Αυτά που δεν Λέγονται
Stories not to be Told

Δυο χρόνια μετά το «Οι Γείτονες από Πάνω», ο Σεσκ Γκάι επιστρέφει και πάλι, αυτή τη φορά με ένα σπονδυλωτό φιλμ για όλες τις μικρές και μεγάλες «αμαρτίες» των ανθρώπινων σχέσεων.
Ο Σεσκ Γκάι, ο Ισπανός «Γούντι Άλεν» όπως τον χαρακτηρίζουν πολλοί (λόγω των σχεσιακών θεματικών στις ταινίες του, που ομοιάζουν πολύ με τις αντίστοιχες στα φιλμ, ιδιαίτερα των τελευταίων δεκαετιών, του σπουδαίου Αμερικανού δημιουργού), καταπιάνεται για μια ακόμη φορά στο «Αυτά Που Δεν Λέγονται» με τα άλλοτε σοβαρότερα και άλλοτε λιγότερο σοβαρά ψέματα που καθιστούν οικουμενικά τις σχέσεις αυτό που είναι (δηλαδή ανθρώπινες), με μια όμως εμφανή κόπωση σε επίπεδο σεναρίου που δεν αφήνει τούτη εδώ την ταινία να αποτελέσει μια ειλικρινά απελευθερωτική, «εξομολογητική», κινηματογραφική εμπειρία.
Πέντε διαφορετικές ιστορίες, πέντε καταστασιακές συνθήκες καθημερινής ζωής. Στην πρώτη ιστορία, ένα τρίτο πρόσωπο θα φέρει τα πάνω κάτω στην σχέση ενός ζευγαριού. Στην δεύτερη, ένας πρόσφατα χωρισμένος άνδρας θα γνωρίσει τις χαρές της εργένικης ζωής. Στην τρίτη, τρεις γυναίκες θα αποδείξουν ότι τα φιλικά ψέματα είναι το αλατοπίπερο (;) της ζωής. Στην τέταρτη, ένας καθηγητής θα πρέπει μάλλον να συμβιβαστεί με την ηλικία του, ενώ στην πέμπτη και τελευταία ιστορία, ένα ζευγάρι θα συνειδητοποιήσει πως μάλλον κάποια πράγματα, είναι όντως προτιμότερο να μη λέγονται.
Ανάλαφρη ταινία άμεσα συνυφασμένη με το ελληνικό καλοκαίρι των θερινών κινηματογράφων, που όμως δεν μοιάζει ικανή να προσφέρει κάτι περισσότερο πέρα από μια, κάπως, επιδερμική ματιά στην πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Αν βέβαια κάτι λειτουργεί υπέρ της ταινίας και του δημιουργού της, είναι το γεγονός πως καμία από τις επιμέρους ιστορίες δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά, με τον Γκάι και τον συν- σεναριογράφο του Τομά Αραγκάι, να μην αποσκοπούν στο να τις καταστήσουν βαρύγδουπες και υπέρ του δέοντος δραματικές, αλλά να «χρωματίσουν» την σχεσιακή καθημερινότητα με τόνους πιο εύθυμους και χιουμοριστικούς.
Εντούτοις, ως βασικό πρόβλημα παραμένει το γεγονός πως καμία από τις ιστορίες δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει για το περιεχόμενό της, ίσως με μικρή εξαίρεση αυτήν με την σέξι περιπέτεια του εργένη και λιγότερο την ιστορία με τις τρεις φιλενάδες, η οποία επικεντρώνεται στο κομμάτι της φιλίας και των αναπόφευκτων μικρό-ψεμάτων (κάποιες φορές ακόμα και με βιτριολική εσάνς), που όλοι μας έχουμε, λίγο πολύ, βιώσει στις μεταξύ μας φιλικές σχέσεις.
Κατά τα άλλα οι περισσότερες ιστορίες περιστρέφονται γύρω από γνώριμα μοτίβα, όπως αυτό της απιστίας, της κρίσης μέσης ηλικίας, του ανεξερεύνητου πόθου και του αναπόφευκτου τέλους μιας σχέσης, δοσμένα όμως δίχως εκπλήξεις, με μια μετριοπάθεια που εκτείνεται και στην σκηνοθεσία του Γκάι, ο οποίος μοιάζει πιο διεκπεραιωτικός από ποτέ, ενδεχομένως λόγω αδυναμίας να κουμαντάρει επαρκώς το πολυπληθές καστ, που σίγουρα θα απαιτούσε διαφορετικές «ταχύτητες» ανάλογα με την εκάστοτε ιστορία.
Η παρουσία σημαντικών και αναγνωρίσιμων (και για τα δικά μας τα εγχώρια) ηθοποιών όπως η Μαριμπέλ Βερντού, ο μόνιμος «θαμώνας» των ελληνικών αιθουσών το καλοκαίρι, Χαβιέ Καμάρα, αλλά και ο Χοσέ Κορονάντο, σίγουρα θα λειτουργήσουν ως μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για το κοινό να προσέλθει στα θερινά, αν όμως το κοινό «πάρει» αυτό που θέλει, μένει να το δούμε.
Αν δεν είσαι υποψιασμένος για το τι θα πας να δεις, το «Αυτά Που Δεν Λέγονται» θα σε αφήσει με μια αίσθηση ανικανοποίητου, όπως δηλαδή και όσους ξέρουν τι να περιμένουν, με την διαφορά ότι η αυτή η μερίδα των θεατών κρατάει εξαρχής τις προσδοκίες της χαμηλότερα. Για ένα ανέμελο βράδυ, συνοδεία κρύας μπύρας η ταινία είναι καλή, αλλά μέχρι εκεί.