Ο Άγνωστος
The Stranger

Υποβλητικό θρίλερ υπερβατικών διαθέσεων, εκλεκτικών συγγενειών με τα γραπτά του Κόρμακ ΜακΚάρθι, ευλογημένο με δυο ερμηνείες κτηνώδεις, καθεμιά με διαφορετικό τρόπο, και καταραμένο να προσπεραστεί από μια μερίδα θεατών που προτιμά το Κακό στην επιφανειακή, κουτσομπολίστικη εκδοχή της true crime παραγωγής των ημερών, αντί να κοιτάξει την Άβυσσο κατάματα.
Από τα πρώτα λεπτά του «Αγνώστου» νιώθεις μια απροσδιόριστη αίσθηση απειλής. Ίσως είναι η βαρυθυμία που συνοδεύει τις πρώτες λέξεις που ακούγονται, ίσως είναι οι δυσοίωνοι ήχοι, ίσως το σκοτάδι που καλύπτει όσα περιβάλλουν τα πρόσωπα σε κάτι κοντινά πλάνα αλά Μάικλ Μαν, ίσως και η παρουσία του Σον Χάρις, που σπάνια εγκυμονεί κάτι καλό. Τοποθετημένη σε ένα αυστραλιανό τοπίο που μοιάζει βγαλμένο από το μετα-αποκαλυπτικό σκηνικό του «Δρόμου» του Κόρμακ ΜακΚάρθι, η ιστορία φέρνει μαζί δύο αγνώστους που καταλήγουν συνεργάτες σε εγκληματικές δραστηριότητες. Ή τουλάχιστον έτσι αφήνεται να εννοηθεί αρχικά, καθώς η πλοκή του Τόμας Μ. Ράιτ, ο οποίος έγραψε και σκηνοθέτησε το φιλμ, ξετυλίγει τα μυστικά της σταδιακά και μεθοδικά. Είναι κρίμα να αποκαλύψουμε περισσότερα, ας πούμε μόνο ότι επί της ουσίας συντροφεύουμε τον ήρωα που υποδύεται ο Τζόελ Έτζερτον σε ένα υπνωτιστικό ταξίδι που θα τον οδηγήσει μέχρι την καρδιά του σκότους.
Μέσα από ένα ηχοτόπιο καμωμένο από τους χειρότερους εφιάλτες μας, έναν ηθοποιό που θα μπορούσε να πρωταγωνιστεί στους τρομακτικότερους από αυτούς και χωρίς ποτέ να μας δείξει ίχνος βίας στην οθόνη, ο Ράιτ κατορθώνει να χτίσει ένα φιλμ (υπερ)βίαιο με τον τρόπο του, λόγω της νοσηρής ατμόσφαιρας, λόγω της θεματολογίας, λόγω εκείνου του ήχου απ’ το μικρόφωνο που θαρρείς ότι θα οδηγήσει στο ξέσπασμα του Κτήνους, το οποίο όχι μόνο φέρει κοινά ανθρώπινα χαρακτηριστικά, αλλά αναφέρεται στα φρικιαστικά κατορθώματά του σαν να διαβάζει τη λίστα με τα ψώνια από το σουπερμάρκετ.
Δεν αναφερθήκαμε τυχαία στον ΜακΚάρθι πιο πάνω. Ο Ράιτ συλλαμβάνει εκείνο τον μακαρθικό υπερβατικό τόνο, μεταφράζει φιλμικά τη γνώριμη, ιδιαίτερη πρόζα του Αμερικανού συγγραφέα όπου η αφηγηματικότητα της κλασικής αμερικανικής λογοτεχνίας παντρεύεται με τον συμβολισμό, χωρίς ο τελευταίος να κατονομάζεται ευθέως, όπου ο συντρέχων με τον δικό μας πνευματικός κόσμος δεν φανερώνεται ποτέ, μα δεν χωρεί ποτέ κι αμφιβολία για την ύπαρξή του. Και συναντά τον ΜακΚάρθι σε εκείνη την πεποίθηση ότι το Κακό βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά, με τους εναπομείναντες εκπροσώπους του Καλού να φτάνουν πάντα καθυστερημένοι για να συλλέξουν τα ανθρώπινα συντρίμμια που αφήνει το πρώτο πίσω του. Κι αν κάποτε πετύχουν μια κάποια νίκη, αυτή θα είναι πύρρειος και πρόσκαιρη. Κι έπειτα, εκείνο που τους μένει είναι να πάρουν μια βαθιά ανάσα, να εισπνεύσουν τον καθαρό (;) αέρα και να εκπνεύσουν τη μαυρίλα που συσσώρευσαν, να αποβάλλουν δηλαδή το εξωτερικό και το ενδογενές Κακό, όπως διδάσκει ο Έτζερτον στον γιο του. Κι ύστερα θα συνεχίσουν, ξανά από την αρχή, επειδή δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς.
Δεν ξέρω πόσοι θεατές θα συντονιστούν με τον ρυθμό, την πρόκριση της υποβολής έναντι της παραστατικότητας, και γενικότερα, τον τύπο ΣΙΝΕΜΑ – υπάρχει λόγος που το γράφω με κεφαλαία- τον οποίο εκπροσωπεί ο Ράιτ. Οι προτιμήσεις μας τελευταία δείχνουν ένα εθισμό στην γραφική κατάδειξη, στην κουτσομπολίστικη πλευρά της true crime μυθοπλασίας, στην τηλεοπτική αφήγηση που κανακεύει το διαρκώς μειούμενο attention span μας. Προτιμούμε να βλέπουμε το Κακό σαν έναν (επί της ουσίας καρτουνίστικο, αν και φαινομενικά ρεαλιστικό) ήρωα σαπουνόπερας, να το ξορκίζουμε μέσω μιας τύπου «άρτου και θεάματος» προσέγγισής του κι έπειτα να κοιμόμαστε στον καναπέ μας ήσυχοι, φτύνοντας τον κόρφο μας. Ίσως γιατί, όπως λέει το γνωστό νιτσεϊκό ρητό «αν κοιτάξεις την άβυσσο επίμονα, θα σου ανταποδώσει το βλέμμα». Ο Τόμας Μ. Ράιτ κοιτάζει την άβυσσο επί 117 λεπτά, όσο ακριβώς διαρκεί η ταινία του. Και, ταυτόχρονα, μας αφηγείται όσα βλέπει εκεί μέσα.