Το Μπλε Δωμάτιο
La Chambre Bleue

Η τέταρτη μεγάλου μήκους σκηνοθετική απόπειρα του καταξιωμένου Γάλλου ηθοποιού διασκευάζει μυθιστόρημα του Ζορζ Σιμενόν, μεταθέτοντας χρονικά τη δράση από τη δεκαετία του '60 στο σήμερα και υπογράφοντας ένα φορτισμένο ερωτικά θρίλερ.
Σε ένα διάλειμμα από τις λογοτεχνικές ιστορίες του επιθεωρητή Μεγκρέ που τον έκαναν παγκοσμίως διάσημο, ο Ζορζ Σιμενόν έγραψε το «Μπλε Δωμάτιο» και μέσα του χώρεσε το ξεδίπλωμα ενός φόνου, βασικοί πρωταγωνιστές του οποίου φαίνεται να είναι ένας άντρας και μια γυναίκα οι οποίοι διατηρούν μυστική σχέση σε μια γαλλική κωμόπολη της δεκαετίας του '60.
Παλιότερο κινηματογραφικό σχέδιο που ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ προσπαθούσε για χρόνια να υλοποιήσει υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Κλοντ Σαμπρόλ, χωρίς όμως να το καταφέρει, η διασκευή του βιβλίου γίνεται στα χέρια του Αμαλρίκ πρωτίστως μια ταινία ατμόσφαιρας. Οι απόηχοι μιας νωχελικής επαρχίας, η ζέστη του καλοκαιριού, ο ιδρώτας των σωμάτων πάνω στα τσαλακωμένα σεντόνια, ο ήχος του έξω κόσμου που γλιστράει μέσα από τις γρίλιες του παραθύρου, μοιάζοντας με υπενθύμιση, φτιάχνουν ένα πανέμορφο, ερμητικά κλειστό σύμπαν στις ερωτικές σκηνές που εκτυλίσσονται μέσα στο δωμάτιο.
Για το υπόλοιπο φιλμ, ο σκηνοθέτης (και πρωταγωνιστής) πηγαινοέρχεται μέσα στο χρόνο προσπαθώντας να ενώσει τα κομμάτια ενός σκόρπιου αφηγηματικού παζλ γύρω από την εμπλοκή ή όχι του ήρωα στο έγκλημα που διαπράχθηκε, οι λεπτομέρειες του οποίου θα μας κρατηθούν για το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ κρυφές.
Επειδή όμως τον ενδιαφέρει πάνω απ' όλα να εξερευνήσει τις ψυχολογικές παραμέτρους της ιστορίας του και λιγότερο να δώσει λύση σε ένα αστυνομικό αίνιγμα, η ταινία απομακρύνεται από τα εδάφη του μυστηρίου και γίνεται με τον τρόπο της μια κατάδυση σε περιοχές του ανθρώπινου πόθου όπου η απόσταση ανάμεσα στην έκσταση και στην παραβατικότητα είναι πραγματικά ελάχιστη.
Μακάρι μοναχά όλα τα παραπάνω να ήταν δοσμένα μέσα από ένα λιγότερο συγκρατημένο ύφος, ώστε ο Αμαλρίκ να ανταποκρινόταν με ζέση στο συναισθηματικό κρεσέντο που περιγράφει αντί να αρεσκόταν στο ρόλο του ψύχραιμου και εξ αποστάσεως παρατηρητή. Γιατί αν πάσχει από κάτι η ταινία του, αυτό είναι το πάθος, που τόσο πολύ της λείπει.