Ρίφενσταλ: Στην Καρδιά του Τρίτου Ράιχ
Riefenstahl

Ένα ακόμα ντοκιμαντέρ για την Λένι Ρίφενσταλ, την «αγαπημένη filmmaker του Χίτλερ», αυτή τη φορά με έναν αέρα τελευταίας (άρα και πιο πληροφορημένης;) λέξης στο θέμα, μιας και υπήρχε πλήρης πρόσβαση στο προσωπικό αρχείο της δημιουργού. Αναμφισβήτητα εξαιρετικά ενδιαφέρον, παρότι προτιμά την διαλεύκανση από την εμβάθυνση. Δεν έγιναν όμως αίφνης το 2025 πιο σαφή τα πράγματα, απλώς και μόνο επειδή η εποχή το επιτάσσει.
Η Λένι Ρίφενσταλ, μαζί με τον μαέστρο Βίλχελμ Φούρτβενγκλερ, είναι οι δύο πιο «πιασάρικες» προσωπικότητες Γερμανών της σκοτεινής εποχής του Γ’ Ράιχ, όταν η μετέπειτα περίοδος ζήτησε να καταπιαστεί με το καυτό ερώτημα του αν ήταν Ναζί. Oπότε και κατ’ επέκταση ποιος ο ρόλος του καλλιτέχνη εν μέσω Ολοκληρωτισμού και, για να είμαστε ακόμα πιο επίκαιροι, πώς στεκόμαστε στο ερώτημα διάστασης (αν υπάρχει) ανθρώπου και καλλιτέχνη.
Με άλλα λόγια το ερώτημα μετατίθεται στο κατά πόσον η (φύσει;) εγωκεντρική καλλιτεχνική υπόσταση δύναται να υπερβεί το μαθημένο της και να προσχωρήσει (υπαχθεί, ακόμα-ακόμα) στον συλλογικό σκοπό που κάπου/κάπως η εποχή κατονομάζει ως ορθό (και δεν θα ζητήσει ποτέ συγγνώμη αν αποδειχθεί εσφαλμένη η κατονομασία της, μιας και εποχή είναι, πώς να πληρώσει το κρίμα των φανατισμών που τροφοδότησε).
Είναι τελικά η Αισθητική μια ατομικιστική αντιδραστικότητα που ρίχνει νερό στο μύλο του Ολοκληρωτισμού και μας στέλνει στον διάολο της οπισθοδρόμησης;
Η «υπόθεση Φούρτβενγκλερ» υπήρξε πάντοτε κατάτι απλούστερη. Αφ’ ενός διότι με τον Μπετόβεν και τον Μπραμς ποτέ κανείς δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα, σιγά τώρα, αφ’ ετέρου διότι η μεταπολεμική διαδικασία «αποναζιστικοποίησής» του ήταν πάνω-κάτω διεξοδικά αθωωτική. Ο μαέστρος δεν υπήρξε μέλος του Κόμματος, δεν ασπάστηκε την ιδεολογία, δεν την υποδαύλισε (παρεκτός για όσους θεωρούν ότι το να ερμηνεύεις Βάγκνερ είναι ποινικό έγκλημα κατά της ανθρωπότητας), δεν βρέθηκαν τεκμήρια εγκάρδιων σχέσεων και επαγγελματικής ευμάρειας εν μέσω του καθεστώτος. Ήταν αφελής; Έτσι λένε κάποιοι. Διάλεξε τον Γκαίτε, τον Νίτσε και τον Σίλερ, κι όχι τον λαϊκιστικό ιδεαλισμό της ανωτερότητας του Ράιχ; Έτσι λένε κάποιοι άλλοι. Ήταν ένας καλλιτέχνης του κόσμου του, στον κόσμο του; Αυτό θα έλεγαν ακόμα περισσότεροι σήμερα. Πάντως ο Φούρτβενγκλερ σήμερα είναι αποκατεστημένος, οι μοναδικές επιθέσεις που αντιμετωπίζει έρχονται από αντιρρησίες του πόντιουμ και κανέναν άλλο.
Όμως με την Λένι Ρίφενσταλ τα πράγματα δεν ήταν ποτέ έτσι απλά. Οι χειραψίες με τον Χίτλερ, η εγκαρδιότητα «Λένι μου, Αδόλφε μου», ο μεγάλος θαυμασμός της στο πρόσωπό του («όπως το 90% των Γερμανών τότε», έλεγε σταθερά η ίδια), η, κατά την δική της πάγια θέση, άγνοια των σατανικών προθέσεων και των αισχρών φρικαλεοτήτων που ακολούθησαν και, φυσικά, Ο Θρίαμβος της Θέλησης και η Ολυμπιάδα του ’36, δύο ταινίες που αποθέωσαν το Γ’ Ράιχ και την αισθητική του, δύο ταινίες, ωστόσο, αρκετά πριν την έναρξη του Πολέμου, φτιάχνουν μια μολότωφ κανονική.
Η ταινία ξεκινά με πολύ ενδιαφέροντα και ελπιδοφόρο τρόπο ότι θα στοχαστεί πάνω σε ερωτήματα. Η Ρίφενσταλ, σε συνέντευξή της (βολικά, είναι η αλήθεια) αυτοπεριγράφεται ως εντελώς αδιάφορη για την Πολιτική, τοποθετώντας τον εαυτό της στο (κατ’ αυτήν) αντιδιαμετρικό άκρο, την Τέχνη. Αυτό και μόνο φέρνει αναγούλα, λιγοθυμιά (ίσως και ανεύρυσμα) σε έναν τύπο θεατή. Υπάρχει δηλαδή Τέχνη δίχως Πολιτική; (Το αντίθετο θεωρούμε δεδομένα ότι υπάρχει – και κυριαρχεί ανέκαθεν). Εννοείται Τέχνη δίχως Ιδεολογία; Μήπως η Τέχνη είναι Ιδεολογία; Υπάρχει οντότητα αυτόνομα ορισμένη ως Αισθητική; Έχει η ιδεολογία αισθητική, αλλά έχει και η αισθητική ιδεολογία; Είναι η κρατούσα Ιδεολογία άμφιο μιας ηθικής ορθότητας άρα (;) και μιας συλλογικής καλυτέρευσης; Ή, είναι μήπως απαρχαιωμένο να μιλάς για Αισθητική σήμερα; - όπως πρόσφατα άκουσα να λέγεται σχεδόν με έπαρση σε συνέδριο Κριτικής, από το μετερίζι μοντερνιστών δημιουργών; Είναι τελικά η Αισθητική μια ατομικιστική αντιδραστικότητα που ρίχνει νερό στο μύλο του Ολοκληρωτισμού και μας στέλνει στον διάολο της οπισθοδρόμησης;
Η…απάτη του Άντρες Βάιελ - και της κινούσας νήματα παραγωγού (δημοσιογράφου και συγγραφέως) Σάντρα Μάισμπεργκερ – είναι ότι ο πρόλογος του ντοκιμαντέρ είναι ένα προπέτασμα καπνού. Την απάντησή τους την έχουν ήδη δώσει στο «αστυνομικό» ερώτημα που τους απασχολεί και η τεκμηρίωση θα αφορά στην απόδειξη του ισχυρισμού που ενστερνίζονται: Η Ρίφενσταλ ήταν ψεύτρα (δήθεν το ρωτά και η αφίσα), υπήρξε Ναζί εξαρχής, παρέμεινε μέχρι τέλους της υπερεκατονταετούς ζωής της και από το 1945 μέχρι το 2003 δεν έκανε κάτι άλλο από το ισχυρίζεται αθωότητα, άγνοια, υπεράσπιση ενός «αυτόνομου» αισθητικού οράματος. Α, κέρδισε και περί τις 50 υποθέσεις συκοφαντίας της από αυτούς που την έλεγαν αυτό που οι δημιουργοί εδώ ακλόνητα πιστεύουν. Μετά, άνοιξε το προσωπικό της αρχείο.
Ο Βάιελ διαλέγει αυτά που χρειάζεται για την σύσταση της θέσης του, τα συρράπτει, τα επενδύει με μια θριλερική μουσική που μοιάζει σχεδόν διδακτική στην βλοσυρότητα που αθροίζει μαζί με την εικόνα (ένα ζουμ σε χειραψία με τον Χίτλερ δεν μπορεί ποτέ να βελτιώσει τις πιθανότητές σου) και αφήνει τις αμφιβολίες στην άκρη. Είναι ένας καλός προπαγανδιστής κι αυτός- όχι βέβαια όσο η στο μικροσκόπιο «βιογραφούμενη»- έχει την άνεση της «σωστής μεριάς της Ιστορίας», έχει ως Γερμανός την βαριά (και αλώβητη στον χρόνο) συλλογική συνειδησιακή ενοχή του για εμπροσθοφυλακή – και περί αυτής το ντοκιμαντέρ, εμμέσως. Έχει και την έπαρση πολλών σήμερα ότι με το να διατυμπανίζουν το ανθρωπιστικά ορθό τίθενται στο απυρόβλητο – αλίμονο, όποιος τους κριτικάρει είναι υπόπτων φρονημάτων – τι λέω; - ένοχος κανονικός.
Αυτά, στα χαρτιά του υπογράφοντος, είναι απεχθής δημαγωγία στο όνομα ενός άγιου σκοπού – που λέει ότι το αυγό του φιδιού εκκολάφθηκε τάχιστα στα προηγούμενα χρόνια κι έχει γεμίσει ο τόπος φίδια. (Θυμήθηκα τις Γάτες του Άι Νικόλα του Γιώργου Σεφέρη, με μια διερώτηση περί του ποιοι είναι άραγε στ’ αλήθεια οι «γάτες» σήμερα, ποιοι κάθονται κάπου παράμερα δηλητηριασμένοι κι αποκαμωμένοι από όλες τους τις μάχες. Άλλη κουβέντα.) Αγιάζει όμως ο σκοπός τα μέσα;
...ένα συναρπαστικό παρακολούθημα αδιάσειστων (και μαζί περιστασιακών) στοιχείων που ευτυχώς σε βάζει έμμεσα και σε σκέψεις περί της σύγχρονης ανθρώπινης κατάστασης
Από μια πλευρά, ναι. Το φάσμα του ολοκληρωτισμού διεθνώς δεν μπορεί ποτέ να έχει καλό τέλος – αν υιοθετήσουμε αυτή την (κάπως αφελή;) τελεολογική σκοπιά. (Ειδάλλως όλα Ιστορία που προχωρά γραμμικά είναι, κι αν θέλεις να είσαι αίσιος, υπάρχει και μια μακροσκοπική περιέλιξη προς το καλύτερο. Μπα.) Δεχόμενος ότι το θέμα του Βάιελ είναι και η καταδίκη του ολοκληρωτισμού, δια μέσω της συνεργατικότητας και της πολυδιαφημισμένης μπαναλιτέ του Κακού, δεν θα μπορούσα σαν άνθρωπος να αντιτεθώ.
Από την άλλη, τα προαναφερθέντα ερωτήματα περί Ατόμου, Τέχνης, Ιδεολογίας και Αισθητικής, όπως μεταφράζονται στο κοινωνικό επίπεδο προχωρούν πολύ μακρύτερα από το να καταλήξουμε συλλογικά στο ότι η Ρίφενσταλ ήταν Ναζί. Η μάχη για το αν ήταν μια αφελής εστέτ εγκληματίας ή, ακόμα χειρότερα, και μια εγκληματίας κατά της Ανθρωπότητας που γλίτωσε τη Νυρεμβέργη θα μπορούσε να είναι μια αφορμή για ένα ντοκιμαντέρ παίδευσης πάνω στο πώς ερμηνεύουμε τον κόσμο και στο πώς η ερμηνεία μας μπορεί να καταλήγει να αποτελεί γράσο στην μηχανή που η κινούσα τα νήματα νοοτροπία μαρσάρει για να μάς έχει καλύτερα στο χέρι της.
Ο Βάιελ δεν συμβάλλει διόλου στο να ρίξει φως στο παραπάνω, αλλά, οφείλω να ομολογήσω, στήνει ένα συναρπαστικό παρακολούθημα αδιάσειστων (και μαζί περιστασιακών) στοιχείων για να φθάσει στη λύση του αινίγματός του, ένα ντοκιμαντέρ που, ευτυχώς, σε βάζει έμμεσα και σε σκέψεις περί της σύγχρονης ανθρώπινης κατάστασης.