Το Πνεύμα του Κακού
Poltergeist

Ριμέικ της κλασικής κινηματογραφικής ιστορίας μιας οικογένειας, τα μέλη της οποίας βλέπουν το σπίτι τους να κατακλύζεται από σατανικές δυνάμεις. Γρήγορα έναν εξορκιστή...για την ταινία!
Η οικογένεια Μπόουεν προσπαθεί να κάνει μια νέα αρχή και μετακομίζει σε ένα καινούριο σπίτι. Εκεί σατανικές, κακότροπες δυνάμεις επιτίθενται και απαγάγουν τη μικρή κόρη της οικογένειας. Οι γονείς θα αποφασίσουν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση με τη βοήθεια δύο «ειδικών» στα υπερφυσικά φαινόμενα και να πάρουν τη μικρή Κάρολ Αν, ε συγγνώμη, Μάντισον ήθελα να πω, πίσω.
Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ το 1982 σκηνοθέτησε το «Ε.Τ.-Ο Εξωγήινος» σαν μία θρησκευτική παραβολή, καλοπροαίρετης κινηματογραφικής κατάνυξης. Την ίδια χρονιά έγραψε (και ενδεχομένως να συν-σκηνοθέτησε, μιας και φήμες θέλουν να ήταν πολύ επεμβατικός στη δημιουργική διαδικασία) το «Πνεύμα του Κακού» του Τόμπι Χούπερ («Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι»), μία αντίστροφη παραβολή οικιακής εισβολής. Στον «Ε.Τ.» ο φίλος ήταν εξωτερικός, στο «Πνεύμα του Κακού» ο εχθρός εσωτερικός (και προαιώνιος).
Τα ριμέικ αυτών των ταινιών, συγκαλύπτουν μεν τη δεδομένη έλλειψη πρωτοτυπίας, προδίδουν δε το κοινό και τη δημιουργική ομάδα που εμπλέκεται.
Η περίφημη ταινία του 1982 στάθηκε περιπαιχτικά στα στεγανά του αμερικάνικου ονείρου. Η οικογένεια είναι τακτοποιημένη στο νέο σπιτικό της, η τηλεόραση - αυτό το τεχνολογικό θαύμα - αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του νοικοκυριού και η προϊστορία της χώρας βρίσκεται καλά θαμμένη (κυριολεκτικά). Στο «Πνεύμα του Κακού», το όνειρο ανατρέπεται με μεσάζοντα το πιο αθώο και γλυκό πρόσωπο: αυτό της Κάρολ Αν, της μικρής κόρης της οικογένειας. Με την έλευση των πόλτεργκαϊστ, η τηλεόραση θα γίνει μία πύλη εισβολής, η οικογένεια θα δοκιμαστεί και τα καλά κρυμμένα μυστικά θα βγουν στην επιφάνεια, πλημμυρίζοντας την εφησυχασμένη αστική συνείδηση.
Το «Πνεύμα του Κακού» σόκαρε ευφάνταστα με τις ιδέες του, στοιχειοθέτησε τον αμερικάνικο εφιάλτη και μέσα από τα εφέ και την εντυπωσιακή φωτογραφία, βρήκε χώρο και για λίγη...πλάκα.
Τα ριμέικ αυτών των ταινιών, συγκαλύπτουν μεν τη δεδομένη έλλειψη πρωτοτυπίας, προδίδουν δε το κοινό και τη δημιουργική ομάδα που εμπλέκεται. Για παράδειγμα ο εξαιρετικός θεατρικός συγγραφέας Ντέιβιντ Λίντσεϊ-Αμπέρ που μας είχε χαρίσει την «Απώλεια» του Τζον Κάμερον Μίτσελ, εδώ υπογράφει ένα σενάριο που εκσυγχρονίζει (υποτίθεται) το πρωτότυπο με σαχλές αναλογίες, εκεί που είχε κάθε ευκαιρία να μετατοπίσει το βάρος σε μία καθημερινότητα που πλήττεται κραυγαλέα από τις ίντσες των κινητών και των τάμπλετ.
Ο σκηνοθέτης Τζιλ Κέναν δεν δημιουργεί ατμόσφαιρα, αλλά επενδύει με ευκολία την εικόνα σε ένα ευτελές, πλαστικό 3D που γελοιοποιείται και στις τρεις διαστάσεις, ενώ το καστ φαίνεται πως έχει πάρει απόφαση προ πολλού ότι συμμετέχει σε κωμωδία. Ο Σαμ Ρόκγουελ ειδικά, ερμηνεύει σαν να την βλέπει κιόλας.
Παρακαλώ πολύ, ας φωνάξει κάποιος το καλτ μέντιουμ Ταντζίνα να ξορκίσει τις αίθουσες. Τα πνεύματα των κακών ριμέικ προβάλλουν και προσβάλουν.