Ζούμε τη Στιγμή
We live in Time

Καλαίσθητο μα ποτέ πρωτότυπο ρομαντικό μελόδραμα που στηρίζει τη γοητεία του στη δραματική στόφα των δύο πρωταγωνιστών του.
Ο τρόπος που αφηγούμαστε την ιστορία μας μέσα στο κεφάλι μας δεν είναι γραμμικός. Η μνήμη, άλλωστε, είναι η μεγαλύτερη νίκη του ανθρώπινου πνεύματος απέναντι στη γραμμική πορεία του χρόνου, τουλάχιστον όπως την αντιλαμβανόμαστε εξωτερικά. Aφού έτσι έχεουν τα πράγματα, γιατί λοιπόν η αφήγηση της ιστορίας μιας σχέσης στο σινεμά να είναι γραμμική; Περαιτέρω, γιατί να χρειάζεται ένα σεναριακό εύρημα όπως αυτό της επιστροφής στον χρόνο στο (γλυκύτατο και πολύ αγαπημένο του υπογράφοντος) «About Time» ώστε να δικαιολογήσουμε μια ενδεχόμενη μη γραμμικότητα;
Στο «We live in Time» ο καλός μας Τζον Κρόουλι, που μας τα χάλασε λίγο με την κινηματογραφική μεταφορά της «Καρδερίνας», ανακατεύει τις σεκάνς για να αφηγηθεί τη δεκαετή πορεία της σχέσης ανάμεσα στο πρωταγωνιστικό ζεύγος. Έτσι, τη σκηνή που οι δυο τους προσπαθούν να ανακοινώσουν στο τέκνο τους την ασθένεια της μαμάς, μπορεί να διαδέχεται ένας παρελθοντικός καβγάς τους για το ενδεχόμενο απόκτησης παιδιών. Με αυτόν τον τρόπο ο Κρόουλι μοιάζει να ζητά από εμάς να εντοπίσουμε εκείνα τα «εγώ ποτέ» που βλέπει το μέλλον και γελά, αλλά και αυτά τα «αν» του μέλλοντος, που μόνο από την επιλογή του παρελθόντος μπορούν να γεννηθούν.
Το χωροχρονικό πηγαινέλα ενίοτε εμποδίζει την ομαλή λειτουργία των μηχανισμών του μελοδράματος και του επακόλουθου (μελοδραματικού) σασπένς – πχ. η σύμπτωση του προγραμματισμού ενός σημαντικού επαγγελματικού γεγονότος με ένα προσωπικό και η απόκρυψή του από το έτερο ενδιαφερόμενο μέλος. Είναι επίτευγμα, όμως, ότι, δίχως να χρησιμοποιεί καρτέλες και χωρίς να βάζει συνέχεια τους χαρακτήρες να το λένε, ο Κρόουλι σου δίνει πάντοτε να καταλάβεις σε ποια φάση της ζωής του ζεύγους βρισκόμαστε.
Χρειαζόταν παραπάνω πρωτοτυπία και λιγότερα (μελο)δραματικά απρόοπτα, από τη στιγμή που, πρακτικά, δεν αξιοποιούνται με τον τρόπο του μελοδράματος, ίσως και να μην στηριζόταν τόσο πολύ στη χημεία και στην δραματική στόφα των δυο πρωταγωνιστών ώστε να αναβαθμιστεί το γράψιμο. Ωστόσο, κάποιες φορές από μια ταινία μπορεί να θέλουμε απλώς να θαυμάσουμε τους σολίστες της υποκριτικής. Η Φλόρενς Πιου είναι αποδεδειγμένα ερμηνευτικός δυναμίτης και επιβάλλεται στο κάδρο με θράσος σταρ (πολύ) παλιάς κοπής, ο δε Άντριου Γκάρφιλντ διαθέτει την ευγενικότερη φυσιογνωμία του σύμπαντος και είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις ηθοποιών που μοιάζουν να νιώθουν τόσο άνετα σε σκηνές έντονων συναισθηματικών διακυμάνσεων και (ατρόμητων) εκδηλώσεων – ας μην ξεχνάμε ότι στο σινεμά τον προσέξαμε πρώτη φορά στο σπαρακτικό «Boy A» του ίδιου σκηνοθέτη.
Εν ολίγοις, πρόκειται για καλαίσθητο ρομαντικό μελόδραμα που αναπαράγει τη συνταγή του «Love Story» - ξεχάστηκε εντελώς αυτό, ποιος να το φανταζόταν - αλλά με λιγότερη μεγαλοστομία και μεγαλύτερη εγκράτεια. Οι φίλοι του είδους αξίζει να το δοκιμάσουν.