Δεσμώτες

Vogter

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2024
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Δανία Σουηδία, Γαλλία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκούσταβ Μέλερ
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Γκούσταβ Μέλερ, Εμίλ Νίγκαρντ Άλμπερτσεν
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Σίντσε Μπάμπετ Κνούντσεν, Σεμπάστιαν Μπουλ, Νταρ Σαλίμ, Μαρίνα Μπούρας
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Γιάσπερ Σπάνινγκ
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Γιον Έκστραντ
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 99'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Weird Wave
    Δεσμώτες

Σε πτέρυγα υψίστης ασφαλείας μιας σουηδικής φυλακής, μια δεσμοφύλακας αναγνωρίζει στο πρόσωπο ενός κρατουμένου τον δολοφόνο του γιου της. Σύνθετο, όσο και σκυθρωπό δράμα εννοιών, περισσότερο από χαρακτήρων, που για ακόμα μια φορά επιβεβαιώνει την κινηματογραφική φόρμα της Σκανδιναβίας.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Λίγα λόγια για την συχνά κριτικά χρησιμοποιούμενη έννοια της επεξηγηματικότητας, της οποίας η απουσία εδώ αποτελεί κεντρική αρετή της δεύτερης ταινίας του Γκούσταβ Μέλερ μετά το, ανώτερο ίσως, «Ο Ένοχος» του 2018. Ως επεξηγηματικότητα εννοείται η (κυρίως πρώιμα) αναλυτική και διευκρινιστική τάση ενός σεναρίου ή/και μιας σκηνοθεσίας, απέναντι στην πλοκή, τα κίνητρα των χαρακτήρων αλλά και την στάση της ταινίας προς τα τεκταινόμενα. Οι δημιουργίες που το κάνουν αυτό – και είναι και μια αισθητική επιλογή – επισημαίνουν το κοινό τους, προαποφασίζουν τις δυνατότητες του (δεν το υπολήπτονται και τόσο…) και, μάλλον «πατρικά», φροντίζουν να μην το εγκαταλείπουν ποτέ αβοήθητο (το καημένο) σε κατάσταση απορίας. Ειδικά στο δράμα, η επεξηγηματικότητα πλησιάζει επικίνδυνα σε πεδία καθαρής κατάρας και πρέπει δια ροπάλου να αποφεύγεται. Ο θεατής είναι νοήμων και οι δημιουργοί οφείλουν να παρασκευάζουν ιστορίες ανθεκτικές σε αναγνώσεις, ενώ κρίσιμο μέρος της τέχνης τους είναι εύρεση τρόπων που αποκαλύπτουν πλοκή, κίνητρα, αποχρώσεις και, βέβαια, την ενσυνείδητη θέση τους, δίχως τον νταλκά επεξήγησης. Ο λόγος που ένας σοβαρός θεατής υποτροπιάζει σε λυσσώδεις παθήσεις όταν του επιβάλλουν…filmsplaining είναι γιατί τον καθοδηγούν. Και η καθοδήγηση ανοίγει τον δρόμο στην δημαγωγία που ενδεχομένως είναι ένα στοιχείο που μπορούμε (;) να συμφωνήσουμε ότι δεν είναι αρετή στην Τέχνη. Ή οπουδήποτε αλλού.

Τώρα λοιπόν που ολοκλήρωσα την…επεξηγηματικότητα που ένας κριτικός περιστασιακά οφείλει, ώστε να ξέρει και ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης του τι εννοεί με την χρήση κάποιων λέξεων, πάμε στο προκείμενο. Το οποίο είναι ότι η ταινία μας στα πρώτα της 10+ λεπτά δεν βγάζει άχνα ουσιώδους διαλόγου και με διεύθυνση ηθοποιού και συρραφή σκηνών μαρτυρά όσα εισαγωγικά πρέπει να ξέρει κανείς για το δράμα που θα παρακολουθήσει. Αυτό είναι κινηματογράφος σε καθαρή μορφή του και έχει ένα μεγάλο προσόν. Αφού δεν παρεμβάλλεται η «αντικειμενικότητα» μιας σεναριακής επεξήγησης, την οποία οφείλεις αξιωματικά να δεχθείς ως αληθινή (υπάρχουν βέβαια μεγάλα έργα που παίζουν με την ανατροπή αυτού που έγραψα), πρέπει να ανακαλύψεις, δηλαδή να ερμηνεύσεις, αυτό που βλέπεις. Με τον τρόπο αυτό μπαίνεις βαθύτερα στο δράμα, αφουγκράζεσαι όλα τα στοιχεία της εικόνας και του ήχου, εισβάλεις στον κόσμο της ταινίας και ψυχανεμίζεσαι πιο βιωματικά τα συμβαίνοντα.

Η ταινία, παρά το θέμα της, θα προβληθεί σε ένα σχεδόν ασφυκτικό mute, που ειρωνικά θραύεται στην αρχή του έργου περισσότερο από ότι στο τέλος του

Η λογική του Μέλερ δεν θα αλλάξει ως το τέλος. Ασφαλώς θα υπάρξει η απαραίτητη στο δράμα σκηνή της αποκάλυψης, όμως και αυτή δεν θα αντιμετωπιστεί κατά τρόπο φαρσικό, δεν θα θαμπώσει το βάθος των ερωτημάτων που έχουν τεθεί ως τότε, ούτε θα προσπαθήσει να το κάνει πενηνταράκια στον βωμό μιας συναισθηματικής εκτόνωσης. Δεν λειτουργεί έτσι το σύγχρονο δράμα, η εκτόνωση είναι ένα είδος λύσης που συχνότατα απουσιάζει στον (πάντα δημοκρατικά) φιμωμένο κόσμο μας, οπότε η Τέχνη αντιγράφει τη Ζωή. Και δεν λειτουργεί ακόμα περισσότερο σε ένα «σινεμά της κοινωνιοπάθειας», όπως είναι το σκανδιναβικό, πλήρες μιας ιδιοσυγκρασίας που έχει κάνει τις επιλογές της ανάμεσα στην λογική και το συναίσθημα (όχι την ψυχρή λογική και το καυτό συναίσθημα, μην αρπαχτούμε οι Μεσόγειοι), με μια εσωστρέφεια και μια συγκράτηση της εκδήλωσης έμφυτα στο νου του. Η ταινία, παρά το θέμα της, θα προβληθεί σε ένα σχεδόν ασφυκτικό mute, που ειρωνικά θραύεται στην αρχή του έργου περισσότερο από ότι στο τέλος του.

Η λογική αυτή υπηρετεί τον Μέλερ και ευθυγραμμίζει κάτι που μοιάζει να είναι στην στόχευσή του. Αυτό που στα χέρια ενός δημαγωγού – ή και ενός στυλίστα είδους – θα ήταν μια ιστορία εκδίκησης, εδώ μεταρσιώνεται σε μια πραγματεία πάνω στην απόσταση του φυσικού από το νόμιμο, του ανθρώπινου από το ηθικό, του δικαιολογημένου από το δίκαιο. Όσο προχωρά η ιστορία προστίθενται πτυχές, ο σαδισμός της ταινίας εκδίκησης αναποδογυρίζεται στην μαζοχιστική ειρωνικότητα ενός «πώς τα φέρνει η ζωή» και μέσα από μικρές συμφωνίες με τον διάβολο που ποτέ δεν φανταζόσουν μπορετές, θα φτάσουμε σε ένα απόγειο, σκανδιναβικά πάντα, αρθρωμένο: Η ζωή είναι πολύ πιο έξυπνη από εμάς, κάποια αδιέξοδα τιμούν τον χαρακτηρισμό τους, ενίοτε η παθογένεια γεννοβολά ανίκητα τέκνα και από κάποιες ατραπούς, που άθελα ή εκούσια βρέθηκες, δεν βγαίνεις αλώβητος.

Στον βωμό της αφαίρεσης και της καθαρότητας ο Μέλερ παραλείπει και δυνατότητες που θα του έδιναν ένα μεγάλο έργο πάνω στην ιστορία του, στην ουσία ας πούμε δεν υπάρχουν χαρακτήρες αλλά υποχείρια, όμως και πάλι παραδίδει μια ολοκληρωμένη ταινία. Που εκτός από τον προβληματισμό της, συμπληρώνει και επεκτείνει ακόμα περισσότερο το σκανδιναβικό μωσαϊκό υπαρξιακής ερήμωσης, το οποίο άλλωστε από παράδοση οι βορειοευρωπαίοι φίλοι μας έχουν συλλάβει καλύτερα.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Δεσμώτες
  • Δεσμώτες