Οι Μάγισσες
The Witches

Όταν έχεις έναν δρόμο να περπατήσεις, ο πιο εύκολος τρόπος να τον περπατήσεις είναι να πας ευθεία. Όταν γυρίζεις πλάτη και προχωράς, όλο και κάπου θα ξεστρατήσεις. Τι συνέβη τόσο λάθος στη νέα ανάγνωση των «Μαγισσών» δια χειρός Ρόμπερτ Ζεμέκις και χάθηκε ο ίδιος ο δρόμος;
Ο Ρόαλντ Νταλ ήταν ένας από τους πιο επιδραστικούς παραμυθάδες της δεκαετίας του ’60. Εκεί συναντάται το μεγαλύτερο μέρος του διάσημου έργου του. Από τον «Τζίμη και το Γιγαντοροδάκινο» ως τον «Τσάρλι και το Εργοστάσιο Σοκολάτας» και από τον «Φανταστικό Κύριο Φοξ» μέχρι τον «Μεγάλο Φιλικό Γίγαντα» ή την «Ματίλντα», όλες οι ιστορίες του είχαν κάτι το «ζωντανό». Σαν οι σελίδες να κινούνταν από μόνες τους. Γι’ αυτό και βρήκαν άξια κινηματογραφική θέση. Με ήρεμο, ευφάνταστο, μα κυρίως πολύχρωμο τρόπο. Από τον Τιμ Μπέρτον μέχρι τον Γουές Άντερσον, από τον Στίβεν Σπίλμπεργκ μέχρι τον Ντάνι Ντε Βίτο, όλοι αγάπησαν τον Βρετανό συγγραφέα. Και το λιγότερο, το απέδειξαν.
Υπάρχει όμως και ένα μελανό κεφάλαιο. Όχι μελανό σαν αποτυχία. Ίσα ίσα, που ίσως και να πρόκειται για το πιο αβανταδόρικο, εκείνο που έχει πολλούς λογοτεχνικούς «καρπούς». Μιλάμε για ένα κεφάλαιο που δεν κατάφερε να βρει ένδοξη μεταφορά στο σινεμά. Ο λόγος για τις «Μάγισσες» που εκδόθηκαν το 1983, την ιστορία μιας κοινότητας μαγισσών που έχει βαλθεί να μεταμορφώσει όλα τα μικρά παιδιά σε ποντίκια. Ένα μικρό αγόρι με τη γιαγιά του θα βρεθούν σε μια τέτοια συνάντηση κι εκεί θα ξεκινήσει η περιπέτειά τους.
Όταν ο Νίκολας Ρεγκ (ναι, ο Νίκολας Ρεγκ του «Walkabout», του «Don’t Look Now» και του «Ανθρώπου που Έπεσε στη Γη») διασκεύασε τις «Μάγισσες» το 1990, όχι πολύ μετά που κυκλοφόρησαν, το αποτέλεσμα έμοιαζε με μια αντισυμβατική, καλτ και διόλου «σοβαρή» ανάγνωση ενός κόσμου που φιλοξενεί τους δυνατούς και τους αδυνάτους, τους έχει δώσει ξεκάθαρους ρόλους και ο καθείς δρα ανάλογα με την δύναμη ή την θέση του. Ένα ξεκάθαρο παιχνίδι εξουσίας και διαχείρησης του «καλού» και του «κακού», που συνυπάρχει στους ανθρώπους.
Η ταινία είχε για αρχιμάγισσα την Αντζέλικα Χιούστον, φρέσκια μετά το Όσκαρ της για την «Τιμή των Πρίτζι», αλλά κάπου η μαγιά δεν έδεσε. Μέχρι και ο ίδιος ο Νταλ -που έφυγε εκείνη την χρονιά- αποκύρηξε την ταινία, που είχε διαφορετικό φινάλε από εκείνο του βιβλίου. Για κάποιους, όμως, η θαρραλέα ματιά του Ρεγκ έκρυβε μια ωδή στην απότομη ενηλικίωση.
30 χρόνια μετά, ο Ρόμπερτ Ζεμέκις (άξιος παραμυθάς κι αυτός) του ανατρεπτικού «Back to the Future», του οσκαρικού «Φόρεστ Γκαμπ», των πειραματισμών του «Ποιος Παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ;» και «Πολικό Εξπρές» αναμετριέται με τις «Μάγισσες».
Ριψοκίνδυνη η επιλογή, όταν έχεις μπροστά σου δυο σκοπέλους: τον Ρόαλντ Νταλ και τον Νίκολας Ρεγκ. Το πρωτότυπο υλικό, άλλωστε, είναι μεν προορισμένο για εφήβους, παραμένει όμως αρκετά τρομακτικό ακόμα και για τους γονείς που διαβάζουν την ιστορία στα παιδιά τους. Με την διαφορά πως η ταινία του Ρεγκ είχε και χιούμορ.
Κάτι που καθόλου δεν διαθέτει ο Ζεμέκις, ο οποίος ακολουθώντας κατά γράμμα τις σελίδες του Νταλ, εκτροχιάζει την ανάγνωση με μια εξαιρετικά κακόγουστη αισθητική, από την οποία λίγα μπορούν να διασωθούν. Η Αν Χάθαγουεϊ έχει τον ρόλο της αρχιμάγισσας και τα εφέ την κάνουν να μοιάζει αρκούντως τρομακτική, δεν έχει όμως συναίσθημα, κάτι που θα μπορούσε να της φτιάξει καλούπι για μια περσόνα, να κλείσει μέσα της το πνεύμα του χαρακτήρα και να σηκώσει όλη την ταινία στους ώμους της.
Οι πειραματισμοί του Ζεμέκις στα εφέ φαίνονται παράταιροι και όχι καλοδεχούμενοι. Μοιάζουν το λιγότερο κιτς, με την χείριστη έννοια που θα μπορούσε να δώσει κανείς. Όσο η πλοκή προχωρά και τα κεφάλαια αλλάζουν, ο Ζεμέκις σε κάνει να βαριέσαι να ακολουθήσεις το μικρό αγόρι που προσπαθεί από ποντίκι να γίνει και πάλι άνθρωπος. Κανένας συμβολισμός, καμία αλληγορία, ούτε πίσω από τις λέξεις, ούτε πίσω από το στήσιμο της παραγωγής, που έχει στα credits του και έναν Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο!
Παραπατώνας ανάμεσα στο ενήλικο και στο ανήλικο σινεμά, μα περισσότερο διεκπεραιώνοντας μια ιστορία που θα μπορούσε να ανθίσει στο σήμερα, η ταινία ξεχνά να δικαιολογούσε το γιατί επέλεξε την Οκτάβια Σπένσερ να υποδυθεί την Αφροαμερικανή γιαγιά.
Μία (πολύ) χαμένη ευκαιρία, ένα λάθος στήσιμο, μια άδοξη ζαριά σε ένα παιχνίδι με κανόνες και πολλές ελευθερίες. Όταν όμως δεν παίζεις σωστά, και τον δρόμο σου θα χάσεις και την ίδια την παρτίδα. Και τελικά τι μένει, βλέποντας τις «Μάγισσες» του Ζεμέκις; Πως όποιος δεν ξέρει να διαβάζει σωστά, δεν θα μπορέσει να το αφηγηθεί και σωστά. Game over.