Τhe Hunger Games: Η Μπαλάντα των Αηδονιών και των Φιδιών
The Hunger Games: The Ballad of Songbirds & Snakes
Μια country μπαλάντα για φίδια, αηδόνια κι αγριόχορτα αφηγείται την μεταστροφή του νεαρού Κοριολανού Σνόου από ανήσυχο και φιλόδοξο γόνο μιας ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας, στον τυραννικό Πρόεδρο της Κάπιτολ όπως τον γνωρίσαμε μέσα απ' τις προηγούμενες ταινίες της σειράς. Don't raise your eye, it's only teenage wasteland.
Την παραμονή των δέκατων «Αγώνων Πείνας» ο 18χρονος Κοριολανός Σνόου γίνεται μέντορας της όμορφης και «πολύχρωμης» Λούσι Γκρέι, επιλαχούσας από την ασήμαντη Περιοχή 12. Η προστατευόμενή του είναι φαινομενικά η πιο αδύναμη απ' τους μαχητές που θα εισέλθουν ως φόροι στην Αρένα, έχει όμως τσαγανό και την ικανότητα να αγγίζει τις καρδιές των θεατών με τα τραγούδια της. Ο μηχανορράφος Κόριο που βλέπει στους Αγώνες μια μοναδική ευκαιρία για την κοινωνική του ανέλιξη, θα πατήσει σ' αυτές τις αρετές για να αναδείξει τη μαχήτριά του ως την δημοφιλέστερη στο δυστοπικό τηλεοπτικό σόου αλληλοεξόντωσης (προς τέρψη πάντα των κοινωνικά ισχυρών). Όσο όμως κάνει τα αδύνατα δυνατά ώστε να κρατήσει τη Λούσι Γκρέι ζωντανή, τα τραγούδια της αρχίζουν να μιλάνε και στη δική του καρδιά.
Ο μόνιμος πλέον σκηνοθέτης των «Αγώνων Πείνας», Φράνσις Λόρενς, συνεχίζει να πλοηγείται ανέμελα σε ένα χαοτικό κόνσεπτ, πλέκοντας με το πρώτο prequel της σειράς φαρδύ, πλατύ, σε βαθμό ξεχειλώματος το εγκώμιο του τυράννου της Κάπιτολ. Απλώνοντάς το σε κεφάλαια που θα μπορούσαν να αυτονομηθούν, το κυριότερο των οποίων περιέχει μια κουτσουρεμένη ή μάλλον πρωτόλεια εκδοχή των «Αγώνων», αφού στη «Μπαλάντα» τελούνται αποκλεισμένοι σε ένα κτίριο, σε μια πραγματική αρένα όπου οι φόροι μοιάζουν με συμμορίτες απ' το Όλιβερ Τουίστ και η δοκιμασία σου δίνει την εντύπωση πως θα μπορούσε να αποτελεί θέμα μερικών λεπών ή και δευτερολέπτων. Γύρω απ' αυτό το πεζό εικαστικά πλαίσιο, το οποίο θα μπορούσε να ταιριάξει γάντι στην αθόρυβη δυστοπία που κληρονόμησε από τα βιβλία, ο Λόρενς επαναλαμβάνει τις βασικές ιδέες των προηγούμενων ταινιών έχοντας σαν στόχο για πρώτη φορά να εξηγήσει όσα έμεναν ευφυώς ανεξήγητα. Να ακολουθήσει τα νήματα και να κοιτάξει κατάματα τους μαριονετίστες.
Κινηματογραφικά αποδεικνύεται πιο χάρτινη κι απ' τις σελίδες του μπεστ σέλερ στο οποίο βασίστηκε
Κι ενώ για το κυρίως πιάτο προϋπάρχουν όλα τα εχέγγυα της επιτυχίας με βασικότερα τη συνέπεια στην καλά θεμελειωμένη ρετροφουτουριστική αισθητική της παρακμής, ένας ήρωας στο κατώφλι της μεταστροφής του κι ένα ευλογημένο επιτελείο ηθοποιών τόσο στους κεντρικούς όσο και στους δορυφορικούς ρόλους, η εκτέλεση απογοητεύει. Το κατεξοχήν θέαμα, αυτό που ο θεατής περιμένει να αντικρίσει παρέα με τους αιμοβόρους τηλεθεατές της Κάπιτολ, είναι ένα κακοπαιγμένο battle royale, ένα αμάλγαμα ψηφιακών εκρήξεων, αδέξιων χορογραφιών και βαρετών δυναμικών μεταξύ των μελλοθάνατων, με φόντο ένα σκηνογραφικά ανέμπνευστο σκηνικό. Που υπάρχει υποθέτω για να υποδείξει την εξέλιξη των αγώνων στα χρόνια που ακολούθησαν, αλλά δεν παύει να αποτελεί ένα αδιάφορο κομμάτι της εξήγησης.
Ακόμη πιο απογοητευτικό όμως είναι το τρίτο και εκτενέστερο κεφάλαιο που φέρνει τον Κοριολανό πιο κοντά στο σεξπηρικό του πρότυπο, εξορίζοντάς τον μακριά απ' το Καπιτώλιο και προκαλώντάς τον να αποστατήσει εναντίον της δικής του Ρώμης. Είναι το κομμάτι που δικαιώνει τον τίτλο της ταινίας, μιας και με την πρόφαση του love story (με ψήγματα μιούζικαλ) που καλλιεργείται σε ολόκληρο το υπόλοιπο φιλμ, ο Λόρενς αφηγείται πλέον στους αφηγηματικά ελεύθερους ρυθμούς μιας impromptu φολκ μπαλάντας. Ενός αυτοσχεδιασμού που αλλάζει διαθέσεις και διατρέχει άτακτα ένα σαφώς δυσανάλογο κομμάτι της πλοκής, υπογραμμίζοντας τα περιστατικά που οδήγησαν στην άνοδο του τυράννου. Παραδόξως στο ίδιο κομμάτι ο σκηνοθέτης απομακρύνεται αποφασιστικά απ' τους μηχανισμούς της τραγωδίας που μέχρι εκείνο το σημείο συντηρούν τις αφηγηματικές ισορροπίες στο φιλμ. Απ' τη στιγμή που ο ήρωάς μας μεταβαίνει ο ίδιος στην Περιοχή 12 το φιλμ αλλάζει χαρακτήρα και καθώς αφήνεται στην εσωτερική πάλη και το μοντάζ, φλερτάρει με το ανερμάτιστο, ειδικά για όποιον το αντιμετωπίζει σαν αυτόνομο κινηματογραφικό προϊόν.
Επειδή όμως στην πραγματικότητα η «Μπαλάντα» είναι σινεμά για τις μάζες (και δη αυτές που ανέδειξαν τους «Αγώνες Πείνας» σε εκδοτικό φαινόμενο για τη νεανική λογοτεχνία), ακόμη και με τις έκδηλες αδυναμίες της παραμένει μια ενδιαφέρουσα προσθήκη στη μυθολογία του franshise και οι οπαδοί του καλά θα κάνουν να μην την προσπεράσουν. Υπάρχουν πάρα πολλές λεπτομέρειες που συμπληρώνουν το ποπ πλαίσιο (εύλογα δεν αποκαλύπτονται στο κείμενο) κι αν μη τι άλλο αποπειράται να δώσει υπόσταση σε ορισμένα απ' τα πιο επιφανή στοιχεία των προηγούμενων ταινιών. Θα επιμείνουμε ωστόσο πως μπορεί να υπάρξει μόνο σαν υποσημείωση σ' αυτό το τόσο δεδομένο πλαίσιο, καθώς κινηματογραφικά αποδεικνύεται πιο χάρτινη κι απ' τις σελίδες του μπεστ σέλερ στο οποίο βασίστηκε.