Κινηματογραφώντας το θαύμα της ενηλικίωσης: Η φιλμογραφία του Αλφόνσο Κουαρόν

Από το Μεξικό ως το διάστημα (με μία στάση στο Χόγκουαρτς)! Ο Αλφόνσο Κουαρόν έχει γενέθλια κι εμείς ξαναβλέπουμε τις ταινίες ενός ουμανιστή σκηνοθέτη που υποτάσσει τεχνολογία και τέχνη.

Από τους Πάνο Γκένα, Ηλία Δημόπουλο, Τάσο Μελεμενίδη
Κινηματογραφώντας το θαύμα της ενηλικίωσης: Η φιλμογραφία του Αλφόνσο Κουαρόν

Βασικό μέλος της αγίας μεξικανικής τριάδας των σκηνοθετών που έχουν πάρει πέντε Όσκαρ σκηνοθεσίας την εξαετία 2014 - 2019, ο Αλφόνσο Κουαρόν έχει στο παλμαρέ του οχτώ ταινίες και μία σειρά σε 33 χρόνια, 11 υποψηφιότητες για Όσκαρ και 4 προσωπικά βραβεία (συν την Καλύτερη Ξένη Ταινία), το ένα μάλιστα για μοντάζ αφού ανήκει στην εκλεκτή κατηγορία σκηνοθετών που μοντάρουν το έργο τους - Λιν, Κιτάνο, Κάμερον, Κουροσάβα, Σόντερμπεργκ μερικοί ακόμα.

Με χαρακτηριστικότερη αισθητική του πρόταση το μονοπλάνο που ενιαιοποιεί τη δράση, αλλά και αφήνει το μάτι «δημοκρατικά» να συνθέσει το δικό του εσωτερικό ντεκουπάζ (ποια εικόνα θα διαδεχθεί δηλαδή την επόμενη), ο Κουαρόν έχει αποδείξει πλαστικότητα προσαρμογής σε είδη και προϋπολογισμούς που τον τοποθετούν με άνεση ανάμεσα στους πιο διακεκριμένους και περίβλεπτους δημιουργούς που εργάζονται στην εποχή μας.

«Ο Άπι(α)στος Τομάς» («Sólo con tu Pareja», 1991)

Άθόρυβο και πάμφθηνο, το ντεμπούτο του Κουαρόν μπορεί να μην είναι κάτι αξέχαστο όμως στην στιλιζαρισμένη εικόνα του (Εμάνουελ Λουμπέσκι επιτρέποντος) και την κωμική εξισορρόπηση της τραγικής του ειρωνείας (ο ήρωας είναι ένας γυναικάς που νομίζει πως έχει AIDS), δεν παύει να είναι μια φιλόδοξη, σκηνοθετικά εκλεπτυσμένη -κι ελαφρώς ηθικοπλαστική- φάρσα που αξίζει να δουν οι ενδιαφερόμενοι σινεφίλ αλλά και οι λογιών σκηνοθέτες που αντικαθιστούν την σκηνοθετική ματιά με γκρίνιες περί ελλείψεως χρημάτων, αφού το ντεμπούτο του Κουαρόν γίνεται σε μια εξόχως μαστιζόμενη οικονομικά εποχή για το μεξικανικό σινεμά. Ηλίας Δημόπουλος

«Η Μικρή Πριγκίπισσα» («A Little Princess», 1995)

Θυμάμαι τον Κουαρόν όταν επισκέφτηκε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2007, έχοντας ως πιο πρόσφατες δουλειές τον «Αιχμάλωτο του Αζκαμπάν» και τα «Παιδιά των Ανθρώπων» να μιλά με τόση αγάπη για τη «Μικρή Πριγκίπισσα» σαν να τελείωσαν εκεί όσα είχε να δώσει στο σινεμά. Η αλήθεια είναι πως εκεί ουσιαστικά άρχιζε το ταξίδι του, με τις τέλειες συνθήκες, μια εξαίσια παραγωγή που του έδωσε την ευκαιρία να μας πάρει από το χεράκι και να μας εισάγει στον κόσμο ενός από τα πιο περίτεχνα και ελεύθερα, σε ό,τι αφορά τη δημιουργική φόρμα, παραδείγματα μαγικού ρεαλισμού που είδαμε ποτέ στο σινεμά. Τάσος Μελεμενίδης

«Μεγάλες Προσδοκίες» («Great Expectations», 1998)

Στην καλύτερη περίπτωση μια ευγενής αποτυχία, ένα φιλμ άπταιστου στιλ και ανθεκτικού ρομαντικού νήματος, που περισσότερο από την εμπορική του επιτυχία κατάφερε να χωθεί και να κοσμήσει μνήμες στην μετεφηβική γενιά της εποχής του. Στην χειρότερη όμως, αυτές οι «Μεγάλες Προσδοκίες» πνίγουν τον νεωτερισμό τους σ’ ένα κολάζ καλαίσθητων καμβάδων που ελάχιστη συνοχή διατηρεί και σοβαρό ατόπημα διαπράττει ως προς το πνεύμα της πρώτης ύλης του Κάρολου Ντίκενς. Ο Κουαρόν έπρεπε πια να κάνει το δικό του καλλιτεχνικό reboot. Ηλίας Δημόπουλος

«Θέλω και τη Μαμά σου» («Y tu Mamá También», 2001)

Έτσι ο Κουαρόν, μετά το στραβοπάτημα που του έδειξε πως το στιλ χρειάζεται τον ιστό ενός σκηνοθετικού σχεδίου, επιστρέφει στη ρίζα του, αφήνει κατά μέρους έναν τρόπο γυρίσματος και παραγωγής και παραδίδει μια από τις κλασσικές δημιουργίες των αρχών του αιώνα, ένα road movie ενηλικίωσης, άφθονου σεξ, ναρκωτικών και κοινωνικοπολιτικού σχολιασμού μιας χώρας και μιας τάξης ανθρώπων, που δεν χαρίζεται πουθενά αλλά και δεν καταντά καταγγελτικός. Ζωντανό, πηγαίο, νευρώδες αλλά και πάντα ενδεικτικό του στιλιζαρίσματος του σκηνοθέτη, το «Θέλω και τη Μαμά σου» επισημοποίησε τον ερχομό ενός αξιοσημείωτου δημιουργού. Ηλίας Δημόπουλος

«Ο Χάρι Πότερ και ο Aιχμάλωτος του Αζκαμπάν» («Harry Potter and the Prisoner of Azkaban», 2004)

Το λογοτεχνικό φαινόμενο έγινε κινηματογραφική μαγεία στα χέρια του Αλφόνσο Κουαρόν. Άλλωστε οι πιστοί του χαριποτερικού σύμπαντος θα αναγνωρίζουν για πάντα τον «Αιχμάλωτο» ως την καλύτερη ταινία της σειράς, και όχι άδικα. Η δυσοίωνη ατμόσφαιρα που συνόδευσε τον διοπτροφόρο μάγο στην πορεία προς την ενηλικίωση, η εφιαλτική απεικόνιση των Παραφρόνων, ο απολαυστικός παραλογισμός του βρετανικού χιούμορ (η σκηνή στο λεωφορείο), είναι μερικά μόνο δείγματα από τις ιδέες του Κουαρόν που ταυτίστηκαν με τη σειρά. Σχόλιο για τους δαίμονες της εφηβείας, σκοτεινό παραμύθι που αψηφά το «ασφαλές» φως των τυπικών μπλοκμπάστερ, ο Κουαρόν έβαλε το πρωταγωνιστικό τρίο να δει «Τα 400 Χτυπήματα» του Τριφό πριν ξεκινήσουν γύρισμα και τον Τζον Γουίλιαμς να μελοποιεί Σαίξπηρ. Ψυχαγωγία και έμπνευση σε κάθε καρέ. Πάνος Γκένας

«Paris, Je t' Aime» (επεισόδιο «Parc Monceau», 2006)

Γυρισμένη κοντά στον ομώνυμο σταθμό του μετρό και γραμμένη μέσα σε αυτοκίνητο κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Ευρώπη,  η πεντάλεπτη συνεισφορά του Κουαρόν στο «Paris, Je t' Aime» περιέχει ό,τι μπορεί να περιμένει κάποιος από ένα φιλμ τόσο μικρής διάρκειας. Επιδεικνύει την άνεση με την οποία χειρίζεται ο ίδιος το μέσο, φτιάχνοντας όλο το φιλμ σε μονοπλάνο και προλαβαίνει να χωρέσει μέσα σε μια σύντομη κουβέντα πατέρα και κόρης (Νικ Νόλτε και Λουντβίν Σανιέ αντίστοιχα), μια παρουσίαση του θέματός του, αλλά και ένα γλυκό twist στο φινάλε. Τάσος Μελεμενίδης

«Τα Παιδιά των Ανθρώπων» («Children of Men», 2006)

Μετά από 27 χρόνια, ένα πρωτοφανές γεγονός συγκλονίζει την ανθρωπότητα: μία γυναίκα μένει έγκυος. Με αφηγηματικό άξονα την επιστημονική φαντασία, ο Αλφόνσο Κουαρόν σκηνοθετεί μία αλληγορία για την προσφυγιά κι ακολουθεί τον απρόθυμο «ήρωα» του Κλάιβ Όουεν σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας με προορισμό την αναγέννηση του είδους. Ο (σχεδόν) μόνιμος συνεργάτης του στη Διεύθυνση Φωτογραφίας, Εμανουέλ Λουμπέσκι, ενισχύει τον εφιάλτη ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος βυθίζοντας τα καρέ της ταινίας στο φάσμα του γκρι, κατασκευάζει με τον Κουαρόν ανεπανάληπτες μακριές λήψεις και η χρήση του φόντου εξωθείται σε ένα ευρύτερο φάσμα αναφορών που περιλαμβάνει από Pink Floyd ως Τζορτζ Όργουελ. Δυναμικό και ταυτόχρονα συγκινητικό, χωρίς να είναι ποτέ μελοδραματικό. Πάνος Γκένας

«Gravity» (2013)

Το εξαιρετικής «βαρύτητας» κινηματογραφικό έργο του ταλαντούχου Μεξικανού αποτελεί πρωτίστως ένα καλλιτεχνικό στοίχημα, γιατί το 2013 ο Κουαρόν έδωσε νόημα στο αμφιλεγόμενο κινηματογραφικό 3D δημιουργώντας μία βιωματική εμπειρία που θα μπορούσε να συγκριθεί με την ευρηματικότητα του πρωτόλειου σινεμά, και την είσοδο του τρένου στο σταθμό της Σιοτά. Με μοναδική πρωταγωνίστρια τη Σάντρα Μπούλοκ στο ρόλο ενός συμβόλου που ξεπερνά το βάρος του προσωπικού, επίγειου δράματος και στη συνέχεια επιβιώνει δια πυρός και σιδήρου (κυριολεκτικά) την αγωνία του διαστήματος, ο Αλφόνσο Κουαρόν έφερε στο μέτρο του ανθρώπου την ψηφιακή τεχνολογία και στον αντίποδα μιας φιλοσοφημένης space opera, κατέθεσε ένα στοχαστικό space ballet. Ένα μπλοκμπάστερ γεμάτο ελπίδα κι ανθρωπιά, το «Gravity» απέσπασε 7 Όσκαρ (μεταξύ των οποίων και Σκηνοθεσίας), αν και κανονικά έπρεπε να κερδίσει και το Καλύτερης Ταινίας. Δεν πειράζει. Αυτό το ευαίσθητο, τεχνολογικό κινηματογραφικό θαύμα θα μνημονεύεται στο άπειρο κι ακόμα παραπέρα… Πάνος Γκένας

«Roma» (2018)

O Κουαρόν ταξιδεύει στην επαρχία της πατρίδας του με ένα αυτοαναφορικό δικό του σενάριο και θέμα μία μικροαστική οικογένεια στα μέσα της δεκαετίας του '70. Ερασιτέχνες ηθοποιοί, ασπρόμαυρη φωτογραφία και τεχνολογικές καινοτομίες στον ήχο αφηγούνται ένα ταξίδι στην προσωπική και ιστορική μνήμη, με τον Κουαρόν να δηλώνει πως αυτή είναι η ταινία που «πάντα ονειρευόταν». Βραβευμένο με Χρυσό Λέοντα στη Βενετία και 3 Όσκαρ (Ξενόγλωσσης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Φωτογραφίας), το «Roma» χρονογραφεί τις εξελίξεις της Πόλης του Μεξικού, μιας πόλης «ρωμαϊκών» διαστάσεων στα μάτια του σκηνοθέτη. Σίγουρα και μίας πόλης επικών τραγωδιών. Μία από τις καλύτερες ταινίες του 2018. Πάνος Γκένας

Disclaimer (2024)

Ο Κουαρόν κάνει για πρώτη φορά ένα τηλεοπτικό βήμα (για την Apple TV) και σκαρώνει μια δημιουργία γύρω από τις αφηγήσεις που στήνουμε γύρω από ένα γεγονός ή από ένα πρόσωπο ή/και από ένα πρόσωπο στη σκιά ενός γεγονότος. Άρα μια δημιουργία αφουγκραζόμενη τους καιρούς μας, όπου καθένας εντάσσει τα τρέχοντα στην κυρίαρχη αφήγηση (του) και μοιράζει αφορισμούς και επευφημίες, δίχως να ακούσει την άλλη πλευρά – ανατριχιαστική η τελευταία ατάκα του Κέβιν Κλάιν προς τον Σάσα Μπάρον Κοέν, εξαιρετικοί κι οι δυο, κι ας επισκιάζονται (αρμοστά) από την Κέιτ Μπλάνσετ στο τελευταίο επεισόδιο (της). Γιάννης Βασιλείου

Η Μελωδία του... Οζ! Πίσω από τη μουσική και τα τραγούδια του «Wicked»«Στο σύγχρονο σινεμά τρόμου ωφελεί να γίνεσαι παράξενος»: Σόφι Θάτσερ και Κλόι Ιστ μιλούν στο ΣΙΝΕΜΑ