Η είδηση ότι ο Ντέιβιντ Λιντς θα συμμετάσχει στη νέα αυτοβιογραφική ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ, το «Fabelmans», έγινε δεκτή με ενθουσιασμό στους σινεφίλ κύκλους, ειδικά αν υποδυθεί τον Τζον Φορντ, όπως ακούγεται. Για τον ίδιο τον Ντέιβιντ Λιντς θα αποτελέσει κορωνίδα του ερμηνευτικού βιογραφικού του, από το οποίο ξεχωρίζουν μέχρι στιγμής ο υπάλληλος νεκροτομείου στους μεταμοντέρνους βαμπιρισμούς της «Νάντια» και το πέρασμα από το κύκνειο άσμα του Χάρι Ντιν Στάντον, το «Lucky».
Δεν ξέρουμε αν οι κριτικοί είναι αποτυχημένοι σκηνοθέτες, ίσως, όμως, κάποιος κάποτε να είπε ότι οι σκηνοθέτες είναι αποτυχημένοι ηθοποιοί και γι’ αυτό μερικοί να πείσμωσαν και να αποφάσισαν να περάσουν μπροστά από τον φακό για να τον διαψεύσουν. Άλλοι μπορεί να το έκαναν σαν χάρη σε φίλους και συναδέλφους, άλλοι για να ηρεμήσουν το σαράκι της υποκριτικής που τους τρώει, κάποιοι και από αγνή, αμόλυντη ματαιοδοξία. Αυτό δεν συμπεριλαμβάνει, φυσικά, τους ηθοποιούς που ακολούθησαν στη συνέχεια (και) καριέρα σκηνοθέτη.
Με αφορμή το χαρμόσυνο νέο της συνεργασίας του Λιντς με τον Σπίλμπεργκ, ετοιμάσαμε ένα photo gallery με δέκα χαρακτηριστικές εμφανίσεις σκηνοθετών μπροστά από τον φακό σε ταινίες άλλων. Εξαιρέσαμε σκηνοθέτες που θα έλεγες ότι ακολούθησαν παράλληλη καριέρα καρατερίστα, σαν τον Τζον Χιούστον ή τον Σίντνεϊ Πόλακ, ο οποίος με τις ερμηνείες του στα «Παντρεμένα Ζευγάρια» και το «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» θα έπαιρνε με άνεση το σχετικό Όσκαρ, αν είχε θεσπιστεί από την Ακαδημία. Κόψαμε επίσης τα περάσματα δευτερολέπτων - η φιλμογραφία του Τζον Λάντις είναι γεμάτη από τέτοια, ψάξτε το λίγο. Θέλαμε να υπάρχει ερμηνεία στις ταινίες, όχι όμως και πρωταγωνιστική, όπως πχ. στην περίπτωση του Ρόμαν Πολάνσκι στο ατμοσφαιρικό «Une Pure Formalite» του Τζουζέπε Τορνατόρε.
-
Ο Ντον Σίγκελ ευλογεί με ουίσκι και νερό το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Κλιντ Ίστγουντ, τη «Νύχτα της Εκδικήσεως»(Play Misty for Me, 1971), αποδεχόμενος την πρόσκληση του δεύτερου να συνδράμει υποκριτικά στον ρόλο ενός μπάρμαν. Στην επίμαχη σκηνή θα γίνετε μάρτυρες ενός ευφάνταστου τρόπου γνωριμίας σε μπαρ - αλλά καλύτερα να μην τον δοκιμάσετε ούτε στο μπαρ, ούτε στο σπίτι. -
Στον «Μεγάλο Αποχαιρετισμό» (The Long Goodbye, 1973) o Ρόμπερτ Άλτμαν επανασυστήνει τον Φίλιπ Μάρλοου για τη γενιά των '70s. O Μάρκ Ράιντελ, σκηνοθέτης του «Ρόδου» και του «Στη Χρυσή Λίμνη», υποδύεται έναν μαφιόζο που ξεσπά σε μια αδιανόητα βίαιη πράξη για να αποδείξει στον Έλιοτ Γκουλντ ότι δεν αστειεύεται. -
O Σκορσέζε έχει γίνει Βαν Γκογκ για χάρη του Κουροσάβα, έχει περάσει μπροστά από τον φακό σε αρκετές ταινίες του, όμως η καλύτερη ερμηνεία του σε ταινία άλλου είναι στο «Quiz Show»(1994) του Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Υποδυόμενος τον παραγωγό ενός στημένου τηλεπαιχνιδιού, ο Μάρτυ δανείζεται μερικά κόλπα από το εγχειρίδιο του φίλου Ντε Νίρο, για να εξηγήσει με εύσχημο τρόπο στον δικηγόρο του Ρομπ Μόροου την αναπόδραστη «γοητεία» του καπιταλισμού. -
Στην «Τελευταία Νύχτα του Κόσμου» (Last Night, 1998) του Ντον ΜακΚέλαρ, ίσως την πιο τρυφερή ταινία για το τέλος του κόσμου που γυρίστηκε ποτέ, ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ κρατά τον συγκινητικότερο ρόλο, εκείνον ενός υπαλλήλου σε εταιρεία ηλεκτρισμού, ο οποίος αποφασίζει να περάσει την τελευταία μέρα της ζωής του αφήνοντας μηνύματα στους τηλεφωνητές των πελατών της εταιρείας για να τους ευχαριστήσει που την προτιμήσαν. -
Ο «Γιός του Τσάκι» (Seed of Chucky, 2004) αποτελεί το ναδίρ της σειράς, αλλά έχει ως ατού τον Τζον Γουώτερς στον ρόλο ενός απολαυστικά γλοιώδη φωτορεπόρτερ, που παίρνει το τέλος που του αξίζει, σε μια σκηνή όπου πατέρας και γιος Τσάκι βρίσκουν δολοφονικό σημείο επαφής. -
Οι «Επικίνδυνες Υποσχέσεις» (2007) του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ είναι μια παραγνωρισμένη ταινία της φιλμογραφίας του, ίσως επειδή η κρονενμπεργκική «μεταμόρφωση» δεν είναι τόσο γλαφυρή. Έναν αξιομνημόνευτο δεύτερο ρόλο σ' αυτή κρατά και ο Πολωνός Γέρζι Σκολιμόφσκι. Είναι ο μονολιθικών αντιλήψεων και μόνιμα ζοχαδιασμένος θείος της ηρωίδας που κατά βάθος έχει χρυσή καρδιά. -
Η αναχρονιστική φυσιογνωμία του Ιλάι Ροθ δεν ενοχλεί λόγω του ρεβιζιονιστικού χαρακτήρα των ταραντινικών «Αδωξων Μπάστερδων» (Inglourious Basterds,2009), μα η μυώδης κορμοστασιά του είναι εκείνη που τον καθιστά κατάλληλο για τον ρόλο του «Εβραίου Αρκούδη». Συμμετέχει στην πιο αμφιλεγόμενη σκηνή της ταινίας, αλλά και στην πιο αστεία -«Αντόνιο Μαργκαρέεεεετι»- ενώ είναι παρών και στην καταληκτική δήλωση του Ταραντίνου περί «αριστουργήματος». -
Στο «Moneyball» (2011), μία από τις καλύτερες ταινίες της περασμένης δεκαετίας, ο Σπάικ Τζόνζι υποδύεται τον νέο σύντροφο της Ρόμπιν Ράιτ, πρώην συζύγου του Μπραντ Πιτ στο έργο. Η ευγένεια, η συστολή και η συναισθητική του στάση έρχεται σε αντίθεση με τη μονομανία του ήρωα και σε κάνει να καταλαβαίνεις αμέσως τόσο γιατί αποτέλεσε την επόμενη επιλογή, όσο και ποιο ήταν το πρόβλημα στον γάμο τους. -
Aν υπήρχε Όσκαρ Καλύτερου Casting, το 2012 θα έπρεπε να πάει στη Μίντυ Μάριν του «Jack Reacher», κυρίως επειδή προσέλαβε τον Βέρνερ Χέρτζογκ για τον ρόλο του κακού με το προσωνύμιο «Τhe Zec». Περιγράφοντας στεγνά και απρόσωπα τον ανατριχιαστικό τρόπο με τον οποίο επιβίωσε σε μια φυλακή στη Σιβηρία, ο Χέρτζογκ σε κάνει να πιστεύεις ότι ξέρει ακριβώς για τι πράγμα μιλάει - εδώ που τα λέμε, θα μπορούσε όντως να είχε κάνει κι ο ίδιος αυτό που περιγράφει στη σκηνή.