To Moνοπάτι του Αλατιού
Τhe Salt Path

Δυο υποχρησιμοποιημένοι ηθοποιοί αναβαθμίζουν μια αφήγηση που ωραιοποιεί μια σοβαρή κατάσταση για να παράσχει ενέσεις «θετικότητας» σε ένα κοινό που παρακολουθεί από την προνομιακή του θέση.
Η ένδειξη «βασισμένη σε αληθινή ιστορία», αν και διασφαλίζει την απήχηση μιας ταινίας σε διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα του κοινού, φέρει δύο σοβαρά μειονεκτήματα. Το ένα ότι αποτελεί έναν εύκολο, κάποτε και φθηνό τρόπο ώστε να διασφαλιστεί η αποδοχή της σύμβασης και ο θεατής να πιστέψει όσα βλέπει δίχως ο σκηνοθέης να σκοτιστεί ιδιαιτέρως για τη δημιουργία ενός συμπαγούς, πειστικού φιλμικού σύμπαντος. Το άλλο ότι κάποτε δεσμεύει υπέρμετρα τους δημιουργούς. Στο πρόσφατο «Και ο Θεός έπλασε τη Μητέρα», η ταινία έχει, πρακτικά, τελειώσει λίγο μετά το ημίωρο, όταν ο ήρωας θεραπεύεται. Επειδή, όμως ο άνθρωπος στον οποίο βασίζεται η ιστορία στο μέλλον έγινε δικηγόρος της Σιλβί Βαρτάν, τα τραγούδια της οποίας άκουγε καθώς αποθεραπευόταν, η ιστορία συνεχίζεται και πελαγοδρομεί.
Και στο «Μονοπάτι του Αλατιού» όσα έχει να πει η ταινία έχουν ειπωθεί μέχρι το ενενηκοστό λεπτό, μα επειδή στη συνέχεια συνέβη και κάτι άλλο στους κεντρικούς χαρακτήρες, συνεχίζεται. Επιπλέον, επειδή ο πραγματικός άνθρωπος έμαθε ότι πάσχει από σπάνια νευροεκφυλιστική ασθένεια, προστίθεται και η τελευταία στο δράμα, δίχως να εξυπηρετεί τίποτε, ειδικά από τη στιγμή που η Μαριάν Έλιοτ δεν αξιοποιεί την απώλεια της κατοικίας των δύο ηρώων και την αδιαφορία των θεσμών ως αφορμή για ένα δριμύ, δίκαιο κατηγορώ προς την κρατική αναλγησία και την απουσία στοιχειώδους πρόνοιας.
Ωστόσο, το πραγματικό πρόβλημα της ταινίας δεν εντοπίζεται εκεί, αλλά στην ωραιοποίηση μιας κατάστασης που μαστίζει τον σύγχρονο κόσμο, στην εκμετάλλευσή της την κατάρτιση ενός θετικού αφηγήματος, εγγύτερου σε εγχειρίδια αυτοβελτίωσης και life coaching παρλάτες, παρά σε σοβαρή δραματουργία, πλήρους, ουσιαστικής ενσυναίσθησης. Περαιτέρω, η επιστροφή στη φύση που προπαγανδίζει η Μαριάν Έλιοτ συνοδεύεται κι από την παύση λήψης φαρμάκων, καθώς και από την πληροφορία στους τίτλους τέλους ότι ο ασθενής έζησε περισσότερα χρόνια από εκείνα που είχε προβλέψει ο αδαής παλιογιατρός - ακόμα μια σύγχρονη δημιουργία που χτυπά την ιατρική και τα έργα της, δίνοντας πάτημα σε δεκάδες τσαρλατάνους και συνωμοσιολόγους που διευρύνουν το ακροατήριό τους εκεί έξω.
Κι αφού προσθέσουμε ότι τα παραπάνω δεν είναι σοβαρά πράγματα, να αναγνωρίσουμε ότι η (ενίοτε εκθαμβωτική) φωτογραφία, τα λυρικά έγχορδα του Κρις Ρόου και η αξιέπαινη προσήλωση δύο ηθοποιών που δεν έχουν λάβει τις δέουσες ευκαιρίες μέσα στα χρόνια, της Τζίλιαν Άντερσον και του Τζέισον Άιζακς, μπορούν να προκαλέσουν συγκίνηση, φτάνει να αποδεχτούμε ότι αυτό που βλέπουμε είναι μόνο μια ταινία, καίτοι βασισμένη σε αληθινή ιστορία. Γιατί είναι ωραίο να λέμε ότι «κάθε ατυχία γεννά μια ευκαιρία» και πως «όταν η ζωή μας δίνει λεμόνια, πρέπει να φτιάξουμε lemon pie», αλλά αν αυτά πάμε να τα πούμε στον άνθρωπο που κοιμάται στο απέναντι παγκάκι υπό αισθητή θερμοκρασία άνω των 40 βαθμών, ενώ εμείς δροσιζόμαστε στο διαμέρισμά μας, υπό την ευγενική χορηγία της Toyotomi και της Fujitsu, θα μας πάρουν με τις λεμονόκουπες.