Teen Spirit

Η Ελ Φάνινγκ υποδύεται μια 17χρονη που διεκδικεί μέσω ενός μουσικού talent show το όνειρο να γίνει το επόμενο αστέρι της ποπ. Τίμια ως ένα βαθμό αλλά εν τέλει ημιτελής προσπάθεια να ξεφύγει από τα τετριμμένα η αρχετυπική ιστορία με το αουτσάιντερ που κυνηγά το άστρο του.
Η Βάιολετ Βαλένσκι (Ελ Φάνινγκ) έχει πάθος με το τραγούδι και ονειρεύεται να γίνει σταρ της ποπ, με την ελπίδα να αφήσει πίσω το το νησί Γουάιτ της Αγγλίας και τα οικογενειακά προβλήματα. Η καλλίφωνη έφηβη με καταγωγή από την Πολωνία βρίσκει στο πρόσωπο ενός ξεπεσμένου τραγουδιστή της όπερας (Ζλάτκο Μπούριτς) τον ανορθόδοξο μέντορα που δεν είχε ιδέα ότι χρειάζεται, καθώς ετοιμάζεται να λάβει μέρος σε ένα από τα δημοφιλέστερα μουσικά talent show του πλανήτη.
Ο 33χρονος ηθοποιός Μαξ Μινγκέλα («Social Network») δοκιμάζει τις δυνάμεις του πίσω από την κάμερα (με την πρόκληση εδώ να αφορά και στο σενάριο), με την Ελ Φάνινγκ του «Neon Demon» να ενσαρκώνει στο «Teen Spirit» μια νέα εκδοχή της - ας είμαστε ειλικρινείς - τετριμμένης ιστορίας του ταλαντούχου αουτσάιντερ που κυνηγά το άστρο του. Άλλωστε το premise της ταινίας δεν υπόσχεται εκπλήξεις, όπως επίσης δύσκολα μπορεί να αιφνιδιάσει κανέναν το κλασικά ασύμβατο πρωταγωνιστικό σχήμα όπου πλάι στο άγουρο ταλέντο βρίσκουμε έναν ξεπεσμένο μέντορα που γυρεύει εξιλέωση (ο κος Μιγιάγκι του «Καράτε Κιντ» και ο Γούντι Χάρελσον στους «Αγώνες Πείνας» δυο πολύ πρόχειρα παραδείγματα). Κόντρα στην κοινοτοπία της ιστορίας του ωστόσο, ο Μινγκέλα κάνει μία τίμια προσπάθεια να πει κάτι πέρα από το γνώριμο αφήγημα της πίστης στον ταλαντούχο εαυτό μας. Και τελικά κάτι λέει, μόνο που το αποτέλεσμα μένει λίγο στη μέση.
μια ταινία με τόσα τραγούδια και δε μένει ούτε ένα να πάρει κανείς μαζί του στο τέλος
Για αρχή, πρέπει να πούμε πως η 21χρονη Φάνινγκ βρίσκεται στο στοιχείο της, καταφέρνοντας μέσα από το εύθραυστο φιζίκ της να «πουλήσει» στο κοινό πως είναι ό,τι πρέπει για να ενσαρκώσει τη δεύτερης γενιάς μετανάστρια πιτσιρίκα που γυρεύει το «χρυσό» εισιτήριο. Έπειτα, είναι η αισθητική ευελιξία που διακρίνει τη φωτογραφία της Ότομν Ντιράλντ-Άρκαπο η οποία δίνει στον Μινγκέλα τη δυνατότητα να μεταβάλλει το ύφος της ταινίας του κατά το δοκούν, κινούμενος με άνεση από πλάνα βιντεοκλιπίστικης επιτήδευσης (βλ. τις σκηνές της οντισιόν που θυμίζουν διαφημίσεις κορυφαίας εταιρείας αθλητικών ειδών) σε σκιερές λήψεις της βρετανικής ύπαιθρου όπου επικρατεί η υγρασία και έπειτα πάλι πίσω στη γεμάτη νέον φώτα σκηνή του σόου. Το εκφραστικό εύρος που επιδιώκει ο σκηνοθέτης του «Teen Spirit» δείχνει από μεριάς του μια καταρχήν ικανή αντίληψη του background της ηρωίδας του, στην αφηγηματική ανάπτυξη του οποίου συνδράμει σημαντικά η Ανιέσκα Γκροχόφσκα παίζοντας τη Μαρία, τη μητέρα της Βάιολετ.
Το στοιχείο του «ξένου» παίζει και στη σχέση μάνας-κόρης (όπου συχνά ακούμε να μιλάνε πολωνικά) αλλά και σε αυτό του βαλκάνιου μέντορα Βλαντ, προσφέροντας στην όλη ιστορία και στους ήρωες μια επιπλέον «στρώση». Όμως στο δια ταύτα, το «Teen Spirit» προχωρά τελικά σε γνώριμα και όχι ιδιαίτερα συναρπαστικά νερά, εκεί όπου η Βάιολετ μαζί με το ξεδίπλωμα του ταλέντου της και τις προκρίσεις στο διαγωνισμό θα βρεθεί απέναντι σε μερικά κλασικά ηθικά διλήμματα (π.χ. να δεχτεί το συμβόλαιο που της εξασφαλίζει παρασκηνιακά η μάνατζερ Ρεμπέκα Χολ και να παρατήσει τον Βλαντ;) και ένα ρομαντικό μπλέξιμο με τον περσινό νικητή του διαγωνισμού, κοινώς μπελάδες που έρχονται σαν υπενθύμιση της δυσκολίας και των απαιτήσεων του δρόμου που έχει επιλέξει.
Ακόμα κι έτσι πάντως θα περιμέναμε τουλάχιστον από την πρωταγωνιστική παρουσία της μουσικής (στην οποία συμμετέχουν οι Αριάνα Γκράντε και Κέιτι Πέρι) να δώσει στο φιλμ του Μινγκέλα μια κάποια ψυχαγωγική φόρα. Όμως όταν σε μια ταινία με τόσα τραγούδια δε μένει ούτε ένα να πάρει κανείς μαζί του στο τέλος, έστω και σαν ρυθμός που κολλάει στο μυαλό, ε τότε μοιάζει δύσκολο να αρκεστούμε στις όποιες καλές προθέσεις και ημιτελείς ιδέες.