Τron: Ares
Tron: Ares

Δεκαπέντε χρόνια μετά το οπτικοακουστικό υπερθέαμα του Τζόζεφ Κοζίνσκι, το «Tron» πραγματοποιεί μια τόσο άψυχη και αφηγηματικά ανερμάτιστη επιστροφή που, εύλογα, αναρωτηθήκαμε αν μάς έδειξαν τη Beta Version.
Ξέχωρα από τη λειτουργία τους ως θεάματα (ή ως demo οπτικών εφέ για τους αρνητές) και τις νοσταλγικές τους αρετές, τα «Tron» αντανακλούν, κατά κάποιον τρόπο, την εξέλιξη του ψηφιακού κόσμου και της σχέσης μας μαζί του. Το πρώτο «Tron» απαρτίζεται από μια σειρά απλών tasks και μονομαχιών, ανάλογων των δοκιμασιών που έπρεπε να περάσουν οι παίχτες στα Αrcade games, τρώγωντας τα εικοσάρικά τους στα σφαιριστήρια. Στο «Tron: Legacy» έχουμε ένα παιχνίδι ανοιχτού σύμπαντος, σαν εκείνα που αποκτούσαν ολοένα και μεγαλύτερη δημοφιλία τότε και μάς βύθιζαν σε έναν «άλλο κόσμο».
Ίσως το μοναδικό πραγματικά ενδιαφέρον στοιχείο του «Tron: Ares» είναι ότι συνεχίζει αυτή την παράδοση, φέρνοντας τα προγράμματα του Tron στον πραγματικό κόσμο, επιχειρώντας μια σύμμειξη του τελευταίου με τον ψηφιακό, όχι πολύ διάφορη της εξωφιλμικής κατάστασης των πραγμάτων, η οποία μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν θα έπρεπε να προσθέτουμε εισαγωγικά στον επιθετικό προσδιορισμό, όποτε κάνουμε λόγο για πραγματικό κόσμο. Οι τεχνικοί των οπτικών εφέ κάνουν θαυμάσια τη δουλειά τους, ειδικά στις νυχτερινές σκηνές, όπου το πάντρεμα των δεσμίδων φωτός των μηχανών με το αστικό τοπίο γεννά εικόνες που φλερτάρουν με τον ποιητικό φουτουρισμό – κρίμα που ο σκηνοθέτης δεν αφήνει το φλερτ να τελεσφορήσει, αλλά θα έρθουμε και σε αυτό. Οι Nine Inch Nails με τη σειρά τους υφαίνουν ένα μπιτάτο ηχοτοπίο, πιο ‘90s, πιο ηλεκτρονικό, ίσως περισσότερο ρυθμικό παρά μελωδικό, πάντα σε σύγκριση με το αριστουργηματικό score των Daft Punk, το οποίο πάντρευε ηλεκτρονικό με αναλογικό ήχο – μια μουσική ιδέα που ίσως να εξυπηρετούσε καλύτερα και την παρούσα ταινία, αλλά ποιος να την υποδείξει.
Δεν είναι τo ελαφρώς συγκεχυμένο σενάριο της ταινίας το πρόβλημα, όσο η παντελώς ανερμάτιστη αφήγησή της, που θυμίζει τηλεόραση παλαιότερων εποχών, μεταπηδώντας μη αιτιοκρατικά από υποπλοκή σε υποπλοκή, από φόβο μην βαρεθεί ο θεατής κι αλλάξει κανάλι ή, στην περίπτωσή μας, ανοίξει το κινητό του. Σχεδόν καμία σκηνή δεν αφήνεται να εξελιχθεί δίχως να παρεμβληθεί τμήμα άλλων, με αποτέλεσμα έπειτα από λίγο όχι μόνο να χάνεται το momentum, αλλά τίποτα από όσα συμβαίνουν να μην έχει την παραμικρή βαρύτητα. Όσο ωραίες κι αν μοιάζουν οι συνθέσεις του φωτογράφου Τζεφ Κρόνενγουεθ, το μοντάζ πλήττει την απόλαυσή μας, δεν αφήνει ανάσες σε μια ταινία όπου (υποτίθεται πως) μια τεχνητή νοημοσύνη μαθαίνει να ζει σαν άνθρωπος – άρα και να ανασαίνει.
Το εκτεταμένο cameo του Τζεφ Μπρίτζες και του σχεδιασμού του original «Τron» αποτελούν νότα γλυκιά, παρά τις διαρκείς «παρεμβολές», το λογύδριο για τους Depeche Mode συνιστά εκείνο το υπόδειγμα μουσικού λαϊκισμού που θέλουμε και προτιμούμε, ενώ οι Γκρέτα Λι και Τζάρεντ Λέτο δεν βλέπουν το έργο που τούς ανατέθηκε σαν αρπαχτή. Κρίμα που όλες αυτές οι (λιγοστές) καλές στιγμές της ταινίας χάνονται στον χρόνο, σαν pixel σε ψηφιακή χωματερή.