Ο Άνταμ Ντράιβερ υπερβαίνει την «ειδική περίπτωση». Είναι μοναδική και με το νόμο. Από φυσιογνωμία μέχρι υποκριτικό χάρισμα και από έμφυτο φλέγμα ως εξαιρετική περίπτωση χαρακτήρα εν μέσω χολιγουντιανού θορύβου, ο Ντράιβερ είναι ο ηθοποιός που με μόνη τύχη του ότι (επιτέλους) η χολιγουντιανώς εννοούμενη «ομορφιά» δεν έχει πλέον τα ηνία, αποδεικνύεται στην πράξη περιζήτητος από όλες τις πλευρές της δουλειάς.
Η διαδρομή του είναι από μόνη της ενδεικτικό ότι η δυσκολία σφυρηλατεί χαρακτήρα, η διαφορετικότητα εσωκλείει βαθύτερες σημασίες που, ευτυχώς, ακόμα εννοούνται και αξιοποιούνται ως εκλεκτές. Με άλλα λόγια τίποτα δεν φαινόταν ότι πήγαινε σε... Ντράιβερ, όταν έβλεπες ένα nurd, με πεταχτά αυτιά, αντικοινωνική (πυρομανή!) συμπεριφορά και αυτοσχέδια.... fight club, που σύντομα θα κατέληγε υποδεκανέας στους Πεζοναύτες!
Γλύτωσε στο τσακ, λόγω τραυματισμού, το Ιράκ, έφυγε από τον στρατό και σε 180 μοιρών αλλαγή πλεύσης βρέθηκε στο Τζουλιάρντ να σπουδάζει ηθοποιός, μη αποθαρρυνόμενος από την αρχική του αποτυχία.Κι όπως θα δείτε και στο χαρακτηριστικό ακόλουθο βίντεο, χρειάστηκε ένας Κλιντ Ίσγουντ («J. Edgar») για να τον φέρει στα μεγάλα παιδιά. Κι από εκεί και μετά...η γιορτή του casting director. Κοέν (σε αυτή την απίθανη εμφάνιση στο «Inside Llewyn Davis»), Σπίλμπεργκ, Μπάουμπακ, Σκορσέζε, Τζεφ Νίκολς, Τζάρμους φυσικά, Σπάικ Λι, Τέρι Γκίλιαμ, Ρίντλεϊ Σκοτ, Λεός Καράξ.... Ακόμα και ο κολοφώνας του κυρίως ρεύματος, η τελευταία τριλογία του «Πολέμου των Άστρων», τον είχε στο πιο συμβολικό κέντρο του.
Η πλαστικότητά του, η άνεση με την οποία μπορεί να βρεθεί από την ιδιοσυγκρασιακή κωμωδία μιας «indie» περίστασης στο βαρύ κλίμα ενός arthouse (πες το σκορσεζική «Σιωπή» ή τζαρμουσικό «Patterson») κι από εκεί ξανά στο κανονικό περιβάλλον μιας τηλεοπτικής σειράς (4 υποψηφιότητες για Έμμι ήδη ο άνθρωπος) ή τις οσκαρικές προδιαγραφές («Ιστορία Γάμου», «Παρείσφρηση» - οι δύο οσκαρικές υποψηφιότητες) ή την παιχνιδιάρικη ποικιλία («Annette», «Τελευταία Μονομαχία» και «Οίκος των Gucci» σε μια χρονιά!) είναι ενδεικτική ενός ερμηνευτή νέας κοπής και κλασικού διαμετρήματος.
Φέτος, στο «Megalopolis» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, σε έναν ρόλο για πολύ ανθεκτικά κράματα, μεταμορφώνεται παροιμιωδώς, δεν χάνεται μέσα στην χειμαρρώδη εικονοποιία του σκηνοθέτη και πιστοποιεί την ερμηνευτική αντοχή του σε πραγματική αντιξοότητα.
Να είναι καλά, τον χρειαζόμαστε απόλυτα.