Αγγελική συγχαρητήρια για την ταινία. Μέσα σε ένα πολύ έντονο, επίκαιρο ιστορικό πλαίσιο το «Σε Μια Άγνωστη Χώρα» σημειώνει μία σημαντική πορεία σε διεθνή φεστιβάλ και ο κόσμος ανταποκρίνεται σ’ αυτή. Πώς προέκυψε η γνωριμία με τον σκηνοθέτη Μάχντι Φλάιφελ και η ανάθεση του ρόλου;
Με πήρε τηλέφωνο η συμπαραγωγός της ταινίας Μαρία Δρανδάκη και με ενημέρωσε οτι ο σκηνοθέτης της ταινίας Μάχντι Φλάιφελ ήθελε να γνωριστούμε για να συνεργαστούμε. Μου έστειλε μερικά link με όλες τις προηγούμενες ταινίες του για να έρθω σε επαφή με το έργο του. Είδα λοιπόν την πρώτη μικρού μήκους του και αμέσως μετά την επόμενη και μετά την επόμενη, οπότε ξενύχτησα όλο το βράδυ βλέποντας όλη την φιλμογραφία του. Παρασύρθηκα και γοητεύτηκα από την δουλειά του. Οπότε πριν καν διαβάσω το σενάριο της ταινίας συναντήθηκα με τον Mahdi. Μου μίλησε για την ιστορία της ταινίας, τί είχε στο μυαλό του, πόσα χρόνια προσπαθούσε να την γυρίσει. Μου αποκάλυψε οτι βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία, που ένας φίλος του αφηγήθηκε μερικά χρόνια πριν, μόλις είχε φτάσει από την Αθήνα στο Λονδίνο. Οπότε πριν ακόμα διαβάσω το σενάριο ήμουν ήδη πολύ θετική.
Σε συνέντευξή του ο Φλάιφελ σημειώνει πως για την Τατιάνα ήθελε μία «γνωστή ηθοποιό που θα φέρει μία λάμψη σε αυτό το σκοτεινό σύμπαν της εξορίας». Εσύ από ποια αφετηρία προσέγγισες τον χαρακτήρα της;
Στις πρόβες αναφερθήκαμε στην φωτογράφο Ναν Γκόλντιν και τους ανθρώπους που φωτογραφίζει. Την ευαλωτότητα, την ανθρωπιά, την μοναξιά και την απελπισία των ανθρώπων στις φωτογραφίες της καθώς και την αίσθηση της ματαιωμένης χαράς. Η Τατιάνα είναι πολύ κοντά στον κόσμο της Ναν Γκόλντιν, η αίσθηση της φθοράς, της απόγνωσης, της τρυφερότητας, του χιούμορ, της κοινωνικής απομόνωσης. Για μένα, οι άνθρωποι που αποτυπώνονται στις φωτογραφίες της έχουν κάτι μυθικό, μυθιστορηματικό, ωμό, καθημερινό, τραγικό και αγαπητικό. Αγαπώ τη Ναν Γκόλντιν και τον κόσμο της. Προσπάθησα να συνδυάσω όλα αυτά με την δική μου ύπαρξη για να καταφέρω να πλησιάσω την Τατιάνα.
Η Τατιάνα είναι μία μοναχική γυναίκα για την οποία δεν μαθαίνουμε πολλά από το σενάριο, αλλά το διαμέρισμά της δηλώνει αρκετά στοιχεία της προσωπικότητάς της. Μίλησέ μας λίγο για το πως καταλήξατε στην εμφάνισή της, αλλά και για το αν συζητήσατε το παρελθόν της πριν το γύρισμα.
Δουλέψαμε πολύ δημιουργικά με τον Μάχντι. Η ταινία και οι χαρακτήρες έχουν στοιχεία ρεαλισμού οπότε θέλαμε να υπάρχει ένα backround ακόμα κι αν δεν αναφέρεται στην ταινία. Οπότε σκεφτήκαμε γιατί έχει αποκλείσει τον εαυτό της από οποιαδήποτε επαφή. Πώς ήταν παλιότερα και πώς είναι τώρα. Oτι είχε παλαιότερα με μια φίλη συνέταιρο ένα κομμωτήριο αλλά πια δεν μιλάνε. Πώς την έχουν εκμεταλλευτεί κατά καιρούς διάφοροι άντρες. Γιατί έχει πια απομονωθεί από τους φίλους της και ζει κυρίως καταναλώνοντας αλκοόλ. Πόσο θέλει να περνάει όμορφα, να ζει στο τώρα, πόσο απεχθάνεται τους Έλληνες άντρες και πόσο της αρέσει να γελάει. Η αμηχανία που της προκαλούν οι καταστάσεις εκτονώνεται μέσω του εκρηκτικού γέλιου της. Δουλέψαμε πολύ αυτές τις εκρήξεις γέλιου της σαν άλλη μια διαφυγή από την πραγματικότητα. Η εμφάνιση ήταν κάτι που είχαμε από την αρχή στο μυαλό μας. Είχαμε ως αναφορά τρεις χαρακτήρες από ταινίες: την Τζούλιαν Μουρ στο «Boogie Nights» του Πολ Τόμας Άντερσον, την Σάρον Στόουν στο «Καζίνο» του Μάρτιν Σκορσέζε και την Κίερστον Γουέρινγκ στο «Fish Tank» της Άντρεα Άρνολντ. Είδα τις ταινίες και μελέτησα αυτούς τους χαρακτήρες που είναι μεν διαφορετικοί άλλα όλοι έχουν ποιότητες της Τατιάνας.
Γιατί δεν μιλάμε για σύγκρουση, αλλά για γενοκτονία, οπότε είναι τραγικό να καταλαβαίνεις πόσο απροκάλυπτα ο δυτικός κόσμος έχει επιτρέψει να συμβαίνει όλο αυτό
Η γνωριμία με την Τατιάνα αποτελεί σημαντικό δραματικό - όσο και δραματουργικό - σταυροδρόμι στην πορεία των δύο πρωταγωνιστών. Μπήκες στον πειρασμό να ρωτήσεις τον σκηνοθέτη για το ποια είναι η εξέλιξη του παράτολμου σχεδίου στο οποίο συμμετέχει; Εσύ, στα γυρίσματα, είχες στην πίσω άκρη του μυαλού σου πως το σχέδιο επιτυγχάνει ή όχι;
Επειδή η ιστορία της ταινίας, αλλά και ο χαρακτήρας της Τατιάνας, βασίζονται σε αληθινά γεγονότα και αληθινά πρόσωπα, ήξερα από την αρχή τί έχει συμβεί. Ο Μάχντι μου αποκάλυψε πως η γυναίκα αυτή όταν έφτασε στην Ιταλία συλλήφθηκε από την αστυνομία και μετά χάθηκαν τα ίχνη της. Υπήρχε μάλιστα και στο σενάριο η τελευταία σκηνή της Τατιάνας που παίρνει τηλέφωνο τον Τσατίλα από την Ιταλία, τον πληροφορεί ότι έχει συλληφθεί από την αστυνομία, τον κατηγορεί και τον βρίζει. Τελικά δεν μπήκε η σκηνή αυτή στην ταινία. Στα γυρίσματα ενώ ήξερα ότι το σχέδιο - για την Τατιάνα τουλάχιστον - δεν επιτυγχάνει, δεν το σκεφτόμουν καθόλου. Κανείς άνθρωπος και κανείς χαρακτήρας δεν ξέρει τί επιφυλάσσει το μέλλον, ούτε τι θα απογίνει. Όλοι ελπίζουμε ότι όλα θα πάνε καλά, κάποιες φορές ισχύει, άλλες όχι. Παρόλο που εγώ ως ηθοποιός ήξερα, ο χαρακτήρας δεν ξέρει, οπότε δεν είχε κανένα νόημα να το σκέφτομαι. Ο χαρακτήρας ζει την παρούσα στιγμή και παίρνει ένα ρίσκο. Που θα οδηγήσει αυτό είναι άγνωστο.
Η αυθεντικότητα της κινηματογράφησης στην ταινία μου άφηνε συχνά την εντύπωση πως δεν παρακολουθώ μυθοπλασία αλλά ντοκιμαντέρ για την παλαιστινιακή συνθήκη, «ενός λαού στην εξορία» όπως υπογραμμίζει ο Φλάιφελ. Πόσο σημαντική θεωρείς την ύπαρξη αυτών των κινηματογραφικών ιστοριών που ενισχύουν τον ανοιχτό διάλογο τέχνης και επικαιρότητας;
Θα σας σύστηνα να δείτε όλες τις προηγούμενες ταινίες του Μάχντι. Το μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ του «A World Not Ours» καθώς και τις μικρού μήκους «A Man Returned», «A Drowning Man», «Xenos» και άλλες. Οι περισσότερες είναι μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας και ακολουθούν φίλους του που έφυγαν από έναν καταυλισμό Παλαιστινίων στο Λίβανο και ήρθαν στην Ελλάδα, για μια καλύτερη τύχη. Οπότε από την αρχή της κινηματογραφικής του πορείας υπάρχει πολύ έντονο το στοιχείο ενός τόπου ανοίκειου, μιας άγνωστης χώρας, μιας γης που δεν υπάρχει, καθώς και ανθρώπων σε εξορία. Ο ίδιος, η οικογένεια του και οι κοντινοί του έχουν βιώσει αυτή την συνθήκη. Εχει διαλέξει από πολύ νωρίς και πολύ συνειδητά να πει τις δικές τους ιστορίες που είναι αληθινές, αποσαφηνίζουν την αίσθηση της εξορίας, του μη ανήκειν και δηλώνουν με δύναμη, ειλικρίνεια και εμπάθεια τι συμβαίνει.
Το «Σε Μια Άγνωστη Χώρα» είναι ένα απόσταγμα του μωσαϊκού ιστοριών που εμπνέει το προσφυγικό. Η παλαιστινιακή ταυτότητα του Φλάιφελ είναι καθοριστική και έντονη στο έργο του. Πόσο εμπλούτισε την πολιτική, προσωπική σου θέση για το μεταναστευτικό ζήτημα - ενδεχομένως και για την ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση - η συμμετοχή σου σ’ αυτή;
Θυμήθηκα έντονα την δεκαετία του '80 όταν παιδάκι έβλεπα στην τηλεόραση τον Γιασέρ Αραφάτ και για κάποιο λόγο που δεν καταλάβαινα, το παιδικό μυαλό μου τον συμπαθούσε. Μεγαλώνοντας και διαβάζοντας κατάλαβα πόσο σύνθετο είναι το ζήτημα και πόσο άλυτο παραμένει. Στα γυρίσματα που ξεκίνησαν λίγο μετά την 7η Οκτωβρίου η κατάσταση ήταν πολύ έντονη. Οι ηθοποιοί και οι τεχνικοί σε απόγνωση με αυτό που συνέβαινε. Γιατί δεν μιλάμε για σύγκρουση, αλλά για γενοκτονία, οπότε είναι τραγικό να καταλαβαίνεις πόσο απροκάλυπτα ο δυτικός κόσμος έχει επιτρέψει να συμβαίνει όλο αυτό. Είναι σοκαριστικό και κυνικό αυτό ζούμε. Ζούμε τον απόλυτο κυνισμό.
Η διεύθυνση φωτογραφίας του Θοδωρή Μιχόπουλου, αλλά και το φινάλε που μου θύμισε κάτι από «Midnight Cowboy» του Τζον Σλέσιντζερ, αντηχούν την ‘70s αισθητική του αμερικανικού σινεμά. Με αυτό ως αφορμή, ποιες είναι οι αγαπημένες σου ταινίες από εκείνη την περίοδο;
Τα «Husbands», «Μια Γυναίκα Εξομολογείται», «The Killing of a Chinese Bookie», «Νύχτα Πρεμιέρας», «Μίνι και Μόσκοβιτς» του Τζον Κασσαβέτης, το «Επάγγελμα Ρεπόρτερ» του Μικελάντζελο Αντονιόνι, τον «Ελαφοκυνηγό» του Μάικλ Τσιμίνο, τον «Μπάρι Λίντον» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, το «The Last Picture Show» του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, το «Eraserhead» του Ντέιβιντ Λιντς, τη «Συνομιλία» του Φράνσις Φορντ Κόπολα είναι μερικές - ενδεικτικά - αμερικανικές ταινίες που μου αρέσουν. Είναι ατελείωτη η λίστα.
INFO
Η ταινία «Σε Μία Άγνωστη Χώρα» προβάλλεται στις αίθουσες σε διανομή Filmtrade.