Οι λάτρεις του αστυνομικού είναι ειδική φάρα. Όπως άλλωστε κάθε λάτρης μιας ειδικής κατηγορίας βιβλίων ή, στην περίπτωσή μας, ταινιών. Είναι άνθρωποι που πέρα και πάνω απ’ όλα θέλουν «να το λύσουν», γι’ αυτό και εκτιμούν ιδιαίτερα την Άγκαθα Κρίστι που ούτε ξεφουρνίζει στοιχεία όποτε την συμφέρει, ούτε επιχειρεί με αλλοπρόσαλλες δομές να μπερδέψει περισσότερο τις συνήθως ήδη μπερδεμένες και πολυπρόσωπες υποθέσεις. Η λογική της Κρίστι, ιδίως όταν δεν φτιάχνει τα κατά Σιμενόν δικά της «σκληρά» μυθιστορήματα (όταν δηλαδή έχει Ηρακλή Πουαρώ ή Μις Μαρπλ στο επίκεντρο), ακολουθεί μια βασική γραμμή πλεύσης: Ένας ενοχλητικός χαρακτήρας, συνήθως πλούσιος, δολοφονείται και μια σειρά ανθρώπων (δηλαδή ΟΛΟΙ) του περιβάλλοντός του είχαν κίνητρο να τον φάνε. Ο Πουαρώ (ή η Μαρπλ) έρχεται (κατά το θαυμάσιο «Ο Επιθεωρητής Έρχεται» - 1954 με τον Άλαστερ Σιμ), συνήθως συνοδευόμενος από έναν υπασπιστή, πιο συχνά τον Κάπτεν Χέιστινγκς, και σε μια θεατρική αυλαία, αφού ο Ηρακλής αγαπά να είναι το επίκεντρο ενός δράματος, ξετυλίγεται το νήμα του τι συνέβη και, βέβαια, «ποιος το έκανε».
Έχοντας πει αυτά, η Κρίστι δεν έχει γνωρίσει αλυσίδα ευτυχών μεταφορών στο σινεμά. (Στην τηλεόραση, οι φαν ξέρουν, η οριστική κουβέντα έχει ειπωθεί από την 24χρονη ενσάρκωση του Ντέιβιντ Σούσε ως Πουαρώ). Ωστόσο, «σχέση» της με τον κινηματογράφο (τον οποίον απεχθανόταν) ξεκίνησε νωρίς, στα τέλη της δεκαετίας του ’20, όταν είχε δεν είχε εκδώσει τα πρώτα της επτά βιβλία -ανάμεσά τους τον «Φόνο του Ρότζερ Ακρόυντ» και το «The Big Four» - και δεν ήταν ούτε 40 καλά-καλά.
Υπάρχουν βέβαια μερικές κλασικές μεταφορές και, καθόλου τυχαία, είναι αυτές που γνωρίζουν όλοι όσοι ενδιαφέρονται για το είδος: Η καλύτερη ανάμεσά τους, σύμφωνα με τους περισσότερους, είναι αυτή του Σίντνεϊ Λουμέτ, που το 1974 μάζεψε έναν απίθανο θίασο πρωταγωνιστών, έβαλε τον Άλμπερτ Φίνεϊ για Πουαρώ (που πήρε οσκαρικά σοβαρά τον ρόλο – ήταν και υποψήφιος) και σκηνοθέτησε το «Έγκλημα στο Όριαν Εξπρές». Δεν φαντάζομαι κάποιος να διαβάζει αυτές τις γραμμές και να το αγνοεί, αρκούν πάντως 5-10 λεπτάκια για να καταλάβει κανείς πόσο λάθος σκηνοθέτης είναι ο Μπράνα για την ίδια ιστορία που αποτόλμησε με εμπορική επιτυχία.
Ο υπογράφων, στα κινηματογραφικά πάντα, προτιμά τον Πουαρώ του Πίτερ Ουστίνοφ, που πάντως δανείζεται πάμπολλα στοιχεία από την κωμική ιδιοφυΐα του ηθοποιού. Όμως οι κινηματογραφικές ταινίες, το «Θάνατος στο Νείλο» (1978) του Τζον Γκίλερμιν και το «Δύο Εγκλήματα Κάτω από τον Ήλιο» (1982) του Γκάι Χάμιλτον, είναι εργόχειρα ατμόσφαιρας, φωτεινότητας, χιούμορ, κορυφαίων επιτελείων εμπρός και πίσω από την κάμερα. Υπό απειλή περιστρόφου θα διάλεγα ίσως το πρώτο, μιας και έχει πρώτης τάξεως έγκλημα/επίλυση, αλλά και μια καρδιά τραγωδίας που το εμπλουτίζει. Τέλος, περί Ουστίνοφ, να πούμε ότι ο ηθοποιός έκανε και μια σειρά τριών τηλεταινιών («Φόνος σε Τρεις Πράξεις», «Dead Man’s Folly» και «Thirteen at Dinner») ως Πουαρώ, άψογος ο ίδιος, όμως ανεπαρκή τα αποτελέσματα.
Δύο είναι οι παραγωγές που κοιτάνε στα μάτια την ταινία του Λούμετ: Οι «Δέκα Μικροί Νέγροι/Ινδιάνοι» (And Then There Were None, καλύτερα) του 1945 από τον Ρενέ Κλερ, μια θαυμάσια μεταφορά του «σκληρού» μυθιστορήματος με το παιχνιδιάρικα μηδενιστικό φινάλε που δεν ξέχασε κανείς (του βιβλίου, όχι του θεατρικού) και το «Μάρτυς Κατηγορίας» (1957) του Μπίλι Γουάιλντερ, με Ντίτριχ και Τάιρον Πάουερ, με τις έξι του οσκαρικές υποψηφιότητες και, επίσης, με το σπέρμα της τραγωδίας μέσα σε ένα περίβλημα ειρωνικό που ο Γουάιλντερ βέβαια εκτελεί στην εντέλεια.
Το «And The There Were None» έχει γνωρίσει κι άλλες διασκευές, εκ των οποίων δύο αγγλόφωνες είναι κάπως γνωστές: Αυτή του 1965 του Τζορτζ Πόλοκ, που έχει την Σίρλεϊ Ίτον από τον «Χρυσοδάκτυλο» (οπότε είμαστε καλά) και αυτή του 1974 του Πίτερ Κόλινσον που διαθέτει καστ (Όλιβερ Ριντ, Έλκε Σόμερ, Ρίτσαρντ Ατένμπορο, Γκερτ Φρέμπε – νάτος πάλι ο Χρυσοδάκτυλος – Στεφάν Οντράν, Σαρλ Αζναβούρ, Αντόλφο Τσέλι) και όχι πολλά άλλα. Και οι δύο τιμώνται από τις off φωνές του «Οικοδεσπότη» τους, η πρώτη με τον Κρίστοφερ Λι και η δεύτερη με τον Όρσον Γουέλς.
Πρόσθετα σε αυτά, υπάρχει μια σοβιετική διασκευή, το «Desyat negrityat» (1987) του Στάνισλαβ Γκοβορούκιν, μακράν ανώτερο και των δύο προαναφερθέντων, στο ύψος της ταινίας του Κλερ και με αβαντάζ τον πρόωρα χαμένο Αλεξάντρ Καϊντανόφσκι, τον απόφοιτο του Ταρκόφσκι στο «Στάλκερ» – και του Νικίτα Μιχάλκοφ στο «At Home Among Strangers, a Stranger Among His Own» (1974). Προτείνεται – κι έχει και το σωστό φινάλε επίσης.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον – και ιδιαίτερα λησμονημένο – είναι το «Σαμπάνια για 2 Μετά την Κηδεία», βασισμένο στο «Endless Night», από τα όψιμα μυθιστορήματα της συγγραφέως. Το κυβερνά ο Σίντνεϊ Γκίλιατ, μια μορφή του προπολεμικού Σεναρίου, που συνεργάστηκε με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ στο «Η Κυρία Εξαφανίζεται» και στην «Ταβέρνα της Τζαμάικα», και που έχει στην συγγραφική ή/και σκηνοθετική ζώνη του το «Night Train to Munich» (1940) του Κάρολ Ριντ και το τέλειο δείγμα του είδους «Green for Danger» (1946), ξανά με τον Άλαστερ Σιμ.
Στην ταινία συνυπάρχουν πολλοί απόφοιτοι από τα Μποντ (Μπριτ Έκλαντ, Λόις Μάξγουελ, Γουόλτερ Γκοτέλ), ενώ είναι και η προτελευταία ταινία του γιγάντιου Τζορτζ Σάντερς, που επτά μήνες πριν την πρεμιέρα της ταινίας βαρέθηκε (κυριολεκτικά) τα εγκόσμια, κατέβασε όσα βαρβιτουρικά βρήκε στο πλησιέστερο φαρμακείο της Βαρκελώνης και αναχώρησε.
Αναφοράς δικαιούται και το σερί των ταινιών με ηρωίδα την Μις Μαρπλ, με την Μάργκαρετ Ράδερφορντ στον επώνυμο ρόλο. Πρόκειται για την διαβόητη σειρά των τεσσάρων ταινιών των αρχών του ’60, από το 1960 έως το 1964, με τον Τζορτζ Πόλοκ, που συναντήσαμε πιο πάνω, στο τιμόνι, και την ιστορική φιγούρα της Ράδερφορντ να παίρνει εξωφρενικές ελευθερίες με το υλικό της Κρίστι και να δέχεται τα πυρά των ιερών θαυμαστών. Έχουν την πλάκα τους πάντως, αν πρέπει να διαλέξεις ένα αυτό θα είναι το «Murder, She Said», που είναι και το πρώτο της σειράς. Ενδεικτικά της αναρχίας στο κατάστρωμα της Μις Μαρπλ, είναι ότι το τέταρτο, «Murder Ahoy!» δεν βασίζεται καν σε βιβλίο της Άγκαθα. Το 1965 ο ιδιοφυής μουρλός Φρανκ Τάσλιν (δάσκαλος του Τζέρι Λιούις), έκανε το «Alphabet Murders», βασισμένο στο βιβλίο της Κρίστι, με έναν κωμικό Πουαρώ στο πρόσωπο του Τόνι Ράνταλ (και Ρόμπερτ Μόρλεϊ για Χέιστινγκς, λατρεία) και την Ράδερφορντ να κάνει ένα πέρασμα ως Μις Μαρπλ.
Το 1980 συνέβη και ο πασίγνωστος «Σπασμένος Καθρέφτη», και πάλι του Γκάι Χάμιλτον, με Μις Μαρπλ την Άντζελα Λάνσμπερι (που έπαιζε δυο χρόνια πριν στο «Death on the Nile»), κι ένα θορυβώδες καστ δίπλα της (Τέιλορ, Χάτσον, Κέρτις, Νόβακ), όμως η ταινία, για αυτόν τον θεατή τουλάχιστον, δεν είναι παρά μια παρακμιακή σαπουνόπερα.
Οι τελευταίες στάσεις της εξιστόρησής μας περιέχουν τρεις αρχαιολογικές, μία λιγότερο και μια εντελώς πρόσφατη. Το «Alibi» του 1931 είναι μια διασκευή του Ρότζερ Ακρόυντ και είναι η πρώτη ομιλούσα μεταφορά στο σινεμά – ηγήθηκε μάλιστα μιας σειράς τριών παραγωγών («Lord Edgware Dies» και «Black Coffee» οι άλλες δύο) στην δεκαετία του ’30 με πρωταγωνιστή, ως Πουαρώ, τον Όστιν Τρέβορ.
Ενδιαφέρον, όσο το θυμάται πια κανείς, είναι το «Love from a Stranger», βασισμένο στο διήγημα «Philomel Cottage», με τον περίφημα ξύλινο Τζον Χόντιακ και την παρακμάζουσα πια τότε μεγάλη σταρ του ’30, Σίλβια Σίντνεϊ, με μια χροιά νουάρ μελοδράματος, από τον σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Γουόρφ, που δεν ευδοκίμησε επί μακρόν στο κινηματογραφικό περιβάλλον.
Τέλος, το 2017, είδατε ίσως το «10 Ύποπτοι για Φόνο» («Crooked House») του Ζιλ-Πακέ Μπρενέρ, με την Γκλεν Κλόουζ, την Κριστίνα Χέντρικς, τον Τέρενς Σταμπ και ένα ευρύ επιτελείο.
Συμπερασματικά, υπάρχει μεν μια σειρά παραγωγών, υπάρχουν όμως και διαστήματα σιγής που το μυθιστόρημα, η Κρίστι και το είδος συνολικά πέρασαν έναν κορεσμό. Σύγχρονα ο Μπράνα επιχειρεί να επαναφέρει και να κεφαλαιοποιήσει. Δεν είναι όμως μόνο ότι δεν το κάνει καλά – διότι προσπαθεί να το κάνει μοντέρνα και το «Στα Μαχαίρια» είναι πιο μελετημένο σε αυτό – είναι και το ότι δεν αποκλείεται αυτό το είδος γραφής και κινηματογράφου να ανήκουν ανεπιστρεπτί σε μια προηγούμενη εποχή του θεάματος και του ιδιώματος.