος, Jay Glass Dubs
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Danaos Films
    Πρόστιμο

Λαϊκό νουάρ νεοκλασικής θεματικής και στιλιστικής κοψιάς, που σε κερδίζει ακριβώς εκεί που είναι η δύναμή του: Στην αυθεντική καταγραφή όχι απαραίτητα της «αληθινής ιστορίας», αλλά του φλέγοντος πραγματικού.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Όπως κάθε άνθρωπος στοιχειωδώς κοντά στα ελληνικά κινηματογραφικά πράγματα γνωρίζει, εγχωρίως φτύνεις αίμα να γυρίσεις, ολοκληρώσεις, διανείμεις ταινία. Το παρόν προλέγεται για να νομιμοποιήσει επιπλέον την ευμένεια μιας κριτικής που μέρος των σκοπών της είναι, πάγια για τον υπογράφοντα, η (και) σχέση κατανόησης από την μεριά της κριτικής στην παραγωγική δυστοκία/δυσπραγία. Πιο απλά, όταν σου χαρίζουν γάιδαρο (ή έστω όπως εδώ...μουλάρι) δεν το κοιτάς στα δόντια.

Αυτό δεν σημαίνει ότι «Το Πρόστιμο» μαστίζεται. Αντίθετα. Έχει τις ερμηνείες που θέλει να έχει, έχει και την γενική καλλιτεχνική διεύθυνση που αρμόζει στο στιλιζάρισμα που το ενδιαφέρει. Έχει κι ένα σενάριο με αρχή, μέση και τέλος. Καλή αρχή, συζητήσιμη μέση, αρμοστό τέλος - και έξοχη τελική σκηνή.

...παρά τον επιφανειακό αμοραλισμό, «Το Πρόστιμο», στο λέει κι από τον τίτλο του, μιλά για το κόστος των πραγμάτων, για την τιμή του να παραμένεις καλός άνθρωπος ενώ τριγύρω πληθαίνουν οι ρινόκεροι

Να ξεμπερδεύω με τα «αρνητικά» - τα εισαγωγικά διότι απηχούν έναν υποκειμενισμό όχι απαραίτητα σύμφωνο με την δημιουργική πρόθεση: Όταν στην αρχή χτυπούν την πόρτα στο σπίτι του Βαγγέλη κι αυτός ξεφορτώνεται την πραμάτεια του στο καζανάκι, το επόμενο cut μας τον δείχνει έξω από το σπίτι. Πιάνεται και για συνειδητή αφαίρεση, όμως το πώς γλιτώνει κανείς από το tight spot (που θα έλεγε και ο Οδυσσέας του «Ω Αδελφέ Που είσαι;») έπρεπε να δειχτεί για λόγους δραματικής εκτόνωσης. Τέτοια μικροπαραδείγματα υπάρχουν στο έργο, με το (συχνά πολύ διασκεδαστικό και νοηματικά παραγωγικό) μοντάζ να βουλώνει κενά, δεν βοηθούν όμως τον ρεαλισμό και προδίδουν μια βιασύνη.

Επί του αισθητικού των πλάνων είναι πώς θα εκλάβει κανείς το στιλιζάρισμα του Μπόγρη. Το πλαίσιο του φιλμ είναι αυτό της λαϊκής υποκουλτούρας, όχι απαραίτητα προλεταριακό ή λούμπεν όπως ίσως γραφτεί, αφού οι χαρακτήρες δεν έχουν τίποτα το εξαθλιωμένο πάνω τους, οικονομικά μιλώντας. Πρόκειται (ίσως) για χαρακτηρολογία περιθωρίου (ο ντελιβεράς των ναρκωτικών, ο μικροεγκληματίας αφεντικό, η άεργη «γκόμενα» με τις Μπουρναζικές τρέσες), όμως κάπου εκεί παρεισφρέει και η αίσθηση (γνώση καλύτερα) ότι ο κόσμος αυτός είναι εδώ και μερικές δεκαετίες πολύ περισσότερο κοντά στο κυρίως ρεύμα απ' ότι πριν 40-50 χρόνια ας πούμε.

Το ερώτημα είναι πώς τους κινηματογραφείς. Ο Μπόγρης και το σενάριό του, σε συνεργασία με τον Πάνο Τράγο, επιλέγουν την οδό του στιλιζαρίσματος των πλάνων μακράς διάρκειας, της επί το συντριπτικό πλείστον σταθερής μηχανής, της αποφυγής του πολύ ντεκουπάζ, της χρωματικά και φωτιστικά ελκυστικής στο μάτι σύνθεσης. Η άλλη λύση θα ήταν ο κόκκος, η κάμερα στο χέρι και οι τρικυμίες της, το κοφτό, σφυροκοπηματικό μοντάζ - οι αδελφοί Σαφντί επί το σημερινότερον. Η τρίτη λύση, ένα εκλεκτικό απ' όλα. Ως έχει κλίνει προς τον Ρεφν - αποφεύγοντας ευτυχώς τους μανιερίστικους εντυπωσιασμούς (εξπρεσιονισμό το λέει εκείνος) - με μια λογική που ίσως παραπέμπει κάπως στο «Drive» αλλά ως εκεί, ο ιπποτικός ρομαντισμός εκείνου δεν έχει καμμιά θέση εδώ. Προσωπικά μιλώντας πάντα, ο κόσμος του περιθωρίου χρειάζεται περισσότερο την επείγουσα κάμερα του πυρετού των ανθρώπων του κι όχι την κάπως εστέτ απόσταση του συγκεκριμένου στιλ. Ωστόσο, δεκτότατο, αυτή ακριβώς η απόσταση ευνοεί σε άλλα πράγματα που θα αναφέρω στην μεθεπόμενη παράγραφο.

...επικρατεί η αίσθηση ότι σπουδάζεις μια πραγματικότητα, όχι απαραίτητα κοντινή σου, αλλά όχι και τόσο μακρινή όσο ίσως νόμιζες

Περνώντας στην ευμένεια, η βαριά σκιά του Γιάννη Οικονομίδη και του δικού του στιλιζαρίσματος των (εκεί λούμπεν) ηρώων του πρώιμου κυρίως σινεμά του, πληροφορεί και εδώ, όμως οι διαφορές από αυτό τελικά το χαρακτηρίζουν. Όπως το είδα εγώ, η κοψιά φέρνει περισσότερο σε μια νεοκλασίκ αναφορά στον Σρέιντερ και τον Μελβίλ με τη λογική πάντα (για να αποφευχθούν περαιτέρω συγκρίσεις) διερευνητικής παλινδρόμησης στο γκρίζο, με σκοπό την εύρεση του σημείου της διαφοράς του ανθρώπινου από το αποκτηνωμένο. Με άλλα λόγια, παρά τον επιφανειακό αμοραλισμό, «Το Πρόστιμο», στο λέει κι από τον τίτλο του, μιλά για το κόστος των πραγμάτων, για την τιμή του να παραμένεις καλός άνθρωπος ενώ τριγύρω πληθαίνουν οι ρινόκεροι. Δεν είναι πρωτότυπο, δεν το κάνει ιδιοφυώς, προστιμήν (sic) του όμως έχει συναίσθηση και έγνοια του τι λέει (θα έλεγα και προάγει, αλλά η λέξη έχει προσαρτημένη μια κούφια ηθικοπλαστικότητα πια) σε μια εποχή που υπερβολικά πολύ ανάλογο σινεμά δεν πολυκόπτεται.

Σε σχέση με το σινεμά του Οικονομίδη (που κρατά κι έναν ρόλο εδώ στην αρχή) υπάρχει μια ουσιώδης συγγένεια και μια ουσιώδης διαφορά. Έχει αναγάγει σε τέχνη το στυλιζάρισμα της βωμολοχίας (εξού και το «λαϊκό» του νουάρ πράγματος, δεν επιλέγεται γραφή στο στιλ του Τσάντλερ και του Πρεβέρ), πράγμα που μαζί με την ουδέτερη κάμερα χαρίζει μια αποστασιοποίηση, αναδεικνύει δηλαδή ένα χιούμορ (όχι μόνο για να γελάς) που φορτίζει φαινομενολογικά το αποτέλεσμα. Πιο απλά, επικρατεί η αίσθηση ότι σπουδάζεις μια πραγματικότητα, όχι απαραίτητα κοντινή σου, αλλά όχι και τόσο μακρινή όσο ίσως νόμιζες. Αντί όμως για τον πρώιμο οικονομίδειο, ενίοτε αυτάρεσκο, αυτοσκοπό της απόδειξης ότι στη γλώσσα φωλιάζει η αλήθεια της ανθρώπινης κατάστασης, ο Μπόγρης κάνει το βήμα στον ρεαλισμό. Όχι ότι δεν υπάρχει κάμποση αυτοϊκανοποίηση με την πρόζα, που στοιχίζει και στον ρυθμό, αλλά το βλέμμα μένει εν γένει προσεγμένα στην ιστορία, τον Βαγγέλη της και την αναμέτρησή του με καθρεφτίσματά του στην νεοελληνική ιστορία, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της.

Όσον αφορά στην προαναφερθείσα πραγματικότητα βρίσκω το μεδούλι του «Προστίμου» - που με απασχολεί περισσότερο. Μια τονισμένη καταγραφή της νεο-Ελλάδας που κραυγάζει (ειδικά) τα τελευταία 40 χρόνια, μιας Ελλάδας που ανταυγάζει όλα τα παράγωγα αυτού που «τελευταία» αρεσκόμαστε να ονομάζουμε «τοξική πατριαρχία». Μια φράση που δεν σημαίνει και πολλά, αν δεν της επιδώσεις τα χαρακτηριστικά της: την μισανθρωπία, την υποκρισία, τα σύνδρομα «Ζέλιγκ» ανθρώπων-σαλαμανδρών που είναι δέσμιοι της ανάγκης τους να ταιριάζουν, την πλήρη απορρόφηση από την φιλαργυρία και το -φαινομενικά οριστικό- διαζύγιο με την έννοια του ποικίλα εννοούμενου σεβασμού (λέξη-κλειδί άλλωστε στο έργο) της ανθρώπινης ζωής. Μπροστά σε αυτά, το κακό γούστο μοιάζει πταίσμα - ένα ανώδυνο απότοκο. Υποδειγματικό οπτικό σχόλιο εδώ, κόντρα και μαζί στο ακουστικό ενός Μένιου Φουρθιώτη, ένα βινύλιο του «Άξιον Εστί» στο σπίτι-τεκέ μιας ομάδας νεαρών. Η Ελλάδα του τότε δεν γέννησε άραγε τούτην εδώ;

Μόνη ελπίδα η διατήρηση της ηθικής πυξίδας, που ο rave γόνος (ακριβώς της ίδιας νεο-Ελλάδας) Βαγγέλης διατηρεί αλώβητη, έστω στον «υποκούλτουρο» περιθωριακό του μικρόκοσμο. Με αυτήν το ταξίδι του έργου θα φτάσει στην βωβή, έξοχη τελική σκηνή, που μου θύμισε το φινάλε του λιντσικού «Straight Story», στην φιλοσοφική της συνείδηση. Σκηνή στην οποία καταγράφεται ήπια και σε συνολικά δεδομένη απόσταση ο κύκλος που έχει κλείσει, η μικρή ανθρώπινη ιστορία ενόσω η πανίσχυρη ζωή είναι απορροφημένη με την δική της συνέχεια για να ασχοληθεί. Κι ίσως δεν νικιέται έτσι το κακό, αλλά τουλάχιστον προσωρινά και κατά περίσταση ηττάται.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Πρόστιμο
  • Πρόστιμο