Τα Τέρματα του Αυγούστου
Στην καρδιά της νότιας Πίνδου, ένα ετήσιο τουρνουά ποδοσφαίρου μεταξύ γειτονικών χωριών στήνεται από τον πληθυσμό. Και ο σταθερά σημαντικός Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος είναι εκεί να κινηματογραφήσει τους αγώνες του ποδοσφαίρου και τους ρυθμούς μιας ζωής που φθίνει και ανθίζει ταυτόχρονα, αναλόγως από πού την κοιτάς.
Υπάρχουν ντοκιμαντέρ που κάνουν πολιτική εμπλεκόμενα ανοιχτά στα δρώμενα που κινηματογραφούν. Άλλα, πιο «παθητικοεπιθετικά», καμουφλάρουν την σαφήνεια της θέσης τους «διαλέγοντας» τις εικόνες τους. Κάποια τρίτα διαλέγουν την «ποιητικότητα», άλλα τον «ρεαλισμό». Σπάνια όμως πια βλέπεις ντοκιμαντέρ που δεν υποφέρουν να επιδείξουν άποψη, που δεν σφίγγονται να πάρουν (συνήθως εύλογη) θέση, που δεν είναι κραυγαλέα στον τρόπο που επιτάσσουν την προσοχή, τις βραβεύσεις και τις τιμές.
Υπό αυτή την έννοια, όσο πιο εθισμένος είναι κανείς στον σύγχρονο ντοκιμαντέρ (οι πλατφόρμες υποφέρουν με δαύτο), όσο μεγαλύτερη ανάγκη έχει για θέση συγκριμένη και ιντριγκαδόρικη (και δέουσα), ώστε να μπορεί και να την αναπαράγει ευκολότερα, η δουλειά του Κουτσιαμπασάκου δεν θα προκαλέσει τον παραμικρό κυματισμό ενδιαφέροντος. Αυτός όμως είναι ο (σπανιότατος) χαρακτήρας του εκλεκτού δημιουργού. Είναι ήπιος, είναι χιουμορίστας, είναι παρατηρητικός, είναι οξυδερκής, είναι και εντυπωσιακά (για τόσο σεμνό κινηματογραφιστή) σίγουρος για το σενάριο και την ματιά του. Για να τα καταφέρει αυτά έχει ενστερνιστεί μια αντίληψη του χρόνου βαθιά φιλοσοφική, κατά την οποία τα συμβαίνοντα είναι τόσο αποτέλεσμα της στιγμής τους όσο και κυματοειδώς επανερχόμενες καταστάσεις. Κατά τον τρόπο αυτό τα πλάνα, οι επιλογές και ο ρυθμός της ταινίας δεν είναι ποτέ μόνο περιγραφικά. Είναι και σπουδαίοι – αλλά όχι σπουδαιοφανείς – μικροί στοχασμοί Ιστορίας, συμπεριφοράς, συναισθημάτων και εν τέλει νοοτροπίας. Κι όταν βλέποντας ένα «ντοκιμαντέρ για μπάλα», καταλήγεις να σκέπτεσαι, άλλοτε νοσταλγικά, άλλοτε κριτικά, πάνω στην ιστορία του τόπου σου και στον χάρτη της ανθρωπογεωγραφίας του, θαυμάζεις την κατασκευή.
Μπορεί και να φταίει η μνήμη της καταγωγής, μπορεί και να ευθύνεται η «συγγένεια» της ματιάς. Από την άλλη, ωστόσο, δεν ξέρω κατά πόσον καλοπροαίρετα κανείς μπορεί να μείνει ασυγκίνητος στην αντιπαραβολή μιας κοντινής/μακρινής, Ελλάδας της υπαίθρου με την μητροπολιτική ζωή μας. Ασυγκίνητος όχι μόνο στις έκδηλες στιγμές – των ανθρώπων που ονειρεύτηκαν κι επέστρεψαν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, των εθίμων, της συλλογικότητας, της αμεσότητας που διασφαλίζει η βασική περιθωριοποίηση των οθονών (που εκεί ακόμα ηττώνται από την θεσπέσια Φύση), της χαράς και του πένθους (στην αξέχαστη εικόνα του υπερεκατονταετούς Κυρ- Γιώργη που έχασε τη γυναίκα του μετά από 80 χρόνια – «η αγάπη είναι αγάπη», λέει θυμόσοφα, «εδώ ραγίζομαι»), των μαγειρεμάτων, των χορών, του δημοτικού τραγουδιού που σε 1-2 στιγμές σε χορδίζει και μένεις έκπληκτος, των πηγών που ακόμα τρέχουν τα νερά της Πίνδου. Περισσότερο, και πιο κινηματογραφικά ίσως, στην τονική αποτύπωση του Κουτσιαμπασάκου. Ο οποίος έχει αυτή την ζηλευτή ηρεμία να αποτυπώνει ευγενικά είτε μια στιγμή τσακωμού στη μπάλα (αλήθεια, άραγε, μόνο οι Έλληνες μπορούμε να σκοτωνόμαστε έτσι με το παραμικρό;), ένα περί εκκλησιαστικής ολονυχτίας κουτσομπολιό, ή και μια σφαγή ατυχούς αιγός.
«Τα Τέρματα του Αυγούστου», δεν είναι μόνο ποδοσφαιρικά αλλά είναι σήματα τέλους για μια παράδοση που αν δεν την ένοιωσες ποτέ είναι ίσως φυσικό να μην σου λέει και κάτι
Δεν είναι όμως πρωτευουσιάνικη η ευγένεια αυτή, δεν είναι κοινότοπο τακτ. Είναι μια σκηνοθετική στάση κοινωνικού ρεαλισμού και αγάπης στον άνθρωπο, τα οποία ο σκηνοθέτης έχει επανειλημμένα τεκμηριώσει στο έργο του και είναι ακράδαντα σημεία του auteurισμού του. Μέσω αυτών των στοιχείων χαρακτήρα, υποδαυλίζεται ένας τόνος επίγειος και ποιητικός μαζί, πραγματιστικός και ανυψούμενος. Υπάρχει μελαγχολία δίχως θλίψη, υπάρχει συμμετοχή χωρίς εμπλοκή (εντάξει, πλην του ότι «οι Δημήτρηδες είναι οι καλύτεροι φίλοι – και σκηνοθέτες!»). Είναι λες και ο Κουτσιαμπασάκος θέλει να είναι αόρατος ώστε να μην επηρεάσει, όπως λέει η επιστήμη, εκείνο που κινηματογραφεί. Δεν είναι φυσικά εφικτό, αλλά στο υπόλοιπο της αφαίρεσης δεν μπορείς να μην κρατήσεις μια αίσθηση ότι αυτό που είδες συμβαίνει ουσιαστικά έτσι, ακόμα κι όταν δεν καταγράφεται με μια κάμερα στο χέρι.
Στο τέλος, η καλύτερη ομάδα θα έχει πάρει άδοξα το τρόπαιό της (γνωστό, στη χώρα μας απ’ άκρη σ’ άκρη δεν τα πάμε καλά με την ήττα – κι αυτό τις πολλαπλασιάζει αλλά δεν το μάθαμε ακόμα), ο κυρ-Γιώργης κατηφορίζει αυτάρκης το μονοπάτι προς το κοιμητήριο του χωριού, το νεαρό κορίτσι τραγουδά αστράφτοντας εφηβεία για την Κοντούλα Λεμονιά, η Πίνδος χιονίζεται ερημώνοντας το δεκαπενταυγουστιάτικα ολοζώντανο χωριό, κάτι κεφτεδάκια ετοιμάζονται. Η ζωή στην σκιά μιας ουδέτερης Φύσης εξελίσσεται με ήρεμη αγριάδα και εκκωφαντική ησυχία (προτού αλέκτωρ τραντάξει τα ηχεία νομίζοντας ότι κάτι έγινε που λάλησε) και το τελικό μοντάζ των φωτογραφιών του παρελθόντος, μελαγχολικά αλλά όχι θλιμμένα είπαμε, θα θωρήσει το ανθρώπινο αποτύπωμα, τις τρέχουσες ιστορίες, την αδιάλειπτη γραμμή του αίματος - έστω για την ώρα. Ο τόπος επιβάλλει στην σκηνοθεσία τον δικό του τόνο, κι όταν οι άνθρωποι φύγουμε απ’ αυτόν θα λησμονήσουμε πώς υπήρξαμε. Κάπως έτσι, κι ενώ δεν ψέλλισαν ποτέ τις λέξεις, «Τα Τέρματα του Αυγούστου», δεν είναι μόνο ποδοσφαιρικά αλλά είναι σήματα τέλους για μια παράδοση που αν δεν την ένοιωσες ποτέ είναι ίσως φυσικό να μην σου λέει και κάτι.







