The Gunman: Σε Θέση Βολής
The Gunman

Ένας πληρωμένος δολοφόνος εκτελεί συμβόλαια θανάτου κρυφά από τη μνηστή του και φτάνει στο σημείο να σκοτώσει έναν Υπουργό στο ηλεκτρισμένο από τις πολιτικές ανακατατάξεις Κονγκό. Όταν εξαφανιστεί θα αποτελέσει στόχο υψηλών κλιμακίων που θα προσπαθήσουν να τον βγάλουν από τη μέση. Μέσα σε όλη αυτή τη λίγο εως πολύ χιλιοειπωμένη ιστορία, θα βρει την δική του θέση ο έρωτας, κάνοντάς τη να μοιάζει ακόμη πιο επίπεδη.
Ο Πιερ Μορέλ, που έγινε γνωστός σκηνοθετώντας το πρώτο μέρος της «Αρπαγής» με τον Λίαμ Νίσον, προσπαθεί να δώσει μια τονωτική ένεση στην κουρασμένη καριέρα του Σον Πεν, που μεγάλη του ερμηνεία έχουμε να δούμε από το 2008 στο «Milk» του Γκας Βαν Σαντ. Από τότε, εμφανίστηκε (για δέκα λεπτά) στο «Δέντρο της Ζωής» του Τέρενς Μάλικ, μασκαρεύτηκε στο αμφιλεγόμενο «Εκεί που Χτυπά η Καρδιά μου» του Πάολο Σορεντίνο και ηγήθηκε μιας συμμορίας στο σχεδόν αδιάφορο «Gangster Squad» του Ρούμπεν Φλάισερ.
Εδώ ο Πεν εκτός από τον πρωταγωνιστικό ρόλο, εκτελεί και χρέη συν-σεναριογράφου και παραγωγού. Και αυτό δικαιολογεί αρκετά σημεία. Η επιλογή του να εμφανιστεί σε μια καθαρόαιμη περιπέτεια τον πρόδωσε. Γιατί το «Gunman», που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Ζαν Πατρίκ Μανσέτ με τίτλο «Η Πρηνής Θέση του Σκοπευτή» διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που ναι μεν προδιαθέτουν ένα σεβαστό αποτέλεσμα, μα ποτέ δεν καταφέρνουν να σου το δώσουν, καταλήγοντας σε μια άνευρη περιπέτεια αμήχανων κινήσεων και πολιτικών συμβολισμών.
Οι χαρακτήρες (ανάμεσά τους ένας «κακός» Ξαβιέ Μπαρδέμ, ένας «καλός» Ρέι Γουίνστον, και ένας ανεκμετάλλευτος Ίντρις Έλμπα) δεν ολοκληρώνουν ποτέ τις προθέσεις τους. Αντίθετα μοιάζουν να περιφέρονται σκονισμένοι σαν κινούμενα πιόνια σε ένα μεγάλο επιτραπέζιο παιχνίδι που ξέρουμε εκ των προτέρων τον νικητή.
Ο Μορέλ μοιάζει να επιδιώκει να επαναφέρει στην οθόνη εκείνη την βροντερή αναγέννηση του Λίαμ Νίσον σε ένα συνωμοσιολογικού χαρακτήρα θρίλερ όπως στην «Αρπαγή» που έφερε κόσμο στα ταμεία, ικανοποιητικές κριτικές στις σελίδες των εφημερίδων και ευκαιρία για δεύτερη καριέρα στον πρωταγωνιστή. Εδώ όμως αν και οι συνθήκες είναι παραπάνω από υποσχόμενες, είναι και αυτές που θα μετριάσουν το αποτέλεσμα.
Ο Πεν πασχίζει να αποδείξει οτι μπορεί με άνεση να ενδυθεί ακόμη τον ρόλο ενος «πολύ» macho χαρακτήρα, που στέκεται ικανός να τα βάλει με...όλους, μονάχα για να κερδίσει πίσω την παλιά του ζωή, πόσω μάλλον την παλιά του αγάπη (μια διεκπαιρεωτική Τζασμίν Τρίνκα), η οποία μοιάζει να προσαρμόζεται στις καταστάσεις που τις παρουσιάζονται πανεύκολα, είτε εκτυλίσσονται άγριες φονικές παραστάσεις, είτε αιματοβαμμένα κυνηγητά χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις.
Η μοναδική υπολογίσιμη αρετή του φιλμ βρίσκεται στα χέρια του διευθυντή φωτογραφίας Φλάβιο Λαμπιάνο, που με προυπηρεσία στην «Αρπαγή» και στο «Non-Stop» μοιάζει να ξέρει πως να χειριστεί μια ανδρική περιπέτεια, που κρύβει ανατροπές στη γωνία. Χαρτογραφεί μια αχανούς έκτασης δράση και σκονίζει τα καλογυαλισμένα πλάνα.
Συνεπές στις προθέσεις του ή οχι, το «Gunman» διαθέτει ωστόσο το «χάρισμα» να κάνει τον θεατή να νοιώσει πως (ξανά)βλέπει μια ίδια περιπέτεια, μα με εμφανή την πρόθεση να μην τον προσβάλλει.