Γυναικείες Κουβέντες
Women Talking

Η Σάρα Πόλεϊ («Το Υστερόγραφο μιας Σχέσης», «Οι Ιστορίες της Ζωής μας») επιστρέφει με ένα φεμινιστικό δράμα που συγκέντρωσε τρεις υποψηφιότητες στην επερχόμενη απονομή των Όσκαρ και αναδεικνύει τον διάλογο σε θεμέλιο ενός καλύτερου μέλλοντος.
Tην Σάρα Πόλεϊ την πρωτογνωρίσαμε ως πιτσιρίκα στον «Βαρόνο Μινχάουζεν» του Τέρι Γκίλιαμ – από τις πιο χαριτωμένες παιδικές παρουσίες που είδαμε ποτέ στο σελιλόιντ. Mεγαλώνοντας βρέθηκε στον δρόμο του Εγκογιάν, o οποίος της χάρισε έναν φανταστικό ρόλο στο «Γλυκό Πεπρωμένο», μετά πέρασε από έναν άλλο Καναδό, τον Κρόνενμπεργκ, στο «Existenz» και από τις «Μνήμες του Νερού», μια γοητευτική αποτυχία της Κάθριν Μπίγκελοου που σε επαναληπτικές προβολές εκτιμάς περισσότερο. Έχοντας βρεθεί δίπλα σε τέτοιους δημιουργούς, δεν μας έκανε εντύπωση που όταν για πρώτη φορά σκηνοθέτησε η ίδια, το αποτέλεσμα ήταν το «Υστερόγραφο μιας Σχέσης» - μία από τις καλύτερες ερμηνείες της Τζούλι Κρίστι, μεταξύ άλλων. Το «Δικό μας Βαλς» είναι ένα επίπεδο παρακάτω, έχει όμως εκείνο το φανταστικό μοντάζ της ιστορίας μιας σχέσης, διαθέτει κι ένα αισθητικό δάνειο από το γουντιαλενικό «Stardust Memories», έχει και Λεόναρντ Κόεν στον τίτλο (και στο σάουντρακ), οπότε δεν γίνεται να του κακιώσεις. Στις «Ιστορίες της Ζωής μας» αφηγήθηκε την ιστορία της οικογένειάς της, σε ένα γοητευτικό αξιοπερίεργο που θα έκανε την Ανιές Βαρντά να χειροκροτά. Να έφταιγε η (πολύ) διακριτική πορεία των δύο τελευταίων σκηνοθετικών προσπαθειών της που της πήρε μια δεκαετία για να γυρίσει νέα ταινία; Με τρεις οσκαρικές υποψηφιότητες, πάντως - ανάμεσά τους και στην κατηγορία του Διασκευασμένου Σεναρίου, όπου προβάλλει ως φαβορί- οι «Γυναικείες Κουβέντες» μόνο απαρατήρητες δεν πέρασαν.
Βρισκόμαστε στο 2010. Οι γυναίκες μιας απομονωμένης θρησκευτικής κοινότητας δέχονται για καιρό επίθεση από κάποιους άνδρες, οι οποίοι τις ναρκώνουν και τις βιάζουν. Μετά την αντεπίθεση μίας, την εμπλοκή της αστυνομίας και τη σύλληψη του δράστη, οι πρεσβύτεροι τους ξεκαθαρίζουν ότι είτε θα τον συγχωρέσουν, όπως ορίζουν τα πιστεύω τους, είτε θα πρέπει να αποχωρήσουν από την κοινότητα. Κατόπιν ψηφοφορίας, το αποτέλεσμα βγαίνει ισόπαλο ανάμεσα στην επιλογή να μείνουν και να παλέψουν για την αλλαγή ή να αποχωρήσουν και να χτίσουν κάπου αλλού μια νέα ζωή. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας καταγράφει τη συζήτηση που ακολουθεί, με εμβόλιμα φλάσμπακ που δείχνουν μέρος των τραυματικών τους εμπειριών – όχι με γνώμονα το σοκ, δεν είναι τέτοια σκηνοθέτις η Πόλεϊ- αλλά και πιο ήσυχες εικόνες της καθημερινότητάς τους, με τον φακό να περιπλανιέται στους αγρούς και το φως του ήλιου να προβάλλει από τον ορίζοντα – κρατήστε το αυτό.
Η πρώτη σύμβαση που πρέπει να αποδεχτεί ένας θεατής και ίσως «διώξει» μερίδα του κοινού με το καλημέρα, είναι η ευφράδεια και η ακαδημαϊκότητα των επιχειρημάτων από ανθρώπους που βάζουν την υπογραφή τους με Χ και, όπως αναφέρεται, δεν γνωρίζουν γραφή κι ανάγνωση. Έτσι κι αλλιώς, όμως, η ειδική περίσταση είναι η αφετηρία ώστε η Πόλεϊ να ανοίξει μια ευρύτερη συζήτηση γύρω από τον κόσμο μας σήμερα και τη στάση που οφείλει να κρατήσει το φεμινιστικό κίνημα. Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων θα εντοπίσεις εκπροσώπους διαφορετικών ρευμάτων – η Κλερ Φόι πχ. εκπροσωπεί τον ριζοσπαστικό φεμινισμό, η πιο πολυεπίπεδη ερμηνευτικά Ρούνεϊ Μάρα τον φιλελεύθερο. Κατά βάση, οι περισσότεροι χαρακτήρες είναι σχήματα, απλοί φορείς μιας συγκεκριμένης τάσης. Υπάρχουν υπεραπλουστεύσεις, ένα voice-over που αφήνει την εντύπωση ότι παρακολουθείς την ταινία με ενεργό το commentary track, υπάρχουν και αναχρονιστικές αναφορές σε σλόγκαν της εποχής – κι όμως, ακούγεται η φράση «not all men»- που δίνουν στο φιλμ έναν συγκυριακό χαρακτήρα.
Όμως, αν αποδεχτείς ότι παρακολουθείς ένα έργο που βλέπει τον κόσμο μέσα από φεμινιστικό φίλτρο, θα εντοπίσεις την κρυφή του δύναμη. Εντός αυτού του πλαισίου, στις «Γυναικείες Κουβέντες» υπάρχει διαλεκτική, κάτι που στις σημερινές, μονοσήμαντες, φανατισμένες εποχές έχει καταλήξει να θεωρείται αδυναμία, «ισαποστακισμός», «ξέπλυμα» και άλλες τέτοιες υπέροχες λέξεις που εφηύρε η σοσιομιντιακή σφαίρα για να αντικαταστήσει την επιχειρηματολογία και να αιτιολογήσει την αδιαλλαξία των φατριών της. Μέσα από τις συζητήσεις, τα αστεία που ελαφραίνουν την ατμόσφαιρα, τις συμφωνίες, τις ασυμφωνίες, ακόμα και τις αντεγκλήσεις των χαρακτήρων, ο διάλογος αναδεικνύεται σε θεμέλιο του καλύτερου μέλλοντος που οραματίζονται oι γυναίκες της κοινότητας. Κι αυτό, ακόμα κι αν δυσκολεύεσαι πχ. να παραγνωρίσεις τον τρόπο που το σενάριο θεωρεί αυτονόητο ότι η σεξουαλική επιθυμία οδηγεί σε σεξουαλική βία, κάτι που μόνο υπό το ειδικό πλαίσιο και τις εξαιρετικές συνθήκες του περιγραφόμενου δράματος μπορείς να δεχτείς, όχι μόνο αιτιολογεί την υπερβάλλουσα διαλογικότητα, αλλά την καθιστά και κύρια πηγή της γοητείας της ταινίας.