Αμαρτωλοί
Sinners

Στην Αμερική του ’30 δυο δίδυμα αδέλφια θα επιστρέψουν στη γενέτειρά τους σε μια πόλη του Μισισίπι, προκειμένου να ανοίξουν το δικό τους «μπλουζάδικο», ένα μπαρ της εποχής δηλαδή, όπου παίζονται blues. Σύντομα θα καταλάβουν ότι το κοστοβόρο άνοιγμα του μαγαζιού θα είναι το μικρότερο από τα προβλήματά τους.
Ο Ράιαν Κούγκλερ του «Μαύρου Πάνθηρα» γράφει και σκηνοθετεί ένα ψυχαγωγικό φιλμ που ανανεώνει τον μύθο του βρικόλακα, ένα ριψοκίνδυνο, προσωπικό στοίχημα που τελικά του «βγαίνει», παρά τις μεμονωμένες αστοχίες και τα τρία-τέσσερα διαφορετικά τέλη που μπορεί να μετρήσει κανείς μέχρι να πέσουν όντως οι τίτλοι τέλους.
Ο Σμόουκ και ο Στακ (και οι δυο υποδυόμενοι από τον Μάικλ Μπ. Τζόρνταν) δίδυμα αδέλφια που μεγαλώνοντας αποφάσισαν να φύγουν από το Κλάρκσντεϊλ του Μισισίπι όπου γεννήθηκαν, προκειμένου να αναζητήσουν την τύχη τους στη μεγάλη Αμερική. Όταν έπιασαν την καλή στο Σικάγο στο πλευρό του Αλ Καπόνε και αφού είχαν πολεμήσει για την πατρίδα στον Α’ Παγκόσμιο, επέστρεψαν και πάλι στην ταπεινή και αγροτική ζωή της πόλης τους, προκειμένου να ανοίξουν ένα μαγαζί μπλουζ. Η επιστροφή τους θα σηματοδοτηθεί από το κλείσιμο ανοιχτών λογαριασμών και από την επιτακτική ανάγκη αντιμετώπισης μιας ομάδας βρικολάκων που θέλουν να «ρουφήξουν» τους κόπους της ιστορίας τους, πέρα δηλαδή από το αίμα τους.
Υπάρχει ένα δύσκολο όραμα εδώ που ο Κούγκλερ φέρνει εις πέρας αποτελεσματικά, σε μια προσπάθεια να συνενώσει διαφορετικές ιστορικές επιρροές, μουσικά ρεύματα και κινηματογραφικά είδη, έχοντας πάντα κατά νου την ανάδειξη της πολύπαθης Ιστορίας των μαύρων της Αμερικής.
Διόλου τυχαία η ταινία τοποθετείται στη δεκαετία του 1930, την εποχή του κοινωνικού διαχωρισμού μαύρων και λευκών και της Κου Κλουξ Κλαν, με τον Κούγκλερ να χρησιμοποιεί εδώ τη μυθολογία του βρικόλακα (του λευκού βρικόλακα όπως τον υποδύεται με μοχθηρή γοητεία ο Τζακ Ο’Κόνελ) ως μεταφορά για την «φυλάκιση» των μαύρων από τους λευκούς (και τη συνακόλουθη αποστέρηση της ελευθερίας τους), όχι μονάχα σε επίπεδο μεταφυσικό (η κυριολεκτική καταδίκη των δαγκωμένων στο αιώνιο σκοτάδι), αλλά και σε κυριολεκτικό, με την «κλοπή» του μπλουζ από τους λευκούς που θέλουν, με τρόπο εκβιαστικό, να γράψουν τη δική τους μουσική ιστορία πάνω σε εκείνη των μαύρων.
Η συσχέτιση της μουσικής με τον ερχομό του διαβόλου και το κομμάτι της λαογραφικής παράδοσης κρατούν πρωταγωνιστικό ρόλο εδώ, με τον Μάιλς Κάτον, τον ηθοποιό που υποδύεται τον Σάμι, να αποτελεί μια ξεκάθαρη αναφορά στον Ρόμπερτ Τζόνσον, τον Αμερικανό θρύλο των μπλουζ που λέγεται πως είχε πουλήσει τη ψυχή του στο διάβολο σε κάποιο σταυροδρόμι (γνωστές οι μαγικές ιδιότητες που αποδίδονται στα νυχτερινά σταυροδρόμια) με αντάλλαγμα το μουσικό του ταλέντο.
Η ταινία αποτελεί την υλοποιημένη φαντασμαγορία ιδεών που σίγουρα είχε στο μυαλό του ο Κούγκλερ. Δεν λειτουργούν τα πάντα αρμονικά εδώ, δεδομένου πως υπάρχουν στιγμές που μοιάζουν παράταιρες σαν επιλογές, οδηγώντας ανά περιπτώσεις σε κάμψη του ρυθμού, όμως σε γενικές γραμμές πρόκειται για ένα φιλμ από εκείνα που κοντεύουμε να ξεχάσουμε ότι υπάρχουν, με πρωτότυπο σενάριο δηλαδή και καλοκουρδισμένη σκηνοθεσία.
Η ταινία σίγουρα θα έπασχε στο μουσικό της κομμάτι αν έλειπαν οι ευφάνταστες και συχνά απρόσμενες συνθέσεις του Λούντβιχ Γιόρανσον που σιγοντάρουν αποτελεσματικά τις περισσότερες σκηνές, λειτουργώντας πρακτικά ως η σινεματική «κόλλα» που ενώνει το pulp με τη περιπέτεια και το είδος του τρόμου με τη κωμωδία.
Οι επιρροές εδώ είναι άπειρες – από την «Άγρια Νύχτα» της Κάθριν Μπίγκελοου και τους περιπλανώμενους βρικόλακές της, στο «The Thing» του Κάρπεντερ (φοβερά αστεία η σκηνή με το σκόρδο), μέχρι το ταραντινικό «Από το Σούρουπο ως την Αυγή» και την «Εισβολή» του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ – πρόκειται για ένα βαμπιρικό κολάζ κινηματογραφικών αναφορών, μπολιασμένο με μαύρη Ιστορία και αντιρατσιστικό περιεχόμενο, κάτι που καθιστά το φιλμ μια εντελώς προσωπική υπόθεση του Κούγκλερ, προορισμένη σαφώς για το μεγάλο πανί.
Οι «Αμαρτωλοί» είναι μια ταινία στη θέαση της οποίας περνάς καλά και διασκεδάζεις. Πρόκειται για μια ατόφια ποπ κορν εμπειρία που μπορεί να καμώνεται ότι έχει και μια μουσική σκηνή ανθολογίας. Δεν σας λέμε κάτι παραπάνω γι’ αυτό, θα καταλάβετε όταν τη δείτε.