Σιμόν Βέιλ: Η Γυναίκα του Αιώνα

Simone, le voyage du siècle

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2021
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Γαλλία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ολιβιέ Νταάν
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Ολιβιέ Νταάν
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Έλσα Ζίλμπερσταϊν, Ρεμπέκα Μαρντέρ, Ελοντί Μπουσέ, Ολιβιέ Γκουρμέ, Ματιέ Σπινοζί
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Μανουέλ Ντακός
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Ολβόν Γιακόμπ
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 140'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Spentzos Films
    Σιμόν Βέιλ: Η Γυναίκα του Αιώνα

O Ολιβιέ Νταάν βιογραφεί την ζωή μιας ιερής προσωπικότητας της Γαλλίας και της Ευρώπης, την Σιμόν Βέιλ. Πλουσιοπάροχη παραγωγή, που θα βρει το κοινό της, και σχεδόν πλήρης καταποντισμός στον βωμό του εντυπωσιασμού.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Να είμαι όσο δικαιότερος καταλαβαίνω. Η ταινία θα είναι φιλική σε ένα ίσως μεγάλο κοινό, πολλοί θα βρουν λόγους να συγκινηθούν, λόγω θέματος. Μια προσωπικότητα τέτοιου βεληνεκούς – πραγματικό ιερό τέρας για τη Γαλλία, τα θύματα του Ολοκαυτώματος, τη Γυναίκα και εν μέρει το όνειρο της ενωμένης Ευρώπης – έχει έργο, ρόλο και βιώματα που δεν γίνεται να αφήσουν ασυγκίνητο ένα κοινό που ζει στον κόσμο μας και ενδιαφέρεται για την ιστορία και τα κοινά μας. Από εκεί κι έπειτα όμως δεν διαβάζουμε λήμμα εγκυκλοπαίδειας – αν και ο Νταάν το κάνει και είναι μόνο η Wikipedia – βλέπουμε έργο. Κι αυτό μετά βίας, για αυτόν τον θεατή, υλοποιεί μια υπόσχεση.

Το πρόβλημα της ταινίας είναι ένα – αλλά αρκεί. Και μπορεί να συμπτυχθεί στο πρόθεμα υπέρ. Όχι όμως με την έννοια της υπεροχής, του υπερθετικού, αλλά με αυτήν της κατάχρησης. Ο Νταάν είναι υπέρ-κινητικός, υπέρ-μελοδραματικός, υπέρ-χορογραφικός. Οι κάμερες του τρέχουν με χίλια μύρια κύματα (sic), μονοπλάνα πάνε κι έρχονται με την κάμερα να ελίσσεται ανάμεσα στους ηθοποιούς, με την ερεθισμένη σκηνοθεσία να αδυνατεί από τον πυρετό της να σταθεί να κοιταχτεί στον καθρέφτη, να μετρηθεί με τον εαυτό της και να αποφασίσει να παύει ενίοτε προκειμένου να μπορέσει και ο συνειδητός θεατής να συγκεντρωθεί στο δια ταύτα, αντί στο επιδειξιομανές «πώς το γύρισε». Ο σκηνοθέτης πρέπει να ξέρει να μένει πίσω όταν χρειάζεται, μια ταινία δεν μπορεί να είναι συρραφή σκηνών-ασκήσεων στη συγκίνηση. Έτσι όχι μόνο χάνεται η δραματική κλιμάκωση, οπότε βλέπεις μια επίπεδη παράταξη εντάσεων, αλλά ζημιώνεται και το πέραν της σκηνοθετικής αυτο-αποθέωσης νόημα του έργου. Και καθώς το νόημα εδώ δεν είναι «Πορφυρά Ποτάμια 2», υπάρχει ζήτημα.

Μέσα σε όλα υπάρχει και το μελόδραμα. Που αν υπηρετείται έντιμα κι ωραία σε μια –συνηθέστερα- ερωτική ιστορία έχει καλώς. Αλλά η ανελέητη παρουσία μουσικής στο σάουντρακ (παρότι ωραιότατη καθαυτή), δεν σε αφήνει σε χλωρό κλαρί. Κάθε θέμα του έργου, είτε η απόφαση μιας συζύγου να σπουδάσει, είτε το έργο της στο υπουργείο Δικαιοσύνης με την απανθρωπιά των φυλακών του ’60, είτε το πέρασμα του νόμου υπέρ των αμβλώσεων του ’70, ή και η τελειωτική θηριωδία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, υπογραμμίζεται από την ίδια ανυποχώρητη, σε βαθμό κινηματογραφικού κακουργήματος, τάση για μελωδική επισφράγιση. Τόση δημαγωγία θα αφύπνιζε αιδώ στον Όλιβερ Στόουν, τόση ζάχαρη ντροπιάζει την εντιμότερη ζαχαροπλαστική.

Το…γλυκό δένει με την πλήρη απουσία αφήγησης. Για τα ¾ του έργου ο Νταάν πηγαινοέρχεται και παλινδρομεί όπου τον πάει ο διδακτικός εντυπωσιασμός που ως κίνητρο έχει συνθέσει το (δικό του) σενάριο. Κάθε, μα κάθε, σκηνή, με την υποστήριξη της γερής σκηνογραφίας, έχει το δυνητικό μιας μεγάλης συγκίνησης και, ω του θαύματος, η σκηνοθεσία είναι εκεί για να την διατρανώσει. Δεν πειράζει που και στην προηγούμενη σκηνή βρεθήκαμε με τη γλώσσα στο μάγουλο και τον πισινό στην άκρη του καθίσματος. Σινεμά είναι η παράταξη συγκινήσεων, όχι η οργάνωσή τους για μια τελική γροθιά της τρίτης πράξης, μοιάζει να λέει ο σκηνοθέτης. O Φον Έλστιν από το «Bad and the Beautiful» του Βιντσέντε Μινέλι θα είχε κάτι να πει στον Ολιβιέ Νταάν περί του ότι η μεγάλη σκηνοθεσία ξέρει να φρενάρει τον εαυτό της ώστε να μην εμέσει μια μέτρια ταινία.

Το εντυπωσιακό – δείγμα κι αυτό της δύναμης του σινεμά και των εικόνων – είναι ότι το έργο παρακολουθείται. Και γιατί υπάρχει μια νοσηρή γοητεία σαπουνόπερας να βλέπεις διαρκώς οριακές σκηνές και γιατί στο τελευταίο τεταρτημόριο του έργου (σα να) οργανώνεται το χάος με την αναδρομή στον εφιάλτη του Άουσβιτς. Ο ρυθμός πέφτει, οι κάμερες ημερώνουν, η ταινία λες και κοντοστέκεται με κάποιο δέος μπροστά στην Ιστορία και τα ανθρώπινα θύματά της. Για λίγη ώρα, σε σκοτεινή φωτογραφία και όλα τα volume πιο χαμηλωμένα, ένα κεφαλαιώδες δράμα αναπτύσσεται, μια αυθεντικότερη συγκίνηση ξεπροβάλει, μια νύξη ταξιδιού (που είναι ψυχολογικό μοτίβο του έργου) ξεμυτίζει. Είσαι, μάλλον, κατάκοπος βέβαια ως τότε, (και ο Νταάν εξακολουθεί να πυροβολεί σαν sniper κάτι περίεργα μαξιμαλιστικά) αλλά μια ταινία μέσα στην ταινία έχει δώσει χείρα σωτηρίας σε ένα σύνολο που έδειχνε – και γενικώς είναι – χαμένη υπόθεση.

Η Σιμόν Βέιλ εξακολουθεί να χρειάζεται την ταινία της.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Σιμόν Βέιλ: Η Γυναίκα του Αιώνα
  • Σιμόν Βέιλ: Η Γυναίκα του Αιώνα