Γουόνκα
Wonka

Παρά την αναιμική πρωταγωνιστική ερμηνεία και την απομάκρυνση από το πνεύμα του Ρόαλντ Νταλ, η νέα ταινία του Πολ Κινγκ προσφέρει οικογενειακή ψυχαγωγία πρώτης γραμμής, με διαρκή ευρήματα μέσα στο κάδρο, αξιομνημόνευτους περιφερειακούς χαρακτήρες και μια ευπρόσδεκτη στροφή στο στουντιακό μιούζικαλ παλιάς κοπής.
Θα θέλαμε να ξεκινήσουμε επιχειρώντας κάποιες επισημάνσεις με αρνητικό χαρακτήρα. Ο Γουίλι Γουόνκα του Ρόαλντ Νταλ είναι ένας σκληρός καπιταλιστής, με μόνη έγνοια την επικράτηση των προϊόντων του στην αγορά και τη διαιώνιση του επιχειρηματικού ονόματός του. Ο Γουίλι Γουόνκα του Πολ Κινγκ είναι ένας καλόκαρδος ονειροπόλος που βοηθά τους συνανθρώπους του και θέλει να μοιραστεί μαζί τους τις σοκολάτες του, ώστε να νιώσουν την ίδια ζεστασιά που ένιωθε μικρός πλάι στη μητέρα του – ίσως έτσι την ξαναφέρει για λίγο κοντά του. Είναι, δηλαδή, ένας ήρωας συγγενής με τον γλυκύτατο αρκουδάκο Πάντινγκτον, μια προσαρμογή μάλλον αναμενόμενη, στο πλαίσιο της κάπρικης – εκ του Φρανκ Κάπρα- φιλμογραφίας που φαίνεται να χτίζει ο Κινγκ. Βέβαια, αν ο Ρόαλντ Νταλ έβλεπε το φιλμ, μάλλον θα είχε αντίδραση εφάμιλλη ενός χαρακτήρα όταν ακούει τη λέξη «φτωχός».
Υπό το πρίσμα αυτής της αλλαγής, ο Γουίλι Γουόνκα του Τιμοτέ Σαλαμέ δεν έχει ούτε την αμφισημία του Τζιν Γουάιλντερ, ούτε την ανδρόγυνη εκκεντρικότητα του Τζόνι Ντεπ. Είναι μια αγαθή, ευγενική, ανιδιοτελής φιγούρα. Ο Τιμοτέ Σαλαμέ ενσαρκώνει πειστικά την ειλικρίνεια των προθέσεων του, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί το αντίθετο. Χρειαζόταν, όμως, κάτι ακόμα ο ρόλος. Απαιτούσε κάποιον με αρετές κομπέρ, χρειαζόταν μια ερμηνεία σταρ και ο Σαλαμέ ακόμα δεν έχει κατακτήσει αυτό το σκέλος της υποκριτικής τέχνης, απλώς φροντίζει να είναι σωστός τεχνικά, κάτι που γίνεται ακόμα πιο εμφανές στα μουσικοχορευτικά νούμερα. Το πρόβλημα μάλλον είναι παρεμφερές με αυτό που έλεγε ο Χίτσκοκ στον Τριφό για τον Πολ Νιούμαν στο «Σχισμένο Παραπέτασμα», αν το θυμάστε – φυσικά, σε μεταγενέστερο στάδιο της καριέρας του ο Νιούμαν θα έδινε στον Χίτσκοκ ακριβώς εκείνο που ζητούσε, αλλά ας μην πλατειάζουμε.
Κι αφού έφυγαν από τη μέση αυτά τα διόλου αμελητέα, να περάσουμε στα (πολλά) καλά. Η ταινία, λοιπόν, αποτελεί οικογενειακή διασκέδαση πρώτης τάξεως, προϊόν μιας δημιουργικής ευφορίας που βγαίνει προς τα έξω, με διαρκή ευρήματα μέσα στο κάδρο, αξιομνημόνευτους περιφερειακούς χαρακτήρες, σαν τους δυο ντικενσιανούς κακούς στο πανδοχείο ή τον σοκολατομανή ιερέα του Ρόουαν Άτκινσον, και μια ευπρόσδεκτη στροφή στο στουντιακό μιούζικαλ παλιάς κοπής, εκεί που το είδος ακολουθεί σταθερή indie τροχιά εδώ και μερικά χρόνια και βγαίνει στους δρόμους. Oι στίχοι των τραγουδιών παραπέμπουν σε ατόφιο Ροάλντ Νταλ – να κάτι με το οποίο θα χαιρόταν ο Βρετανός συγγραφέας- και, πέρα από τα κλασικά «Pure Imagination» και «Oompa Loompa», θα ακούσεις και μια, δυο «αξιοσφύριχτες» νέες μελωδίες – να κάτι που έλειπε από το «Mary Poppins Returns», για παράδειγμα. Yπάρχει και μια σεκάνς ληστείας, στην παράδοση των heist movies, αντίστοιχη με εκείνη της απόδρασης από τις φυλακές στον «Πάντινγκτον 2». Φαίνεται πως, για όσο ακόμα θα τον αφήνουν, ο Κινγκ έχει βάλει στόχο να διαγράφει από την bucket list του κινηματογραφικά είδη που αγαπά, ενσωματώνοντάς τα στις παιδικές φαντασίες του. Τέλος, οφείλουμε και μια ειδική μνεία στον Χιου Γκραντ. Όταν του δοθεί το κατάλληλο υλικό, είναι κωμικός θησαυρός - μεγάλο κρίμα που τον έχουμε δεδομένο.
Ο πραγματικός θησαυρός, όμως, είναι ο Πολ Κινγκ. Ως θεματοφύλακας ενός παιδικού θεάματος που αγαπά το σινεμά, που δεν υποτιμά ποτέ τα παιδιά και δεν παραμελεί τους ενήλικες, που κατασκευάζεται με εξονυχιστική λεπτομέρεια και έμφαση στο χειροποίητο, είναι κάτι σαν είδος προς εξαφάνιση μέσα στο κινηματογραφικό τοπίο της προχειρότητας και της CGI κακοτοπιάς. Οφείλουμε να τον προστατεύσουμε.