O Eρασιτέχνης
The Amateur

Η επιθυμία του Ράμι Μάλεκ να αποκτήσει τον δικό του «Bourne» γεννά ικανοποιητική απόπειρα επαναφοράς ενός ενήλικου σινεμά είδους που έχει εξοριστεί στην τηλεόραση.
Μπορεί ο Ράμι Μάλεκ να πήρε Όσκαρ για το «Bohemian Rhapsody», ωστόσο η μετα-οσκαρική του πορεία δεν συνοδεύτηκε από την εξέλιξή του σε σταρ. Αστόχησε ερμηνευτικά στο πλευρό του Ντένζελ Ουάσινγκτον στο σκεπτόμενο θρίλερ «The Little Things», είχε και τη μεγάλη του σκηνή στον «Οπενχάιμερ» του Νόλαν, αν και ο Βρετανός δημιουργός μοίρασε δημοκρατικά από μια τέτοια σε όλους τους δευτεραγωνιστές. Αυτά τα ολίγα και φοβόμαστε ότι αρκετοί αυτή τη στιγμή προσπαθείτε να ανακαλέσετε τον Μάλεκ μέσα στο πλαίσιο εκείνων των ταινιών και δυσκολεύεστε.
Τώρα, από τη θέση του παραγωγού και του πρωταγωνιστή, ο Μάλεκ επιχειρεί να χτίσει πρωταγωνιστική καριέρα με το κατασκοπικό θρίλερ «The Amateur». Υποδύεται έναν προγραμματιστή και αναλυτή δεδομένων της CIA – επικαλούμενος, ασφαλώς, την τεχνολογική ιδιοφυία του «Mr. Robot», καθώς έτσι τον έμαθε το κοινό- που αναγκάζεται να βγει στο πεδίο και να κινηθεί εκτός υπηρεσιακής γραμμής, για να εκδικηθεί τους τρομοκράτες που σκότωσαν τη σύζυγό του. Η δράση μοιράζεται ανάμεσα στον προσωπικό του αγώνα και στην ενδοϋπηρεσιακή ίντριγκα, παραπέμποντας εμφανώς στη σύγχρονη κινηματογραφική εκδοχή του «Bourne» του Ρόμπερτ Λάντλαμ - το ίδιο το σενάριο, άλλωστε, εκσυγχρονίζει ένα βιβλίο του Ρόμπερτ Λίντελ, που είχε μεταφερθεί ξανά στο σινεμά με τον Τζον Σάβατζ σε μια καναδική παραγωγή που αγνοούσαμε.
Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια σχεδόν υπερφυσική μηχανή θανάτου, αλλά με έναν πολυμήχανο «ερασιτέχνη» που μπορρεί να χρησιμοποιήσει μόνο το μυαλό του για να αποσπάσει τις απαραίτητες πληροφορίες, να τιμωρήσει τους φταίχτες και να διαφύγει από τους εκπροσώπους της κακής CIA, που θέλουν να συγκαλύψουν τα ίχνη τους από εκείνους της καλής CIA. Παράλληλα, διατηρεί μια στάση αμφιθυμίας προς την εκδικητική του πορεία, που κορυφώνεται σε μια συνάντηση με έναν από τους κορυφαίους πλην αφανείς δευτεραγωνιστές της σύγχρονης υποκριτικής. SPOILER ALERT: Υπάρχουν δέκα τρόποι για να παίξει τη σκηνή τζεϊμσποντικού κακού, που έχει στο έργο ο καλός μας Μάικλ Στούλμπαργκ, κι εκείνος επιλέγει έναν ενδέκατο, πιο νηφάλιο, πιο αποτελεσματικό και πιο ευεργετικό για το φιλμ, καθώς στέκεται αρκετός για να αντισταθμίσει τον αφόρητα επεξηγηματικό διδακτισμό του γραψίματος.
Τα ουδέτερα χρώματα, τα έγχορδα του Φόλκερ Μπέρτελμαν κι ο σοβαρός τόνος ίσως να συγκρούονται ενίοτε με τον ελαφρώς camp τρόπο εκδήλωσης της εκδικητικής εμμονής του χαρακτήρα. O σκηνοθέτης Τζέιμς Χόουζ εκτελεί με επαγγελματισμό την ανάθεση, απλώς εδώ το υλικό του δεν έχει τη σπιρτάδα, την περιπλοκότητα, τις ανατροπές και τις καταλυτικές δόσεις ελαφρότητας του «Slow Horses», ώστε να πετύχει ανάλογα κινηματογραφικά αποτελέσματα. Μολαταύτα, για τους φίλους ενός ενήλικου σινεμά είδους μεσαίου προϋπολογισμού, που τα στούντιο έχουν εξορίσει στην τηλεόραση – σαν το προαναφερθέν «Slow Horses», καλή ώρα- ο «Ερασιτέχνης» θα αποτελέσει μια μικρή παρηγοριά, με την ελπίδα να πετύχει, να ενισχύσει τη σχετική παραγωγή και να (επανα)φέρει περισσότερες και καλύτερες ταινίες ανάλογης ιδιοσυγκρασίας. Κι αυτό ίσως είναι σημαντικότερο από τη θεμελίωση star status για τον (ικανό) πρωταγωνιστή του.