Πέντε Σεπτεμβρίου
September 5

Ένα γερμανικό δράμα με αύρα ελαφρώς παλιότερου Χόλιγουντ, υιοθετεί την οπτική ενός αμερικανικού τηλεοπτικού συνεργείου για να αφηγηθεί τα γεγονότα που σημάδεψαν την Ολυμπιάδα του το 1972 και κατέληξαν στη «Σφαγή του Μονάχου».
Η ιστορία φαίνεται πως ολοκληρώνει τον κύκλο της. Όχι με την εγκυκλοπαιδική της έννοια που ενδιαφέρει μονομανώς τους δημιουργούς του «Πέντε Σεπτεμβρίου», αλλά με την κινηματογραφική αφού μια από τις καλύτερες «αμερικανοπρεπείς» ταινίες της χρονιάς είναι στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της Γερμανική. Ένα τέλειο χολιγουντιανό υποπροϊόν, συνεπέστατο στο σινεμά των στούντιο που κατέκτησε αμαχητί τη Δύση. Αυτή τη φορά ο μύλος του ταλέντου που γυρνούσε όλα αυτά τα χρόνια παρέα με τα φασαριόζικα καρούλια του φιλμ, έφερε στην από εδώ όχθη του Ατλαντικού μια ντουζίνα ηθοποιούς που γνωρίζουν ακριβώς που και πώς πατήσουν σε ένα καθαρογραμμένο σενάριο και που μαζί με τον Ζινεντίν Σουαλέμ και τη Λεονί Μπένες καλούνται να ενσαρκώσουν τoυς απεσταλμένους του ABC στο Μόναχο για την Ολυμπιάδα του 1972.
Στα χρόνια που ακολούθησαν όλοι θα θυμούνταν την 20η Ολυμπιάδα για δύο λόγους: για το ασύλληπτο ρεκόρ μεταλλίων του Μαρκ Σπιτς και, κυρίως, για την τρομοκρατική επίθεση του «Μαύρου Σεπτέμβρη» που οδήγησε στο θάνατο 17 συνολικά ανθρώπους. Η ταινία εκκινεί με τον πρώτο, θεμελιώνοντας σε μια πολύ απλή, πολύ αποτελεσματική και πολύ έξυπνη σκηνή την προβληματική της. Ο προϊστάμενος του ABC απαιτεί ένα πλάνο του Γερμανού αντιπάλου που μόλις τερμάτισε δεύτερος, πριν η κάμερα κόψει στους πανηγυρισμούς του νικητή. Γιατί τα γεγονότα του Β' Παγκοσμίου ήταν ακόμη νωπά και θεώρησε πως η νίκη ενός Εβραίου απέναντι σε έναν Γερμανό είχε ξεχωριστή σημασία τη στιγμή που ίδιος διαμορφώνει τη σύγχρονη ιστορία στη συνείδηση του τηλεοπτικού κοινού. Λίγο αργότερα τον ακούμε να προάγει στις μεταδόσεις τους αγώνες πυγμαχίας, όπου τα μετάλλια παίζονται μεταξύ ΗΠΑ και Κούβας. Από το ZDF οι διοργανωτές προσπαθούν να μας πείσουν πως είναι πια φίλοι μας κι ότι δεν θα επιτρέψουν να χαθούν άλλες ζωές (και δη Ισραηλινές) σε γερμανικό έδαφος.
Το «September 5» μας βάζει μέσα σε μια χρονοκάψουλα που προσεγγίζει μια συμπυκνωμένη στιγμή στο χωροχρόνο και μας προσγειώνει σ' αυτό το σιωπηλά τεταμένο μεταπολεμικό πολιτικό σκηνικό. Το ίδιο που γέννησε το «Δίκτυο» του Λουμέτ, το οποίο με τη σειρά του έγινε μαγιά και πρότυπο για τα «παρασκηνιακά» σενάρια που αποθέωσε ο Σόρκιν μέσω των περπατηχτών του διαλόγων στη μικρή οθόνη, αυτά που φαίνεται να θαυμάζουν εδώ o Τιμ Φελμπάουμ και οι συνεργάτες του. Η δράση ξεκινά με τις ριπές απ' τα ημιαυτόματα των τρομοκρατών. Η ταινία δανείζεται ρυθμό από τη συνθήκη, παίρνει ένταση από την αγωνία μιας εν εξελίξει επίθεσης και παρόλα αυτά το σενάριο βρίσκει τρόπο να την πολλαπλασιάσει. Φορτώνει στον πρωταγωνιστή της την ευθύνη της τηλεσκηνοθεσίας της ενώ βρίσκεται καταμεσής της μανιχαϊστικής αντιπαράθεσης των δύο αφεντικών του. Ο κυνικότερος εξ αυτών θέλει κάμερες και μικρόφωνα μονίμως ανοιχτά και στραμμένα στη δράση, ο πιο μετριοπαθής ζητά να σεβαστούν τις οικογένειες των θυμάτων και να περιορίσουν τη βία στην κάλυψη του περιστατικού. Ο πρώτος θα κάνει τα πάντα για να προλάβει τα υπόλοιπα δίκτυα στη μετάδοση της παραμικρής είδησης, ο δεύτερος θα ψάξει τουλάχιστον τρεις διαφορετικές αξιόπιστες πηγές πριν μεταδώσει το ο,τιδήποτε. Το σχηματικό αυτής της σύγκρουσης ενισχύεται από τους δευτερότριτους χαρακτήρες και θα ήταν αρκετό να εκτροχιάσει την ταινία στο πυρ το εξώτερον μιας «αμερικανιάς», αν ο Φέλμπαουμ δεν είχε έναν συναρπαστικό τρόπο να συνομιλεί με το αρχειακό υλικό. Αυτός ο καλαίσθητος διάλογος καταγεγραμμένης ιστορίας και δραματοποίησης, αν και κάθε άλλο παρά καινοφανής (θυμηθείτε το «No», την καλύτερη ταινία του Λαραΐν), είναι το μόνο ουσιαστικό εύρημα του Φέλμπαουμ. Είναι όμως κι αρκετό για να σηκώσει το «September 5» πάνω από την αισθησιαρχία κάθε χολιγουντιανού original που θα εξέτιε το χρέος του με τις ενημερωτικές λεζάντες του φινάλε.
Φυσικά κάθε θεατής έχει δικαίωμα να μείνει στα γεγονότα και να εντυπωσιαστεί από το ABC που έκανε την πρώτη απ' ευθείας τηλεοπτική μετάδοση τρομοκρατικής ενέργειας σε ένα κοινό που πλησίασε το δισεκατομμύριο. Η ταινία πάντως καλλιεργεί χώρο και για το παραπέρα. Ενδιαφέρεται περισσότερο για το ότι μέρος αυτού του κοινού ήταν κι οι τρομοκράτες, παρά για το τηλεοπτικό ορόσημο που όρθωσαν οι πρωταγωνιστές του. Καταφέρνει να τους κάνει συνενόχους, όχι στο μακελειό αλλά στις αποτυχημένες απόπειρες διάσωσης μιας ανέτοιμης αστυνομίας. Δείχνει πως υπήρξαν (και εξαιτίας αυτών συνεχίζουν να υπάρχουν) άνθρωποι με μόνη αποστολή να (κατα)γράφουν ιστορία, δεν έκατσε κανείς τους όμως να μάθει την ορθογραφία της (κι αν υπήρξε ένας λιγότερο ανορθόγραφος τον έφαγαν τα ορόσημα). Το «September 5» εν τέλει επικοινωνεί περισσότερο με το σήμερα παρά με το 1972, αν και το σώμα του βρίσκεται εξ ολοκλήρου εκεί. Είναι πράγματι ατυχές το ότι κυκλοφορεί σε μια πολύ αρνητική για το ίδιο συγκυρία, αφού οι ρόλοι θύματος και τρομοκράτη σ' αυτή, τη γνωστή πια ιστορία έχουν εξισωθεί, αν όχι αντιστραφεί. Για όσους όμως μπορούν να δουν την ουσία πίσω από τα περιστατικά, για όσους μπορούν να διαχωρίσουν την καταγραφή απ' το αφήγημα, για όσους εν πάσει περιπτώσει μπορούν να καταλάβουν τίνος την ιστορία διαβάζουν κάθε φορά, αποτελεί μια πολύ ευχάριστη προσθήκη σ΄ αυτή την εξίσου ενδιαφέρουσα γραμμή ταινιών που ελέγχει την σύγχρονη ηθική και το ρόλο των media.