Σμύρνη μου Αγαπημένη

Smyrna

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2021
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Ελλάδα
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γρηγόρης Καραντινάκης
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Μιμή Ντενίση, Μάρτιν Σέρμαν
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Μιμή Ντενίση, Λεωνίδας Κακούρης, Μπουράκ Χακί, Κρατερός Κατσούλης, Ταμίλλα Κουλίεβα, Κατερίνα Γερονικολού, Αναστασία Παντούση
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Σίμος Σαρκετζής
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Ανδρέας Κατσιγιάννης
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 141'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Tanweer
    Σμύρνη μου Αγαπημένη

Η ακριβότερη παραγωγή στα χρονικά του ελληνικού σινεμά, βασισμένη στο λαοφιλές ομώνυμο θεατρικό, ζωντανεύει εντυπωσιακά την κοσμοπολίτισσα Σμύρνη του περασμένου αιώνα, σκαλίζει προσεκτικά το παρασκήνιο της μικρασιατικής καταστροφής και αφουγκράζεται τον οικουμενικό χαρακτήρα της προσφυγιάς.

Από τον Νεκτάριο Σάκκα

Η Ιστορία έχει τις δικές της αναγνώσεις, επηρεασμένες πάντα από την οπτική γωνία του παρατηρητή. Ομοίως και το σινεμά. Σε ό,τι αφορά αμφότερα μάλιστα, οι απόψεις συχνά εκφράζονται με έναν αέρα απόλυτης βεβαιότητας, αγνοώντας πως τα πράγματα είναι συνήθως πιο ρευστά από όσο έχουμε διάθεση να παραδεχτούμε. Έχει ενδιαφέρον λοιπόν που ένα τυπικό δείγμα λαϊκού σινεμά όπως το «Σμύρνη Μου Αγαπημένη», που είθισται να αγκαλιάζεται από το κοινό αλλά όχι από την κριτική, προσεγγίζει σφαιρικά το παρασκήνιο που οδήγησε στην καταστροφή της Σμύρνης το 1922, υπογραμμίζοντας παράλληλα τον οικουμενικό χαρακτήρα της προσφυγιάς. Καθόλου άσχημα για ελληνικό φιλμ μαζικολαϊκής λογικής που ξεκινά από τη βάση του ιστορικού οικογενειακού δράματος.

Η ταινία ξεκινά από τη Μυτιλήνη του 2015. Εκεί όπου μια ηλικιωμένη Ελληνοαμερικανίδα έχει σπεύσει στο πλευρό των προσφύγων. Οι συνειρμοί ξυπνούν, καθώς στο ίδιο νησί είχε φτάσει προσφυγοπούλα το 1922 η γιαγιά της, Φιλιώ Μπαλτατζή (Μιμή Ντενίση). Και το τεφτέρι με τις συνταγές της γιαγιάς μας γυρνά στην κοσμοπολίτικη ζωή των Μπαλτατζήδων και τη Σμύρνη του 1916. Τότε που μια πολυπολιτισμική κοινωνία σε πρωτοφανή ακμή θα βρεθεί εν μέσω δραματικών διεθνών εξελίξεων σε πορεία καταστροφής.

Ο Γρηγόρης Καραντινάκης εξασφαλίζει φιλμική διάσταση σε κάτι απαιτητικό στην αναπαράστασή του, όπως κάθε ιστορικό γεγονός ευρείας κλίμακας

Η ακριβότερη παραγωγή στα ελληνικά χρονικά «Σμύρνη Μου Αγαπημένη» βασίζεται στο ομώνυμο δημοφιλές θεατρικό (και βιβλίο) της Μιμής Ντενίση, η οποία πέραν του ότι ηγείται ενός καστ γνωστών Ελλήνων (Λεωνίδας Κακούρης, Κρατερός Κατσούλης, Κατερίνα Γερονικολού, Ταμίλα Κουλίεβα, Γιάννης Βογιατζής, Χρήστος Στέργιογλου, Ντίνα Μιχαηλίδου) αλλά και ξένων ηθοποιών, συνυπογράφει το σενάριο με τον θεατρικό συγγραφέα Μάρτιν Σέρμαν. Ο Γρηγόρης Καραντινάκης, στην επιστροφή του στη σκηνοθεσία μετά τη «Χορωδία του Χαρίτωνα», εξασφαλίζει φιλμική διάσταση σε κάτι παγιωμένα θεατρικό και απαιτητικό στην αναπαράστασή του, όπως κάθε ιστορικό γεγονός ευρείας κλίμακας. Οι ισορροπίες που αναζητά είναι δύσκολες. Καλείται να γεφυρώσει το χθες με το σήμερα, το προσωποπαγές με το γενικό, το εμφανές με την πολυπλοκότητα του παρασκηνίου. Κυρίως όμως, να συγκεράσει τον αειθαλή συναισθηματισμό των οικείων αφηγήσεων της μικρασιατικής καταστροφής με τα ιστορικά σφάλματα - ιδίως των ημετέρων - που οδήγησαν σε αυτή.

Προσπερνώντας τυχόν συγκρίσεις με τη «Ρόζα της Σμύρνης» των πάμπολλων αδυναμιών, μια αυστηρή κριτική της εδώ «Σμύρνης» μπορεί να εντοπίσει διάφορα τρωτά σημεία. Σημεία που όμως ελάχιστα αφορούν το κοινό ή τη σύνδεσή του με το σύμπαν της ταινίας. Στη χτυπητή θεατρικότητα της Ντενίση, πολλαπλασιασμένη από τον χρόνο που μονοπωλεί τον φακό, η κριτική θα δει ένα miscast που υπαγορεύεται από το γεγονός πως και η ταινία παραμένει δικό της παιδί. Το κοινό αντιθέτως, είναι πιθανότερο να διακρίνει στο παίξιμό της μια πιστή ενσάρκωση αυτού που η Φιλιώ της εννοεί λέγοντας «εγώ Σμυρνιά γεννήθηκα κι έτσι είναι η Σμύρνη μου, φωνακλού, και ναζιάρα και κοσμοπολίτισσα».

Η προοικονομία στην οποία οι ήρωες διαρκώς επιδίδονται μπορεί να αποτελεί φάουλ με καθαρά αφηγηματικούς όρους, παραμένει ωστόσο ένα προσφιλές τρικ τόνωσης του σασπένς και της τραγικής ειρωνείας, αμφότερα ιδιαιτέρως χρήσιμα σε ένα λαϊκό θέαμα. Η παλιακή, λογικής κλασικού Χόλιγουντ γυαλάδα στη φωτογραφία που αποτυπώνει την ειδυλλιακή Σμύρνη πριν την καταιγίδα, παραπέμπει σε ζαχαρένια καλλιγραφία και μια κινούμενη καρτ ποστάλ υπερτροφικής νοσταλγίας. Από την άλλη όμως, ποιος δικαιούται να αρνηθεί σε όσους μεγάλωσαν με τις μνήμες και τις αφηγήσεις μιας οδυνηρά χαμένης πατρίδας, την εκτυφλωτική παλινόρθωση αυτής της παραμυθένιας έστω νοσταλγίας; Αλλά ακόμα κι αν επισημανθεί ως ατυχής η επιλογή του Γιάννη Βογιατζή στο ρόλο του παππού της Φιλιώς, ο οποίος στις περισσότερες σκηνές είναι εκτός πνεύματος, υπάρχει αμφιβολία πως όσοι συρρεύσουν στις αίθουσες θα αναγνωρίσουν συγκινημένοι στο πρόσωπό του μία από τις τελευταίες εν ζωή δόξες του παλιού ελληνικού σινεμά; Σε τελική ανάλυση, υπάρχει κάποια από τις παραπάνω ενστάσεις που να αφορά πραγματικά το κοινό μιας ταινίας προορισμένης να του πατήσει τα κατάλληλα κουμπιά τόσο προσεκτικά, σε βαθμό που να την καθιστά απρόσβλητη στην όποια κριτική;

Το «Σμύρνη Μου Αγαπημένη» δεν ξεπετάει τους Τούρκους σαν στυγνούς θύτες και τους Έλληνες σαν τα απόλυτα θύματα

Άλλωστε το «Σμύρνη Μου Αγαπημένη» διαθέτει βαθύτερες αρετές. Πέρα από τα καταδικασμένα ρομάντζα, τις συγκρούσεις, τα διλήμματα και τις φιλίες που εμπλουτίζουν τη δραματουργία του. Ξέχωρα από το μελετημένο συννέφιασμα στην ατμόσφαιρά του, αποτέλεσμα της ικανής καθοδήγησης του Καραντινάκη και του έμπειρου διευθυντή φωτογραφίας Σίμου Σαρκετζή («Μικρά Αγγλία»). Πίσω από τα πανάκριβα σκηνικά και τα κοστούμια, αλλά και πέρα από τη συνδρομή των ψηφιακών εφέ στην εντυπωσιακή αναπαράσταση μιας πόλης καταδικασμένης να χαθεί στις φλόγες και το αίμα, σε ένα γκραν φινάλε που δεν έχει προηγούμενο στο ελληνικό σινεμά.

Πρωταγωνιστικό ρόλο εδώ έχει η έμφαση στην γκρίζα απόχρωση ενός πολύπλοκου παρασκηνίου, της ανάμειξης των ξένων δυνάμεων και των αντικρουόμενων συμφερόντων που θα σφραγίσουν τη μοίρα της Σμύρνης. Ενδεικτική είναι η απόδοση του εθνικού διχασμού μεταξύ βενιζελικών και βασιλικών που, μαζί με το όπιο του μεγαλοϊδεατισμού στο οποίο ενέδωσαν και Έλληνες Μικρασιάτες, αντανακλάται στην ταινία με όρους ύβρεως. Για να φτάσουμε - δίχως να απομακρυνθούμε ακριβώς από την ύβρη ως έννοια - στην πλέον κομβική πτυχή της ιστορίας: τις σχέσεις μεταξύ της ταξικά υποδεέστερης τουρκικής κοινότητας και της μεγαλοαστικής ελληνικής. Με τους πρώτους να είναι επί της ουσίας υπηρέτες στην ίδια τους τη χώρα, σε σπίτια Ελλήνων σαν τους Μπαλτατζήδες, τη στιγμή που οι αγαστές για καιρό σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων υποσκάπτονται από τις εξελίξεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ασταμάτητη επεκτατικότητα της ελληνικής πλευράς. Όσο κι αν ο τίτλος προδιαθέτει διαφορετικά, το «Σμύρνη Μου Αγαπημένη» δεν ξεπετάει τους Τούρκους σαν στυγνούς θύτες και τους Έλληνες σαν τα απόλυτα θύματα. Και προσεκτικά απορρίπτει ως ανιστόρητη μια τέτοιου τύπου μανιχαϊστική οπτική.

Έχει τα φόντα να θυμίσει εισπρακτικές εποχές «Πολίτικης Κουζίνας» και να ξεπεράσει την τελευταία μεγάλη αγάπη του ελληνικού κοινού, την «Ευτυχία»

Ως προς το τελευταίο, ειδική αναφορά αξίζει στον Μπουράκ Χακί, ο οποίος υποδύεται τον σοφέρ των Μπαλτατζήδων. Ο Τούρκος ηθοποιός ξεχωρίζει από το υπόλοιπο καστ ενσαρκώνοντας αψεγάδιαστα τις αντιφατικές ζυμώσεις εντός της τουρκικής κοινότητας η οποία, ευρισκόμενη σε παρατεταμένη κρίση ταυτότητας, οδηγείται τελικά υπό την ηγεσία του Κεμάλ σε ένα ντεμαράζ εθνοκαθαρτικής βίας που ενέχει και ταξικά χαρακτηριστικά. Όσο για το ελληνικό τραύμα του ξεριζωμού και της προσφυγιάς, το φιλμ στέκει εγκάρδια και συμπονετικά, θρηνώντας το ως το οδυνηρό τέλος μιας πολυπολιτισμικής πραγματικότητας που ήταν πολύ μπροστά από την εποχή της. Και φροντίζει φυσικά να το συνδέσει με την τρέχουσα προσφυγική κρίση και κατ’ επέκταση με κάθε ανάλογη. Απλά και κυρίως κατηγορηματικά, υπό μορφή υπενθύμισης όχι μόνο των κύκλων που κάνει η Ιστορία, αλλά και του άρρηκτου δεσμού της με την πολιτική. Ανεξαρτήτως του φίλτρου και της οπτικής γωνίας του εκάστοτε παρατηρητή.

Όλα αυτά φέρνουν τη «Σμύρνη» να έχει, παρά το εμπόδιο της πανδημίας και ανεξάρτητα από τις όποιες κριτικές αξιολογήσεις, σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας ως προς τον αντικειμενικό της σκοπό. Ο οποίος είναι να προσελκύσει μαζικά ένα κοινό μεγαλύτερων ηλικιών, εξοικειωμένο ίσως με την ελληνική τηλεόραση, που συνηθίζει να πηγαίνει σινεμά για χάρη μιας εγχώριας παραγωγής συνήθως ιστορικού ή βιογραφικού ενδιαφέροντος, όπως οι ταινίες του Μπουλμέτη ή του Σμαραγδή. Και όπως δείχνουν τα πράγματα, τούτη η φιλόδοξη παραγωγή που στήθηκε με μεράκι και τις καλύτερες των προθέσεων, έχει τα φόντα να θυμίσει εισπρακτικές εποχές «Πολίτικης Κουζίνας» και να ξεπεράσει την τελευταία μεγάλη αγάπη του ελληνικού κοινού, την «Ευτυχία».

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Σμύρνη μου Αγαπημένη
  • Σμύρνη μου Αγαπημένη