Ενάντια στις μόδες και τα ιδεολογικά ρεύματα των εποχών, το σινεμά του Ζαν-Πιερ Μελβίλ στέκει εξίσου δυνατό, επιδραστικό και πιο όμορφο από ποτέ. Το ΣΙΝΕΜΑ τιμά τους κώδικες τιμής των μοναχικών ηρώων του, με μία αναφορά στη σημαντικότερη ταινία του ιδιοφυούς σκηνοθέτη.
Ο Δολοφόνος με το Αγγελικό Πρόσωπο (Le Samouraï, 1967)
Ο Ζεφ Κοστελό είναι ίσως ο πιο αναγνωρίσιμος ήρωας της φιλμογραφίας του Μελβίλ. Ένας επαγγελματίας δολοφόνος που εκτελεί τα συμβόλαια του με απόλυτη ψυχρότητα και μοιάζει να μην έχει καμιά ζωή έξω από το επάγγελμά του. Μετά τη δολοφονία του ιδιοκτήτη ενός νυχτερινού κλαμπ, ο Ζεφ θα συλληφθεί μαζί με άλλους υπόπτους, αλλά θα αφεθεί ελεύθερος έπειτα από αντιφατικές μαρτυρίες. Όμως οι ίδιοι οι εντολείς του προτιμούν να μη ρισκάρουν και αποφασίζουν να τον βγάλουν από τη μέση.
Εκτός από τον Ζεφ Κοστελό του Αλέν Ντελόν, συνολικά το αριστουργηματικό «Le Samouraï» αποτελεί την πιο καθολικά αναγνωρισμένη στιγμή του γαλλικού νουάρ. Για το έργο του Ζαν-Πιερ Μελβίλ σημαίνει πολλά περισσότερα: είναι το κομβικό σημείο όπου κάθε προηγούμενη ταινία φαίνεται πως οδηγούσε και αυτό που οι επόμενες κουβαλούν ως σημείο αναφοράς. Μέχρι εδώ, ο Μελβίλ ήταν ήδη ένας πολύ σημαντικός σκηνοθέτης. Από το «Le Samouraï» και έπειτα το επίθετο «μελβιλικός» μπαίνει δικαιωματικά στα κινηματογραφικά λεξικά. Δεν είναι ζήτημα ποιοτικής διαφοροποίησης, αλλά σύνθεσης ενός ολόκληρου κόσμου που τώρα πια φέρει άμα τη εμφανίσει την υπογραφή του δημιουργού του. Ο Μελβίλ εγκαταλείπει τον διάλογο με τις κινηματογραφικές επιρροές του, παίρνει μόνο όσα τον ενδιαφέρουν και αδιαφορεί για τους προϋπάρχοντες κώδικες του είδους. Όπως γίνεται εμφανές και από την εισαγωγική φράση της ταινίας, ο σκηνοθέτης κλίνει προς τη δημιουργία ενός δικού του Μπουσίντο της καθαρά προσωπικής του οδού που μπορεί να φέρνει κοντά τους ανθρώπους του υποκόσμου και τους σαμουράι, με όρους αμιγώς κινηματογραφικούς.
Ως απόρροια των παραπάνω, η αφαίρεση πραγματοποιεί την εντυπωσιακή είσοδό της στο σύμπαν του Μελβίλ. Μπορεί να μην έχει καταλάβει πλήρως τους εξωτερικούς χώρους, όπως θα γίνει στις δύο επόμενες ταινίες του, «Ο Κόκκινος Κύκλος» («Le Cercle Rouge» , 1970) και «O Mπάτσος» («Un Flic», 1972), όμως ήδη τα εσωτερικά ντεκόρ της ταινίας είναι εξεζητημένα τεχνητές συνθέσεις που αποπνέουν έντονη θεατρικότητα. Σε τέτοιους χώρους, λίγο ενδιαφερόμαστε αν τα νήματα της ιστορίας κινούνται με αληθοφάνεια, ενώ η σχεδόν υπεράνθρωπη μοναξιά και ψυχρότητα του Αλέν Ντελόν μοιάζει φυσική και κατανοητή.
Ο Γάλλος σταρ δημιουργεί έναν αρχετυπικό ήρωα, φορώντας ιδανικά τη μάσκα που έφτιαξε στα μέτρα του ο Μελβίλ. Αυτή του μοναχικού πληγωμένου λύκου, του σύγχρονου σαμουράι που ωθείται από μια δυνατή ορμή θανάτου. Ο σκηνοθέτης τον ακολουθεί σε μεγαλύτερη φόρμα από ποτέ, περιγράφοντας με κάθε κίνηση της κάμερας μια ολόκληρη στάση απέναντι στον κόσμο και στο θάνατο. Ειδικά το τελευταίο φαίνεται πως καίει τον Μελβίλ στην περίπτωση του «Le Samouraï»: η τελετουργική σχέση με το οριστικό τέλος, το ταλέντο να αποδεχθείς τον θάνατο κρατώντας ατάραχη τη μάσκα του πολεμιστή.
Με μία ψυχρή τελειότητα στο καδράρισμα και τη φωτογραφία και με μία εξίσου τέλεια αντικατάσταση των κινηματογραφικών χαρακτήρων από μυθικές φιγούρες, το «Le Samouraï» βάζει τη σημαία του σε μία άπιαστη κορυφή. Ένας κριτικός σημείωσε πως έπειτα από ένα τέτοιο αριστούργημα, ο Μελβίλ θα έπρεπε να είχε εγκαταλείψει το σινεμά. Ίσως και να μην είχε εντελώς άδικο, αφού εδώ σκηνοθέτης θα βρει αυτό που έψαχνε με τον «Χαφιέ» και τη «Δεύτερη Πνοή» («Le Deuxième Souffle», 1966). Μπορεί με τον «Κόκκινο Κύκλο» να επαληθεύει την επιτυχία της ανακάλυψης του και με τον «Μπάτσο» να την προεκτείνει στο απροχώρητο, όμως δεν θα ήμασταν υπερβολικοί αν ισχυριζόμαστε πως με το «Le Samouraï» μπόρεσε να τα πει και να τα κάνει όλα, μία για πάντα.