Sound of Freedom: Η Μελωδία της Ελευθερίας
Sound of Freedom

Ένας ειδικός Αμερικανός κυβερνητικός πράκτορας διεισδύει σε ένα κύκλωμα σωματεμπορίας ανηλίκων και το εξαρθρώνει. Βασισμένο σε μια μερικώς πραγματική ιστορία, ένα «ανεξάρτητο» φιλμ-εισπρακτικό/κοινωνικό φαινόμενο στις ΗΠΑ που διχάζει κοινό-κριτική.
Το να έρχεται μια κριτική και να διαγράφει μονοκοντυλιά μια ταινία που 9 στους 10 θεατές της φεύγουν με δάκρυα στα μάτια, είναι επικίνδυνη υπόθεση. Όχι μόνο για την συνήθη κατηγορία ελιτισμού παύλα ακαταλαβίστικων λόγων που (λέγεται ότι) επικαλείται μια κριτική. Αλλά και γιατί οι καιροί έχουν αλλάξει, η έννοιας της κριτικής έχει τροποποιηθεί τόσο για αυτούς που την γράφουν όσο και αυτούς που την γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια. Για μια ταινία στην οποία έχει έκδηλη αδυναμία το κοινό – και είναι μια ταινία απόλυτα σοβαρού θέματος – η κριτική γνώμη χρειάζεται να πολεμήσει για την αντίρρησή της. (Το ίδιο, ασφαλώς, οφείλει και ο θαυμαστής της. Το ότι σε μια ταινία «κερδίζει το καλό» δεν συνιστά λόγο καλής ταινίας.)
Ωστόσο ξεκινώ από τον πόλεμο κάποιων ενάντιων «κριτικών» κειμένων. Τα οποία στηρίζονται στην σοσιομιντιακή, ιδιοτελή επιδερμικότητα στηλίτευσης των ακροδεξιών-QAnon-Τραμπ-φιλικών συσχετισμών - που σαφώς υποδαυλίζουν την ταινία ώστε να πιάσει τόσο στις ΗΠΑ. (Κι όταν λέμε τόσο εννοούμε τόσο, το έργο βγήκε στην καρδιά του καλοκαιριού ανάμεσα στα θηρία και με 184 εκατομμύρια πέρασε τις «Επικίνδυνες Αποστολές».) Εντούτοις, το πώς έχει αξιοποιηθεί μια ταινία από κύκλους συμφερόντων, δεν είναι κριτική της. Ας το πω κι αλλιώς: Μια ταινία με πλοκή που δεν γίνεται να διαφωνήσεις, είναι δύσκολος αντίπαλος. Και το να ψέγεις τις διασυνδέσεις της δεν την αποδυναμώνει.
Tο πρόβλημα δεν είναι ότι η ταινία σε κάνει ψυχή τε και σώματι και θέλεις να ξεπαστρέψεις εμπόρους παιδιών. Είναι ότι σου περνά μονόχνωτα την στάση της ως στάση ζωής για κάθε άνωθεν χρισμένο εχθρό
Η ένσταση μου ξεκινά από το ότι μια αφηγηματική ταινία δεν είναι ντοκιμαντέρ. Δεν χρειάζεται να τεκμηριώσει κάτι, χρειάζεται να το δείξει. Δεν χρειάζεται να προτρέψει σε δράση, μπορεί, αν είναι επιτυχής, να ευαισθητοποιήσει. Πιο πολύ απ’ όλα, μια ταινία μεταχειρίζεται καλλιτεχνικούς τρόπους για να πει μια ιστορία πρωταγωνιστή/ανταγωνιστή, καλού/κακού απλουστευτικά, μέσα από την οποία φωτίζει πράγματα γύρω από την ανθρώπινη κατάσταση, γύρω από την σχέση μας με τον εαυτό μας, με τους άλλους, με τον φυσικό κι αφύσικο κόσμο γύρω μας. Η κριτική της εντοπίζει τους καλλιτεχνικούς τρόπους, τους αξιολογεί δια μιας κάποιας σύγκρισης, και επιχειρεί να διαπιστώσει κατά πόσον βγαίνεις από αυτήν «καλύτερος», γνωστικότερος, πληρέστερος διανοητικά και συναισθηματικά.
Στην ταινία μας εδώ όλα, πλην μιας έννοιας συναισθηματικής πλήρωσης, πάσχουν. Δεν έχει το αισθητικό βάρος μιας ταινίας μυθοπλασίας, έχει το κίνητρο ενός (ψευδο)ντοκιμαντέρ προσηλυτισμού. Υπάρχει πλοκή, αλλά δεν υπάρχει δράμα. Δράμα είναι μόνο η πραγματικότητα των θυμάτων της ταινίας. Χαρακτήρες δεν υπάρχουν. Οι καλοί είναι κάλλιστοι, οι κακοί τέρατα ανάξια λόγου, άξια τιμωρίας. Πώς αλλιώς όταν κάποιος εμπορεύεται ανήλικα παιδιά;
Το εμφανώς ρητορικό του ερωτήματος είναι μεγάλη «φιλοσοφική» αδυναμία της ταινίας. Η υποχρεωτικότητα μιας ιδεολογικής της ορθότητας σε εξαναγκάζει, με τρόπο από φύσεως χειραγωγικό, να δέχεσαι κάθε της διατύπωση. Σε υποχρεώνει να την διαφημίσεις (στο τέλος, πρωτοφανώς, βγαίνει ο πρωταγωνιστής της και στο ζητά κιόλας!) στη βάση του ότι πρεσβεύει το καλό. Όμως ιδεολογία δεν είναι μόνο η άρθρωση της πρότασης «η σωματεμπορία ανηλίκων είναι έγκλημα που πρέπει να παταχθεί». Σε αυτό συμφωνούμε και συνάδουμε όλοι - εκτός από τους ασκούντες την.
Ιδεολογία είναι και το «τα παιδιά του Θεού δεν είναι προς πώληση», ή το «όταν ο Θεός σου ζητά κάτι δεν γίνεται να διστάσεις». Ιδεολογία είναι και η επιμονή της κάμερας στον αμασκάρευτο φανατισμό της αυτοδικίας που προάγεται σε κάθε πλάνο του (ερμηνευτικά εξαιρετικού) Τζιμ Καβίζελ, που με το προνόμιο του αγγελικού, συμπονετικού (και συγκαλυμμένα φονταμενταλιστικού) του βλέμματος σε κερδίζει/ταυτίζει συναισθηματικά με το που εμφανίζεται. Και αυτοδικία δεν είναι μόνο όταν βγαίνεις έξω με μια χατζάρα και καθαρίζεις εμπόρους παιδιών. Είναι και όταν με τον Θεό σου (την Πολιτική Ορθότητα, την Ακύρωση, τους «δικούς σου»), βγαίνεις έξω μ’ ένα όπλο, ένα ιερό βιβλίο, ένα επιδραστικό προφίλ κι ένα πληκτρολόγιο και εξαϋλώνεις καθέναν που δεν σ’ αρέσει. Δυστυχώς η ταινία προάγει αυτή την πρακτική. Δυστυχώς είναι και απότοκο της σύγχρονης αυτής τακτικής. «Είναι φαύλος αυτός ο κόσμος», διδάσκει από την αρχή η ταινία μας. Είναι πράγματι. Και η φαυλότητα της αυτοδικίας ποτέ δεν γιάτρεψε την φαυλότητα των «ξεστρατισμένων». Με άλλα λόγια το πρόβλημα δεν είναι ότι η ταινία σε κάνει ψυχή τε και σώματι και θέλεις να ξεπαστρέψεις εμπόρους παιδιών. Είναι ότι σου περνά μονόχνωτα την στάση της ως στάση ζωής για κάθε άνωθεν χρισμένο εχθρό. Ο φανατισμός είναι από την φύση του ανήθικος.
Όλα αυτά με γράφονται με κυνική επίγνωση: Κάποιοι θα πουν ότι οι απόψεις αυτές εξυπηρετούν συμφέροντα (του Σόρος, των εμβολιαστών, της «αριστεράς και της προόδου», των ερπετοειδών εσωγήινων) και είναι αποτέλεσμα άνοιας ή εγκληματικής άγνοιας. Άλλοι θα απορήσουν ανθρωπιστικά (…) προς τι η εναντίωση σε μια ταινία που κηρύσσει την προστασία των παιδιών (του Θεού πάντα) και την πάταξη των εγκληματιών που τα εμπορεύονται ποικιλοτρόπως. Ίσως κάποιοι τρίτοι να διερωτηθούν αν νομίζω ότι σώζω τον κόσμο με την φλυαρία μου. Τίποτε απ’ όλα αυτά. Μια ταινία μπορεί να διδάσκει παραδειγματικά με τον πιο ανήθικο τρόπο τα πιο ηθικά πράγματα. Συμβαίνει και με ανθρώπους, και με εκπροσώπους θεσμών (πολιτικών, θρησκευτικών) ολάκερων, που πρεσβεύουν την έγνοια και την αγάπη για τους ανθρώπους.
Μετά αρχίζουν τα έτερα ενοχλητικά με το έργο, τα αισθητικά – αυτά που κατά βάση απασχολούν μόνο τους σινεφίλ. Ας πούμε αυτά τα έθνικ θρησκο-χορωδιακά από την αρχή που δεν σταματούν πρακτικά ποτέ να υπογραμμίζουν την δράση. Αξίωμα: Όταν βάζεις ως δημιουργός διαρκώς μουσική κάτω από την εικόνα σου – και δεν το κάνεις αντιστικτικά – δεν της έχεις εμπιστοσύνη. Ή, ακόμα χειρότερα, θέλεις να δέσεις πισθάγκωνα το συναίσθημα του θεατή σου. Δηλαδή θέλεις να τον προσηλυτίσεις με γνώμονα το θυμικό του. Αυτό δεν είναι σινεμά μυθοπλασίας.
Η ταινία είναι στο έπακρο ελκυστικά στυλιζαρισμένη. Γλυκό φως, συμμετρικά κάδρα, τέλεια φωτογραφία, ηλιοβασιλέματα γεμάτα αναμνήσεις, πεντακάθαρη εικόνα, «καθαρή βρωμιά». Δεν είναι πρέπον, ισχυρίζομαι εγώ (μάλλον φονταμενταλιστικά), να δείχνεις ωραιοποιείς την βαρβαρότητα. Το θέμα σου γυρίζει το στομάχι, όμως η εικόνα βλέπεται ευχάριστα.
Είναι ταινία πολλαπλά επίκαιρη, προϊόν της πανσπερμίας των εσωτερικών της εντάσεων, καθρέφτης της εποχής και των θεατών της. Η βαθμολογία της αντιπροσωπεύει αποκλειστικά αυτό
Ο Καβίζελ, οπωσδήποτε. Ο μοναδικός, μαζί με τον Μαξ φον Σίντοφ, ηθοποιός που ερμήνευσε τον Ιησού και έκανε καριέρα, φέρνει όλο αυτό που έκανε στα «Πάθη του Χριστού» του Μελ Γκίμπσον (ανάμεσα στους εκτελεστικούς παραγωγούς) και στην «Λεπτή Κόκκινη Γραμμή» του Μάλικ, μια εμμονική αγιότητα, μια ψυχαναγκαστική συμπόνια. Και μια καρτερία κυνηγού σε αναμονή συντριπτικής δράσης. Είναι τρομερή παρουσία ο Καβίζελ, είναι λόγος να δεις το έργο και με έναν ευνόητο τρόπο είναι αβάσταχτος εξαιτίας αυτής του της προσήλωσης στο δίκιο του. Τόσο που τρέμεις τι θα είναι το επόμενο που θα κερδίσει έτσι την εύνοια οιουδήποτε θεληματικού ανθρώπου ικανοτήτων και εξουσίας. Συντηρητικού πράκτορα ή προοδευτικού influencer.
Σε έναν άλλον κόσμο αυτή η ταινία δεν θα χρειαζόταν να υπάρχει. Γιατί η διακίνηση και εκπόρνευση παιδιών δεν θα υφίστατο ως το μεγαλύτερο έγκλημα και γιατί οι ομάδες εξόντωσης που εδώ και χρόνια υπάρχουν για χάρη πάσης φύσεως αρχών δεν θα ήταν ο κολοφώνας της βίαιης εποχής μας. (Πιο απλά: Δεν θα υπήρχε ο καπιταλιστικός κατακλυσμός του πλούτου.) Ως έχουν τα πράγματα η ταινία υπάρχει, θριαμβεύει και εκ των πραγμάτων στηρίζει λογικές που ενσαρκώνονται σε θεωρίες και πολιτικά φρονήματα, εν προκειμένω λεγόμενων συντηρητικών μερίδων. Ως άλλου τύπου συντηρητικός τις μέμφομαι και τις απεχθάνομαι. Ως συνάνθρωπος εύχομαι να βρεθούν, να αρθρωθούν και να υπερισχύσουν οι θέσεις που θα οδηγήσουν στην έκλειψη αυτών των πρακτικών. Ως κριτικός θεωρώ αδιανόητη την αποτροπή της θέασης ενός έργου. Είναι ταινία πολλαπλά επίκαιρη, είναι προϊόν της πανσπερμίας των εσωτερικών της εντάσεων, είναι καθρέφτης της εποχής και των θεατών της. Η βαθμολογία της αντιπροσωπεύει αποκλειστικά αυτό.