The Last Showgirl
The Last Showgirl

Ενδιαφέρουσα πλην αναποφάσιστη κινηματογραφική πρόταση, που «γεμίζει» εξωκινηματογραφικά από την περσόνα και τις εμπειρίες της πρωταγωνίστριάς της.
H παρουσία της Πάμελα Άντερσον στις ερμηνευτικές υποψηφιότητες των Χρυσών Σφαιρών, σε συνδυασμό με την γλυκύτατη, σινεφιλική εμφάνισή της στο Criterion Closet έφεραν στο «Last Showgirl», την τρίτη σκηνοθετική δουλειά της Τζία Κόπολα, μεγαλύτερη δημοσιότητα από αυτή που θα έπαιρνε υπό φυσιολογικές συνθήκες. Δεν συνοδεύτηκαν από οσκαρική παρουσία φυσικά, αλλά αυτό δεν μας προξένησε ιδιαίτερη έκπληξη, είναι πολύ ανταγωνιστική χρονιά στην κατηγορία. Όσο για τη Τζέιμι Λι Κέρτις, που κατάφερε να χωρέσει στα BAFTA, επικαλείται ξανά την ίδια white trash περσόνα του «The Bear» - κι αυτό σε συνδυασμό με την μη ολοκλήρωση του χαρακτήρα, υποθέτουμε ότι μέτρησαν αρνητικά για τους ψηφοφόρους της Ακαδημίας.
Παραμερίζοντας την αναπόφευκτη, λόγω των ημερών, οσκαρολογία, στην ταινία η Πάμελα Άντερσον υποδύεται τη Σέλι, χορεύτρια στο άλλοτε δημοφιλές show ενός καζίνο του Λας Βέγκας, το οποίο πρόκειται να ακυρωθεί σύντομα έπειτα από δεκαετίες παραστάσεων. Για να επιβιώσει μέσα στα χρόνια η Σέλι έχει οικειοποιηθεί το παραμύθι της συμμετοχής της σε εμβληματικό καλλιτεχνικό show και όχι σε μια επίδειξη soft-core ερωτισμού στην πόλη του neon και της τσόχας. Τα βασικά σεναριακά στοιχεία ενός χαρακτήρα για τον οποίο ο κόσμος επιφυλάσσει μόνο τη θέση συμμετέχοντα σε παρηκμασμένο σόου και μιας αποξενωμένης κόρης που επιστρέφει, παραπέμπουν άμεσα στον «Παλαιστή» του Ντάρεν Αρονόφσκι. Οι όποιες συγκρίσεις, όμως, δεν λειτουργούν υπέρ της ταινίας. Ο ήρωας εκεί παλεύει να εξιλεωθεί, κι ο Αρονόφσκι μεταφέρει την πάλη του κινούμενος μεταξύ σκορσεζικής μυθοπλασίας και μπαλάντας του Μπρους Σπρίνγκστιν, προσλαμβάνοντας τον τελευταίο να γράψει κι ένα τραγούδι για την ταινία. Το «Last Showgirl» από την άλλη, εγκλωβισμένο μεταξύ των περιορισμών της post-metoo πραγματικότητας και των ελάσσονων κασσαβετισμών που επιχειρεί η Κόπολα όποτε θυμάται, θέλει την ηρωίδα αμετανόητη και την σκηνοθέτιδα υποστηρικτική προς αυτή της την στάση, δυσχεραίνοντας ανάλογη δραματική εξέλιξη και την επακόλουθη συναισθηματική εμπλοκη.
Γενικότερα, οι προθέσεις μοιάζουν νεφελώδεις και το σενάριο αναποφάσιστο για την κατεύθυνση αυτού του δράματος χαρακτήρα, το οποίο εμπλουτίζεται εξωκινηματογραφικά και αποκτά λόγο ύπαρξης από την ίδια την πρωταγωνίστριά του, η οποία βρήκε κοινό τόπο με την ηρωίδα, έχοντας επί σειρά ετών αρνηθεί και τη δική της πραγματικότητα για λόγους επαγγελματικής και συναισθηματικής επιβίωσης. Η Κέιτ Γκέρστεν, που υπογράφει το σενάριο, και η Κόπολα έχουν προσαρμόσει τον χαρακτήρα στις εμπειρίες της Άντερσον και της δίνουν την ευκαιρία που στερήθηκε όλα αυτά τα χρόνια, τη δυνατότητα, έστω για μια φορά, να συμμετάσχε σε ταινία σαν εκείνες που λατρεύει. Και αρπάζει την ευκαιρία από τα μαλλιά και μας πιάνει όλους στον ύπνο. Όταν η ηρωίδα αναπολεί τις καλύτερες μέρες, που, πέραν μιας μεγαλύτερης δημοφιλίας, ίσως να μην υπήρξαν ποτέ, η Άντερσον προσθέτει μια μικρή συστολή στο βλέμμα της ηρωίδας υπό την επήρεια του παραμυθιού, έναν ανεπαίσθητο μα υπαρκτό δισταγμό στην ομιλία και κατ’ επέκταση μια υπόνοια συνενοχής στην πλάνη. Δεν υπάρχει αυτό στη δημιουργική γραμμή της Κόπολα, το φέρνει η Άντερσον στην ταινία.
Και κάπως έτσι, πέρα από την περούκα που μεταμορφώνει τον Ντέιβ Μπαουτίστα σε άλλον άνθρωπο – να μην αλλάξει μαλλί ποτέ-, πέρα από απρόσφορες απόπειρες pop κινηματογραφικών στιγμιοτύπων, όπως στο παράλληλο μοντάζ του «Total Eclipse of the Heart», η περσόνα και το αληθινό δράμα της Άντερσον «γεμίζουν» μια κενή ταινία και την μετατρέπουν σε ενδιαφέρουσα κινηματογραφική πρόταση.