Ο Γιος
The Son

Ο Φλοριάν Ζελέρ διαδέχεται τον εξαιρετικό «Πατέρα» του με τον προβληματικό «Γιο» του, σε μια ταινία που αντικαθιστά την άνοια με την κατάθλιψη και στρέφει εκ νέου τον κινηματογραφικό φακό σε αιώνια προβλήματα των ανθρωπίνων σχέσεων.
«Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν» ισχυρίζεται ο Έλλην τραγουδοποιός, και ο Ζελέρ μοιάζει να συγκατανεύει. Στην δεύτερη ταινία του επισκέπτεται εκ νέου λαβωμένες οικογενειακές σχέσεις, τιτλοφορώντας και πάλι με αναφορά στο θύμα μιας ιστορίας. Βέβαια η αλήθεια είναι ότι το δράμα έχει στο επίκεντρο ξανά τον πατέρα, τόσο σαν σεναριακή εστία, όσο και σαν συμβολική αφορμή. Ο ρόλος της πατρικής φιγούρας, το βάρος και οι επιπτώσεις πράξεων και λεγομένων της, αναλαμβάνουν εδώ έναν απολύτως κύριο ρόλο, ιδωμένο μάλιστα, έστω και εν μέρει, ως ένα κληρονομικό status quo που απαιτεί αυτογνωσία και μεγάλο θάρρος για να ανατραπεί.
Οι διαφορές από τον «Πατέρα» είναι πολλές, αρκετές για να υφίσταται αυτόνομα τούτη η ταινία. Η μεγαλύτερη εξ αυτών είναι ίσως το γεγονός ότι εδώ η ευθύνη έχει έναν ενεργητικό χαρακτήρα, ούσα στο χέρι του κεντρικού μας χαρακτήρα (είπαμε, του πατέρα) να την αναγνωρίσει, να διαπιστώσει την έκτασή της, να προσπαθήσει να δει πέρα από την (όψιμη) συναισθηματικότητα ως την ουσιώδη πράξη σωτήριας. Βέβαια η κληρονομική νύξη (ένας κάθετος Άντονι Χόπκινς σε ένα ολιγόλεπτο κλέψιμο κάθε εντύπωσης) αποκτά έναν δισυπόστατο ρόλο. Πίσω από κάθε πατέρα κρύβεται ένας…άλλος πατέρας, και η παθογένεια (εκτός από το βίαιο σπάσιμο της αλυσίδας) θέλει άλλα κότσια για να υπερνικηθεί.
Το παραπάνω έρχεται ως συνέπεια του ότι εδώ, εν αντιθέσει με τον «Πατέρα», έχουμε να κάνουμε με μια ασθένεια που αντιμετωπίζεται – έστω κι αν όχι πάντοτε επιτυχώς. Πράγμα που μεταφέρει ένα δραματικό βάρος για τον εφευρετικό Ζελέρ από το εκεί twist της κινηματογραφικής κατασκευής στην εδώ διαλογική εμβάθυνση. Το κύριο πρόβλημα όμως της ταινίας είναι ότι τόσο η ποιότητα του διαλόγου, όσο και η σκηνοθεσία του υστερούν. Και παρότι η βασική ερμηνεία (του Χιου Τζάκμαν) είναι φιλότιμη και στο τέλος πια στέρεη, οι υπόλοιπες (εξαιρουμένης της υποστηρικτικής Βανέσα Κέρμπι) υπολείπονται και σε παρουσία και σε μαγνητισμό. Και αν η Λόρα Ντερν είναι μια περιορισμένη δραματική ηθοποιός ειδικών αποστολών, ηχηρή περίπτωση λάθος casting πάντως, ο χτυπητά άπειρος Ζεν ΜακΓκράθ στον ρόλο του γιου είναι αδυναμία του έργου. Ίσως και γι’ αυτό, ο Ζελέρ καταφεύγει σε τρυκ που ανεβάζουν το συγκινησιόμετρο (sic), μορφώνοντας ένα μελόδραμα εκεί που (μια αναλογία κάνουμε) ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ στους «Συνηθισμένους Ανθρώπους» εξαπέλυε υγρό πυρ καθαρού δράματος.
Εδώ ριζώνει ένα ακόμα πρόβλημα του έργου, σχετιζόμενο με την σκηνοθεσία. Διότι σκηνοθεσία είναι κατά ένα μέρος η διεύθυνση των ηθοποιών και κατά ένα άλλο μέρος η «μουσική» πλευρά του έργου, το πώς ρυθμίζεται χωροχρονικά και το πώς τονίζεται συναισθηματικά. Ο Ζελέρ έχει μια εμπειρία στο πρώτο – αν και δεν έχει τα θηρία που είναι ο Χόπκινς και η Κόλμαν στην διάθεσή του – αλλά στο δεύτερο, συναισθανόμενος ίσως ότι η ταινία σκοντάφτει, βγαίνει από την έξοδο κινδύνου που είναι το μελόδραμα. Το οποίο όπως πολύ συχνά έχουμε πει, εκφέροντας προσωπική άποψη βέβαια, είναι ένα θαυμάσιο είδος όταν το χρησιμοποιείς σαν κατασκευή που εσωκλείει το πραγματικό δράμα (εξού και ο Σερκ ήταν μέγιστος) και μια κοινοτοπία όταν καταλήγει το ζητούμενο του έργου.
Σα να μην φτάνουν όλα αυτά, η ταινία έχει και μια ασάφεια περιεχομένου. Με άλλα λόγια, και μέχρι ένα σημείο, ο θεατής νομιμοποιείται να υιοθετήσει ακόμα και την κυνική (αλλά κάποτε ωφέλιμη) «μεριά Χόπκινς» σε μια υπόθεση στην οποία δεν ξέρεις αν το πρόβλημα του γιου είναι ένα αντιμετωπίσιμο συναίσθημα γιου/παιδιού σε διαλυμένη οικογένεια, ή μια κλινική κατάσταση η οποία βέβαια χρήζει άλλης διαχείρισης. Καθώς το δράμα χρονοτριβεί (ή πελαγοδρομεί) αφήνοντάς μας να εικάζουμε, κάθε θεατής «φορά» στην ιστορία χαρακτηριστικά ανάλογα με τις αποσκευές του. Η ιστορία δεν βοηθά, ο διάλογος έχει μια επαναληπτικότητα, ο χρόνος κυλά και χρειάζεται κανείς μια βοήθεια να διακρίνει την μαλθακότητα από την αδυναμία αυτενέργειας. Κάποια στιγμή η απάντηση πάντως έρχεται. Δεν είμαι αρμόδιος να γνωρίζω την επιστημονική ακρίβεια, η κινηματογραφική όμως έχει προ πολλού εκλείψει.
Τι μένει; Μια ταινία που ακριβώς λόγω της ευαισθησίας του θέματος – κι εν μέρει και της γραφής της, ο Ζελέρ δεν είναι κίβδηλος δημιουργός – θα διχάσει, ίσως σφοδρά, κοινό και κριτική. Οφείλουμε όμως να δεχθούμε ότι σινεμά δεν είναι μόνο οι ιστορίες, είναι και ο χειρισμός τους. Αν τούτη η ταινία μπορεί να σταθεί κινηματογραφικά απέναντι σε οικογενειακές σπουδές του παρελθόντος (αναφέρθηκε παραδειγματικά ο Ρέντφορντ, μην πάμε «Ανατολικά της Εδέμ» ή προς «Manchester by the Sea» πιο πρόσφατα) ή σπουδές στην κατάθλιψη (εδώ το πρωτάθλημα είναι ανυπέρβλητο, κατεβαίνει και ο Μπέργκμαν), η κριτική έχει αποφανθεί. Η αλήθεια είναι όμως ότι θα υπάρξει κοινό που θα την αγκαλιάσει την ταινία. Έστω και όσο διαρκεί μια σεζόν.