Νύχτα Αγωνίας

Spellbound

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

1945
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άλφρεντ Χίτσκοκ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Μπεν Χεκτ, Άνγκους Μακφέιλ
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Γκρέγκορι Πεκ, Λίο Τζ. Κάρολ, Ρόντα Φλέμινγκ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Τζορτζ Μπαρνς
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Μίκλος Ρόζα
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Summer Classics
    Νύχτα Αγωνίας

Μια ψυχοθεραπεύτρια ερωτεύεται τον νέο της διευθυντή για να διαπιστώσει όμως ότι όχι μόνο αυτός δεν είναι ο διευθυντής, αλλά και ένα έγκλημα κρύβεται πίσω από την, μόλις θαμμένη, αμνησία του. Ο Χίτσκοκ ακολουθεί την μόδα ψυχαναλυτικών ταινιών του ‘40 και, ως μοναδική περίπτωση auteur που υπήρξε, την ανελκύει τόσο σε καλό κινηματογράφο όσο και σε κεφάλαιο μιας φιλμογραφίας σε διαρκή αυτοανάλυση.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Η χολιγουντιανή δεκαετία του ’40, ίσως και ως φόρος τιμής στην τεράστια κληρονομιά του Ζίγκμουντ Φρόιντ που είχε πεθάνει το 1939, παρήγαγε δεκάδες ταινίες, κυρίως στο δράμα, το μελόδραμα και το νουάρ, που απηχούσαν αναγνώσεις της Ψυχαναλυτικής Θεωρίας και διερευνούσαν πτυχές της, οι οποίες έχουν τροφοδοτήσει το σινεμά έκτοτε.

Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, το απόλυτο παράδειγμα σκηνοθέτη υπογραφής και η πιο εύκολη κινηματογραφική περίπτωση αναγνώρισης επαναλαμβανόμενων μοτίβων κατά μήκος της φιλμογραφίας του, επιχείρησε κάμποσες ιστορίες διερεύνησης ψυχικής αστάθειας, με γνωστότερα παραδείγματα βέβαια το «Ψυχώ», τον «Δεσμώτη του Ιλίγγου» και την «Μάρνι». Κάποιος θα έλεγε ότι σχεδόν όλες οι ταινίες του Άγγλου δεν είναι παρά αμφίδρομες (και στους ήρωες και στους σινε-θεατές τους) ασκήσεις επί χάρτου στο ζήτημα. Η «Νύχτα Αγωνίας» δεν είναι η πρώτη του (αυτή είναι μάλλον η «Ρεβέκκα» του 1940) και δεν είναι ασφαλώς και η καλύτερη (με τέτοιους τίτλους να έπονται) στο Έργο του. Είναι όμως η χαρακτηριστικότερη της μόδας του ’40, είναι αυτή που παντρεύει καλύτερα την θεματική με ένα κλασικό ρομάντζο της εποχής, είναι κοντύτερα στο τότε μελόδραμα (αν και στον Χίτσκοκ δεν άρεσε διόλου αυτό) και έχει βέβαια και ένα ζευγάρι να πρωτοστατεί που συνιστά ένδοξη φωτογραφία εκείνων των κινηματογραφικών χρόνων.

...κινηματογράφος άρτιος που ξεπερνά το τιποτένιο εμπόδιο της μόδας για να καταφθάσει με άνεση και γοητεία στο κλασικό

Κάπου εδώ, είναι η αλήθεια, ξεκινά ένα κείμενο με αφορμή τη «Νύχτα Αγωνίας». Θα μιλούσε για το πώς μια ταινία 80 πλέον ετών, όπως ένα βιβλίο 100, 200, 300, ετών (και βάλε), ένας πίνακας της Αναγέννησης (ή του Κυβισμού), μια λόγια μουσική περασμένων αιώνων (ή απλά μια ποπ του 1980 – αλλά από…ανθρώπους) και γενικά ενός έργου τέχνης της εποχής του, απαιτεί προσπάθεια εκ μέρους του θεατή/ακροατή του. Η ροπή για σινεμά μπορεί να είναι εκ γενετής ευχαρίστηση, η σινεφιλία όμως είναι επίκτητη απόλαυση. Καθώς το βλέμμα «μολύνεται» από…περιεχόμενο της εποχής του, οι μοντέρνοι κώδικες χρονίζουν αυτόματα τους προγενέστερους. Απαιτείται άσκηση, οπότε και κόπος, από τον Άλλον Θεατή, ώστε με γνώση, κατανόηση και προσπάθεια να ταξιδέψει στον Χρόνο και να αντιληφθεί τις συνθήκες που γεννούν ένα παλιότερο έργο, τις συνήθειες και τις έξεις που αυτό είχε να αντιμετωπίσει και την θέση του βέβαια ανάμεσα στις σύγχρονές του. Απαιτεί δηλαδή κριτική ενάργεια που οδηγεί σε εντελώς αντίθετες κατευθύνσεις από τα στερεότυπα περί των κριτικών: Ζητά να βρεις τον τρόπο να εκτιμήσεις μια ταινία - και να σου αρέσει.  

Θα πει κανείς «είμαι υποχρεωμένος να ιδρώνω για να ευχαριστηθώ μια ταινία;». Αναλόγως της στάσης του καθενός προς την έννοια της ευχαρίστησης. Άλλοι την θέλουν αβίαστη και εύπεπτη. Θέλουν η ταινία «να τους ταιριάζει», να είναι αναγνωρίσιμη. Πράγματα εύλογα δηλαδή, αλλά ασυνεπή με την σινεφιλία και τις ανάγκες της. Άλλοι, ωστόσο, βρίσκουν ηδονή και στον δρόμο προς την επίτευξη, στο σκάψιμο της εικόνας που παρακολουθούν, στην (όποια) διεύρυνση έρχεται καθώς προσπαθείς να εννοήσεις κάτι που δεν σου ταιριάζει αυτοματικά. Με τον τρόπο αυτό κάνουν προοδευτικά κτήμα τους το έργο και στο μέλλον αυτό και τα ομόλογά του μεταμορφώνονται σε «ταινίες που τους ταιριάζουν».

Δεν θα γράψω λοιπόν αυτό το κείμενο, θα χρησιμοποιήσω όμως το παραπάνω για να επισημάνω ότι αν κάποιος προσέλθει με μάτια, όρεξη και αντοχές 2025, θα χάσει τον χρόνο του εδώ. Η «Νύχτα Αγωνίας» δεν θα έχει μισή πηγή ευφορίας γι’ αυτόν. Οι ηθοποιοί παίζουν αλλιώς, η χρήση της μουσικής είναι κατά τον τρόπο του ’40, ο διάλογος αρκετός και με την μανιέρα των χρόνων εκείνων. (Αλλά για φανταστείτε τι θα χάνει (;) ο θεατής του 2090 που θα θεωρεί την πρώτη σκηνή του «The Social Network» ασήμαντη… .)

Οι Άλλοι Θεατές πάντως θα απολαύσουν παίξιμο και εκφορά ηθοποιών, θα απολαύσουν διαλόγους (ατόφιου Μπεν Χεκτ επαγγελματισμού), twist που δίδαξε «λεκτικά ολισθήματα» στους επόμενους, ακόμα και φυλετικές αποτυπώσεις ιδιαίτερα σύγχρονες. Θα απολαύσουν μετρημένη και λειτουργική συνύπαρξη σινεμά και φαντασίας Σαλβαδόρ Νταλί (που στοιχειώνει μια σεκάνς ονείρου). Θα διαπιστώσουν, έστω και με κάποια πλατειάσματα, τι θα πει ισορροπημένη, δομημένη αφήγηση. Όσο για τους λάτρεις του Χίτσκοκ; Αυτοί θα σκοντάψουν για ακόμα μια φορά στον μαγικό τρόπο, μοιάζει υποσυνείδητος αλλά δεν μας ξεγελά, που ο άνθρωπος έφτιαχνε μια σκηνή, μια πλοκή, μια «ασήμαντη» λεπτομέρεια, τα οποία αργότερα θα ξαναβρεί κανείς αρτιμελή και αποτελεσματικά στις ανώτερες στιγμές του.

Τούτη δεν είναι η καλύτερή του. Δεν είναι καν η κορυφαία στιγμή του ψυχαναλυτικού σινεμά του ’40 – αυτή ίσως είναι το λησμονημένο «The Locket» του Τζον Μπραμ από την επόμενη χρονιά. Είναι όμως κινηματογράφος άρτιος που ξεπερνά το τιποτένιο εμπόδιο της μόδας για να καταφθάσει με άνεση και γοητεία στο κλασικό.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Νύχτα Αγωνίας
  • Νύχτα Αγωνίας