Η Τελετουργία
The Surrender
Ένας άνδρας πεθαίνει και η μετα-παραφυσικά τυρβάζουσα σύζυγός του αποφασίζει, ερήμην της εμβρόντητης κόρης, να προβεί σε όλα τα χρειαζούμενα για μια ωραία τελετή που θα επαναφέρει το πνεύμα πίσω στο σώμα του. Ε, μπλέκουν. Ντεμπούτο για την Τζούλια Μαξ στο μεγάλο μήκος, με έναν (πάντα πρόσφορο) κινηματογραφικό Τρόμο. Κάποιο σκηνοθετικό ταλέντο φαίνεται να υπάρχει, για τα υπόλοιπα εκδίδεται horror -και cinema- alert.
Σε μια αέναη κριτική πραγματεία περί της εξέλιξης του είδους του Φανταστικού και του αισθητικού του καπελώματος, κυρίως, στον 21ο αιώνα από μια φιλόδοξη (άρα και ύποπτη) συνοδεία νοηματοδότησης, βρισκόμαστε εδώ και καιρό σε ένα σημείο «ενοχοποίησης» της παρακολουθήσης ενός κατ’ εξοχήν εστέτ είδους το οποίο πρυτάνευσε (και θα συνεχίσει) όποτε φρόντισε το νόημα να εμφιλοχωρεί στις χαραμάδες παρά να σφυροκοπά κατακέφαλα τον θεατή. (Πήγα να γράψω τον «χρήστη», κατηγορώ την τρέχουσα μόλυνση ότι πλέον περισσότερο βλέπεις προκειμένου να σχολιάσεις, παρά για να πάρεις μαζί σου -και να ζήσεις με- αυτό που είδες. Αυτή η εξωστρέφεια ποτέ δεν βοήθησε την επαφή με την τέχνη.) Έτσι και εδώ. Δημιουργός και επίσημη κριτική -με την δεύτερη ως επί το πλείστον να στοιχειώνει καρφωτά μια εποχή ανήμπορη να εκτεθεί σε έργα δίχως την άμεση απόκριση μιας λεκτικά δεκτικής ερμηνείας του δια ταύτα- φτιάχνουν και βλέπουν, αντίστοιχα, μια ταινία «που έχει κάτι να πει». Πότε εισήλθαμε σε μια εποχή που έπαψε να καταλαβαίνει ότι de facto τα πάντα έχουν κάτι να πουν; Κάποτε.
Δεν θα ασχοληθώ σχεδόν καθόλου με το τι έχει να πει η ταινία. Απογυμνωμένο από κινηματογραφικότητα είναι κοινότοπο. Και παραπέμπει σε άλλα έργα, που (όπως το σκέφτεστε ακριβώς) το έχουν κάνει καλύτερα. Όπως ο Σίνης στην μυθολογία διαμέλιζε τα θύματα του σε δύο πεύκα, έτσι σκίζεται στα δυο κι εδώ μια ταινία που θέλει να διηγηθεί μια τραυματική ιστορία γονέων-παιδιού ταυτόχρονα στήνοντας μια σωματική/μεταφυσική/«νεκρονομική» horror τελετουργία. Αν πας να αφεθείς στην πρώτη, οι διαμελισμοί θα σε πετάξουν έξω από το έργο. Αν πας να δεις γνήσια απολαυστική DIY φρίκη (και με πρακτικά εφφέ!), αφυπνίζεσαι, κάπως αγενώς κινηματογραφικά, στην προδιαγραφόμενη τραγωδία της κόρης.
Θα υπάρξουν κάποιοι να το απολαύσουν; Πάντα. Συνηθέστερα, εκτιμώ, γιατί θα εμβαπτίσουν λόγους και αίτια στο καταραμένο το νόημα. Μα δεν μπορεί να σου αρέσει μια ταινία επειδή λέει κάτι ευγενές, ωραίο και υψηλό. (Και γενικά το Φανταστικό συλλαμβάνεται όταν θα χρειαστεί πολύ αργότερα να κοπιάσεις αρκετά για να βάλεις σε λέξεις όσα αισθάνθηκες. Άλλο Γλώσσα και άλλο Διάλεκτος Τρόμου.) Ή, πιο τίμια, και με αυτούς συνηγορώ, διότι η Μαξ έχει καταφέρει με ολίγιστα μέσα να φτιάξει κάτι που σχεδόν στέκει στο horror σκέλος. Ίσως όχι για 95 λεπτά – για την ακρίβεια θα ήταν καλύτερα ίσως να ήταν μισή ωρίτσα, σαν κομμάτι μιας πειραγμένης σπονδυλωτής παραγωγής αλλοτινής Amicus, ας πούμε – αλλά κάπως στέκει.
Τρεκλίζοντας. Γιατί συνολικά, όπως αναγκαστικά στο τέλος θα πρέπει να το αντιμετωπίσεις, το πάντρεμα του ρεαλισμού με τον μεταφυσικό τρόμο καταφθάνει σε campy καταστάσεις εξωφρενικότητας που αντιμετωπίζονται αγέλαστα από την δημιουργό. Κάπως έτσι καταλήγει κάτι περισσότερο σαν φιλμική παραβολή πάνω στην πειθώ της δεισιδαιμονίας (ή και…δυσδαιμονίας) και της συνωμοσιολογίας («αυτή πιστεύει ότι τα εμβόλια προκαλούν αυτισμό»), διόλου σκόπιμα όμως. Η ορθολογική κόρη έχει δεχθεί στην δραματουργία ανήκουστες ανοησίες (και καλά λόγω τραυματικής θέσης), που εν τέλει όχι απλά δεν είναι πειστικές κινηματογραφικά αλλά ανά στιγμές κάνουν τραμπάλα ανάμεσα στην ισχνής ευφυίας νοσηρότητα και την ανόθευτη γελοιότητα. Κρίμα, λόγω ικανότητας (για τις προθέσεις δεν μπορώ να γνωρίζω) και ακόμα περισσότερο κρίμα για τον καταποντισμό στην ευρύτερη μετριότητα μιας μεγάλης «παϊπερλορικής» ερμηνείας από την πάντα έκτακτη Κέιτ Μπέρτον.







