Καθαρτήριο
Purgatory

Η Αθήνα της κρίσης, του COVID-19, των μέσων και των άκρων απλωμένη σε ένα νυχτερινό μωσαϊκό, σε ένα πραγματικό καθαρτήριο ψυχών εξορισμένων στην αιώνια παύση και σε μικρές «ιστορίες ακραίας αγάπης» που παρατίθενται όπως σχεδόν συνέβησαν δίπλα μας, χωρίς καμία αρχή και με ένα μόνο τέλος.
«Ένας μοναχός ηγείται μιας πομπής. Ένα κορίτσι διασώζεται από την πορνεία. Δυο κολεγιόπαιδα γίνονται δράστες βίαιων περιστατικών. Ένας ηλικιωμένος πέφτει θύμα μιας αστυνομικού. Ένα ζευγάρι προσπαθεί να αποκαταστήσει τη σχέση του. Μια γυναίκα εκφράζει τον θυμό της σε έναν δημόσιο υπάλληλο. Ένας άνδρας απάγει τον καλύτερό του φίλο.» Ακόμη και το δελτίο τύπου είναι ενδεικτικό για τον τρόπο που ο σκηνοθέτης αποπειράται να συνοψίσει την περίοδο της πανδημίας σε μια νυχτερινή περιπλάνηση στην πρωτεύουσα. Με τον πιο σύντομο και αποτελεσματικό τρόπο. Απογυμνωμένο από τα καλολογικά στοιχεία που θα απειλούσαν να μαλακώσουν τη μεγάλη εικόνα. Μέσα από μία σπονδυλωτή ταινία και επτά ιστορίες που διασταυρώνονται στο δεύτερο μισό του φιλμ για να περιγράψουν το μαζικό αδιέξοδο που μας περίμενε στο τέλος της κρίσης.
Δεν έχουμε δει τις «Γραμμές» και την «Εξορία», τα δύο πρώτα μέρη στη θεματική τριλογία που ολοκληρώνει το «Καθαρτήριο», οπότε δεδομένα κάτι μας λείπει από την ταινία. Αίσθηση που εντείνεται μόλις πέσουν οι τίτλοι τέλους, όταν όντως νιώθεις να ολοκληρώνεται ένας κύκλος πολύ μεγαλύτερος απ' αυτόν που διέγραψαν 90 λεπτά φιλμ. Που αν πρέπει να τον περιγράψουμε κι εμείς το ίδιο αποτελεσματικά όπως το δελτίο τύπου, είναι το ηθικό τέλμα που βιώνει μια κοινωνία αφού προσέγγισε ιλιγγιωδώς το εξελικτικό σημείο κορεσμού της.
Θεωρητικά ο σκηνοθέτης εντοπίζει το αδιέξοδο σε ένα τύποις έλλειμμα αγάπης, όπως μπορεί να την ορίσει κανείς. Μέσα στο «Καθαρτήριο» άλλωστε η αγάπη έχει επτά διαφορετικά πρόσωπα. Είναι πατέρας και κόρη. Είναι αδερφός με αδερφό. Είναι ανάγκη για φροντίδα κι επαφή. Είναι μία τεφροδόχος, είναι σταυροφόρος φονταμενταλισμός κι εικόνες του Άη Γιώργη κάτω απ' τις οποίες αυνανίζονται καθώς πρέπει νοικοκυρές και νοικοκυραίοι. Θα διαφωνήσουμε ωστόσο μαζί του, σεβόμενοι εννοείται και χωρίς να ακυρώνουμε τη θέση του. Αδυνατούμε πάντως να δούμε την αγάπη σαν το συνεκτικό στοιχείο μεταξύ των επτά περιστατικών. Αντ' αυτής μπορούμε με σχετική βεβαιότητα να διακρίνουμε μια πολιτική ματιά αφ' υψηλού, όχι με την έννοια του σνομπισμού αλλά της απόστασης, την έννοια του παντεπόπτη. Με μία και μοναδική βραδινή διαδρομή πάνω απ' την εγκλεισμένη πρωτεύουσα, ο σκηνοθέτης συναντά πυρήνες αντίδρασης σε δημόσιους χώρους κι εισβάλει σε μικρά ιδιωτικά δράματα. Ενωμένα σχηματίζουν την παχύρευστη επιφάνεια πάνω στις αντιφάσεις της οποίας επιπλέει η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Κι όχι απλά δε σνομπάρει τους κατά κύριο λόγο μικροαστούς ήρωές του, αλλά είτε με το σενάριο είτε με το φακό δείχνει να έχει φροντίσει ξεχωριστά για τον κάθε ένα απ' αυτούς.
Έτσι κάθε χαρακτήρας γίνεται παράμετρος, κάθε πλοκή κι ένα διαφορετικό κομμάτι απ' τον ίδιο βάλτο, όλα τους ισότιμες ψηφίδες σε μια δαντική παραβολή. Μετά και το «Καθαρτήριο», μπορούμε πια να πούμε πως ο σκηνοθέτης είναι πολύ πιο αποτελεσματικός όταν μεθερμηνεύει (όπως εδώ ή στη «10η Μέρα») και ουχί όταν διασκευάζει (όπως στο «Guilt») κλασικές ιδέες και κείμενα. Εμπνεόμενος από το δεύτερο μέρος της «Θείας Κωμωδίας», επιχειρεί ένα πολυπρόσωπο φιλμ που στις σπείρες του άγονται και φέρονται προλετάρια πάθη. Όπως και στο αυθεντικό Πουργατόριο δεν υπάρχει παρά ελάχιστος χώρος για λύτρωση (κι αυτός ανήκει στον ετοιμοθάνατο). Ο δρόμος για τον Παράδεισο ή την Κόλαση είναι φραγμένος.
Το παραπάνω υποστηρίζεται κι από τη μονότονη αισθητική. Οι ταινίες του Μαζωμένου έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο στυλιζάρισμα (του οποίου να ομολογήσουμε δεν ήμασταν ποτέ οπαδοί), έχουν ένα αλλόκοτο στοιχείο που προκύπτει από τη μινιμαλιστική εικαστική προσέγγιση και τις ανεβάζει σε ένα αδιόρατο επίπεδο μεταξύ ρεαλισμού και φαντασίας. Εδώ λόγω της μετριοπάθειας που πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε λογής «Καθαρτήριο», το στυλιζάρισμα ταιριάζει και συμπληρώνει απόλυτα, ενώ συνθλίβεται απότομα και αποφασιστικά στο τέλος με το πέρασμα μιας ψαρόβαρκας που μας επαναφέρει στην πραγματικότητα. Στην πιο όμορφη κι αυθεντικά τρυφερή στιγμή της ταινίας, ένα απειροελάχιστο επίπεδο παραπάνω στην εικόνα και το επτασφράγιστο όσο και συμπαγές σύμπαν του Μαζωμένου καταρρέει στο φως μιας καινούργιας αυγής. Ένδειξη πως ο σκηνοθέτης έχει τον πλήρη έλεγχό του και ξέρει ακριβώς τη στιγμή που θα πατήσει το κουμπί της αυτοκαταστροφής. Νοηματικά το τέλος δεν απέχει και πολύ απ' την αρχή (ίσως μόνο ένα ταξίδι μέχρι τον κλίβανο), πράγμα που υπογραμμίζει πως ο κύκλος δεν θα σπάσει. Άλλη μια μέρα ξεκινάει στο «Καθαρτήριο»...
Σίγουρα φιλόδοξο κι ακόμα πιο σίγουρα άνισο, αφού δεν έχουν όλες οι ιστορίες την ίδια ένταση. Κάποιοι θα το πουν κόνσεπτ, κάποιοι αφελές πράγμα που δύναται να εφαρμόζει σε κάθε πολιτικά ορμώμενη ταινία - εξαρτάται από ποια μεριά την βλέπει κανείς. Εδώ πάντως υπάρχει ένας σκηνοθέτης που μάλλον από τη μεριά του βλέπει στο έργο του περισσότερα απ' όσα εμείς και έχει κάτι οικουμενικά σημαντικό να μοιραστεί από το όραμά του. Έστω και στο επίπεδο της σύνοψης (επαναλαμβάνω δεν έχουμε δει την υπόλοιπη τριλογία) των όσων κοσμοϊστορικών συνέβησαν σ' αυτή την πόλη τα τελευταία 10 και βάλε χρόνια, αποδεικνύεται τουλάχιστον ικανός, εντοπίζοντας τα καίρια μιας πολιτικής καταγραφής και παραθέτοντάς τα με ιλαροτραγική διάθεση και διακριτική ειρωνεία. Και με αγάπη. Ίσως και με μια προδιάθεση ματαιότητας ως προς το αποτέλεσμα και αυθόρμητης ματαιοδοξίας για ένα κοινό που φαίνεται να τα έχει εμπεδώσει, πάντως σε κάθε περίπτωση μιλώντας για την Ελλάδα ή την Αθήνα της κρίσης, το «Καθαρτήριο» (θα) στέκεται σαν σχεδόν αυθύπαρκτο, καλλιτεχνικό σημείο αναφοράς.