Τhe Equalizer 3: To Τελευταίο Κεφάλαιο
Τhe Equalizer 3
Ο βετεράνος πλέον Ρόμπερτ ΜακΚόλ επιστρέφει για το τελευταίο κεφάλαιο της action τριλογίας, αυτή τη φορά για να τα βάλει με την ιταλική μαφία που απειλεί να ταράξει τις ήσυχες μέρες της συνταξιοδότησής του.
Πέντε χρόνια μετά την δεύτερη ταινία ενός franchise που κανείς δεν περίμενε ότι θα καταλήξει σε franchise, ο Αντουάν Φουκουά επιστρέφει για μια τελευταία φορά (;) μαζί με τον Ντένζελ Γουάσινγκτον στον ρόλο του πρώην πεζοναύτη και αξιωματικού της Υπηρεσίας Πληροφοριών, Ρόμπερτ ΜακΚόλ, ο οποίος έρχεται για μια ακόμη φορά και είναι εξαιρετικά τσαντισμένος.
Ακολουθώντας το γνωστό premise των εν λόγω ταινιών, η τρίτη προσθήκη στο σύμπαν του Equalizer βρίσκεται σαφώς ένα σκαλοπάτι πάνω από την δεύτερη, από άποψη σασπένς και gore, το οποίο εδώ υπάρχει σε έξτρα ποσότητες, ιδιαίτερα στην εναρκτήρια σεκάνς που δεν στερείται ευφάνταστων τρόπων δολοφονίας ενός ή και πολλαπλών μισθοφόρων. Αν κάποιος ξέρει τι πάει να δει, θα περάσει καλά.
Μετά και την τελευταία του δουλειά ο Ρόμπερτ ΜακΚόλ (Γουάσινγκτον) καταλήγει σοβαρά τραυματισμένος, στα όρια του θανάτου. Τελευταία στιγμή σώζεται από έναν αστυνομικό και έναν γιατρό, σε μια ήρεμη και ειδυλλιακή πόλη της νότιας Ιταλίας. Εκεί ο ΜακΚόλ θα βρει το ιδανικό μέρος προκειμένου να αποσυρθεί και να ζήσει μια ήσυχη ζωή, όμως τα σχέδιά του θα ανατραπούν από την δράση της Καμόρα, μιας από τις ισχυρότερες εγκληματικές οργανώσεις της Ιταλίας. Τώρα ο ΜακΚόλ θα πρέπει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του προκειμένου να «απελευθερώσει» τη πόλη από τα δεσμά των κακοποιών.
Περιορισμένος σε δράσεις των απολύτως απαραίτητων, ο Ντένζελ Γουάσινγκτον ίσως και να έχει μεγαλώσει λιγάκι παραπάνω για τον ρόλο του ΜακΚόλ, όμως «εμπρός στον δρόμο που χάραξε ο Λίαμ Νίσον» υποθέτουμε, οπότε για ακόμη μια φορά τα καταφέρνει καλά, χωρίς όμως να προσδίδει τίποτα καινούργιο σε έναν χαρακτήρα που έχουμε ξαναδεί. Ο Γουάσινγκτον παραμένει ένας καλός ηθοποιός, όμως ταυτόχρονα μοιάζει να «εγκλωβίζεται» στο καλούπι του action hero πρωταγωνιστή, γεγονός που δεν τον διαφοροποιεί σε τίποτα (τόσο τον ίδιο, όσο και την ταινία) από άλλα αντίστοιχα, κινηματογραφικά παραδείγματα.
Σε επίπεδο σεναρίου, η συμβολή των τριών σεναριογράφων (ποτέ δεν αποτελεί μια καλή ένδειξη αυτό), είναι τυπική και αρκετά στερεοτυπική για το είδος, με τους βασικούς, κακούς, Ιταλούς μαφιόζους και δημιουργούν το αναμενόμενο μπάχαλο και τον Αμερικανό να τους βάζει στη θέση τους. Η απόπειρα για το στήσιμο ενός πιο προσωπικού κόσμου του ΜακΚόλ, τον οποίο και θέλει διακαώς να προστατεύσει, δεν λειτουργεί πάντα, με την σκηνοθετική ματιά της πόλης να παραπέμπει περισσότερο σε ένα σινεματικό ιδεώδες, παρά σε μια ρεαλιστική απεικόνιση. Υπάρχουν στιγμές, παρόλα αυτά, που αντιλαμβάνεσαι την ανάγκη του κεντρικού ήρωα για απόσυρση από αυτή την ζωή και αναγνωρίζεις την λύσσα του για λίγη ησυχία – επιτέλους -, οπότε δεν αργείς να διαλέξεις «στρατόπεδο», ιδιαίτερα από την στιγμή που η μαφία απαρτίζεται από τόσο αδιανόητα κλισέ χαρακτήρες.
Ανεξάρτητα από την βασική πλοκή, επιχειρείται και το χτίσιμο μιας δεύτερης πλοκής, εκεί που καλείται και η Ντακότα Φάνινγκ για ένα μικρό, συνολικά, πέρασμα από την ταινία, αλλά και εδώ πρόκειται περισσότερο για μια υπό-πλοκή που θέλει να ενισχύσει την παρουσία του ΜακΚόλ και τις αποφάσεις του για την μετέπειτα ζωή του. Ο ρόλος της Φάνινγκ φαίνεται να είναι οριακά γραμμένος στο πόδι και η ίδια δίνει την αίσθηση πως παίζει απλά και μόνο για το χαρτζιλίκι της.
Το νέο φιλμ του Αντουάν Φουκουά είναι μια old school περιπέτεια, που λίγο πολύ ξέρεις ακριβώς πως πρόκειται να εκτυλιχθεί. Ακόμα και έτσι, σίγουρα δεν θα σου στερήσει την ικανοποίηση της προβολής, βασικό όμως είναι να ξέρεις τι να περιμένεις από τούτη εδώ την ταινία: έναν Γουάσινγκτον σε φόρμα, μια γνωστή ιστορία και μερικούς σχηματικούς κακούς. Ας είναι.