Αντζελίνα Τζολί: Η εκθαμβωτική αντίφαση μιας ντίβας

49α γενέθλια για μια δυσθεώρητη ντίβα που επανεφηύρε το glam για τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο μας.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Αντζελίνα Τζολί: Η εκθαμβωτική αντίφαση μιας ντίβας

Η Αντζελίνα Τζολί ορίζει την χολιγουντιανή τάξη πραγμάτων με τρόπο που ελάχιστες στην ιστορία του ιδιότυπου αυτού μέσου έχουν κάνει.

Από χολιγουντιανό τζάκι (κόρη του Γιον Βόιτ), με όλες τiς «αμαρτίες» φορεμένες στο γονίδιο και το περιβάλλον της ανατροφής της, μεγαλωμένη σε ψυχολογικά αντίξοες συνθήκες και σε διαρκούσα ψυχική διαταραχή στην σχέση της με το περιβάλλον, η Τζολί έζησε όλη της την νεότητα καταδικασμένη στην (διαλυτική, ομολογουμένως) αντίφαση ενός σαρκώδους, εξωφρενικά έκδηλα σέξι περιβλήματος και μιας θρυμματισμένης ψυχολογίας που, λογικό ήταν, έχει ουκ ολίγες φορές απασχολήσει τα μίντια με αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές.

Όταν έχεις να κάνεις μ’ έναν άνθρωπο που αποτελεί αρχικά υπόλειμμα εγκαταλείψαντος πατέρα, αναφυόμενη ηθοποιό, ουσιαστικά παντρεμένη από τα 14 με τον φίλο της που έμενε στο σπίτι με τη μάνα της, που έχει ήδη τρεις γάμους, έξι παιδιά, ζωγράφισε με το αίμα της στο t-shirt τον όρκο αγάπης της στον πρώτο σύζυγο, που έχει δοκιμάσει ότι ναρκωτικό υπάρχει πριν ενηλικιωθεί, έχει μαζέψει σεβαστό αριθμό βραβείων αλλά έχει παίξει σε εξίσου σεβαστό αριθμό ανοησιών, έχει αφαιρέσει προληπτικά όργανά της για να αποφύγει κληρονομικό καρκίνο, είναι πρέσβειρα σε περίπου ότι ανθρωπιστικό οργανισμό υπάρχει, χωρίς από τα ‘11 κι έπειτα να έχει εμφανιστεί σε πάνω από έξι (!) ταινίες και εντούτοις είναι ακόμα καθημερινό εξώφυλλο παγκοσμίως, καταλαβαίνεις ότι «κάτι παίζει».

Αυτό που παίζει είναι πως η Τζολί δεν είναι σαν εμάς. Έχει καταργήσει την σοσιομιντιακή γέφυρα αποψίλωσης του stardom, έχει επανεφεύρει την διασημότητα μιας εποχής προ πολλού εγκαταλειμμένης, έχει κρατήσει την ελιτίστικη απόσταση ανάμεσα στο διψασμένο (και μαζί αναισθητοποιημένο) κοινό των tabloids και την λάμψη (με το όποιο, αμφίβολο, κύρος) της διασημότητας. Ό,τι κάνει, όλες οι απίθανες νευρώσεις, οι επιθετικές φήμες, τα «σου ‘φαγα τον άντρα» σκανδαλάκια, τα αμφιλεγόμενα χειρουργεία, ο άλλοτε εκκωφαντικός ανθρωπισμός, οι ματαιόδοξες (;) κινηματογραφικές σκηνοθεσίες, ακόμα και οι σιωπές της, αποτελούν είδηση για ένα κοινό που ζήτημα πια αν την ξέρει από το σινεμά.

Και η αλήθεια είναι πως η Τζολί δεν είχε ποτέ το σινεμά ως κάτι (πολύ) παραπάνω από αφορμή δραστηριοτήτων και αίτιο πλούτου. Έχει κάνει πλήθος ασήμαντων ταινιών – κι αν θελήσεις να είσαι λίγο αυστηρότερος ούτε μια μεγάλη. Ωστόσο είναι καλή ηθοποιός. Και με τα μέτρα της ικανότητας και με τα δυσκολότερα μέτρα της αντοχής στην υποστήριξη τεράστιων οικονομικών σχεδίων πάνω της. Η παρουσία της στο κάδρο είναι γεγονός, δεν μπορείς να πάρεις το βλέμμα από πάνω της, έχει την έμφυτη επιδεικτική σαγήνη του σταρ.

Πριν την διασημότητα κρατάς μόνο ένα τηλεοπτικό για την ζωή της Τζία Καράντζι που της απέφερε Χρυσή Σφαίρα, SAG αλλά και υποψηφιότητα για Έμμι. Είναι όντως εντυπωσιακή στο ρόλο μιας αυτοκαταστροφικής προσωπικότητας – αν και γεννημένη για τέτοιους ρόλους. Στο «Ακολουθώντας την Καρδιά» (1998), ανάμεσα σε Σον Κόνερι, Τζίνα Ρόουλαντς, είναι ηφαίστειο κανονικό, στις «Ερωτικές Αναταράξεις» (1999), ανάμεσα σε Κιούζακ και Μπίλι Μπομπ Θόρτον (εδώ άρχισε το κακό) επίσης, στον «Συλλέκτη Οστών» του Φίλιπ Νόις κρατά τα γκέμια από κοτζάμ (τετραπληγικό) Ντενζέλ Ουάσινγκτον.

Την ίδια χρονιά παίρνει Όσκαρ στο «Κορίτσι που Άφησα Πίσω», επισκιάζοντας την Γουινόνα Ράιντερ, αποδεικνύοντας την απερπάτητη απόσταση ανάμεσα στο «καλή» και το «σταρ», ενώ το 2000 περιφέρεται θελξικάρδια στο «Gone in 60 Seconds» δίπλα στο σταρ τότε Νίκολας Κέιτζ.

Το 2001 έρχεται η «Λάρα Κροφτ», κολοσσιαία επιτυχία, ορισμός μιας videogame σεξουαλικότητας που την έχει ήδη στο μισό κάδρο της και βέβαια, πώς να το πούμε ευγενικά, μην μας κακοχαρακτηρίσουν κιόλας, την Αλίσια Βικάντερ ποιος την θυμάται;

Η δεκαετία που ακολουθεί έχει απίστευτες βλακείες στο σινεμά, όμως η ίδια, άτρωτη εντελώς, είναι η σταρ που εκτοπίζει την Τζούλια Ρόμπερτς από τον θρόνο, που απαιτεί και παίρνει τα περίφημα «20 εκατομμύρια την ταινία», που γίνεται το θέμα συζήτησης όταν με τον «Κύριο και την Κυρία Σμιθ» ανατινάζει τα πλατώ της ερωτικής χημείας με τον Μπραντ Πιτ, διευκρινίζει άψογα το female empowerment σε ρόλους και εικονικότητα και, για τον υπογράφοντα, κάνει μία από τις δύο μόλις ωραίες της ταινίες – γενικώς…

Το ‘08 έρχεται ο Κλιντ στον δρόμο της με την «Ανταλλαγή», πεμπτουσία κοστουμαρισμένου δράματος και προσωπικής ταινίας είναι, ενόσω η Τζολί αντέχει με άνεση το βάρος του, φαινομενικά ναρκισσιστικού, ρόλου. Στο ενδιάμεσο υπήρξε πανέμορφη (και άκυρη) Ολυμπιάδα στο τερατούργημα του Στόουν για τον «Αλέξανδρο» και λειτουργικά υποστηρικτική στον τέλειο «Καθοδηγητή» του ΝτεΝίρο.

Με τα «Wanted» και «Salt», που είναι περισσότερο ανούσια από μέτρια, έδειχνε στον αυτόματο πως έχει το action στο τσεπάκι των εκατοντάδων εκατομμυρίων της και σιγά-σιγά έμπαινε στο κόλπο και η σκηνοθεσία που την ενδιέφερε περισσότερο από τον φακό, ίσως και ως όχημα της ανθρωπιστικής της δράσης. Παρένθεση των τεσσάρων δουλειών της (η μία εκ των οποίων, ο «Αλύγιστος», έχει και την υπογραφή των αδελφών Κοέν στο σενάριο), είναι το «By The Sea», φόρος τιμής στο ευρωπαϊκό σινεμά του ‘70 και μνημείο προβληματικών σχέσεων της ζωής της (με τον τότε σύζυγο Πιτ και τον μπαμπά Βόιτ), αξίζει ένα βλέμμα παρά την εμφανή αυταρέσκεια και τον, ως επί το πλείστον, κριτικό τεμαχισμό.

Όπως προαναφέρθηκε η Τζολί δεν χολοσκάει με το σινεμά εδώ και μια δεκαετία, όχι ως πρωταγωνίστρια (για παράδειγμα δείτε τους μαρβελικούς «Eternals»). Η κράση της, παράξενα ευαίσθητη και ανθεκτική, απόμακρη και ανθρωπιστική μαζί, είναι άλλης σύστασης. Τέτοιες «κατασκευές» στην ιστορία του Χόλιγουντ σπάνια την βγάζουν καθαρή, το γραμμένο τους συχνά είναι λίγο παραπάνω από το σύνηθες ανεξέλεγκτο. Έχουν όμως την απόκοσμη γοητεία τους. Τούτη, σαρκώδης και λιπόσαρκη μαζί (άλλη μια θεαματική της αντίστιξη) έχει τον μαγνητισμό της αυθεντικότητας, προκαλεί την θυμηδία της αμηχανίας, το σχόλιο του απλησίαστου, το σκώμμα του απρόσιτου. Περιμένουμε σύντομα να «ακούσουμε» τις ερμηνευτικές της άριες ως Μαρία Κάλλας στη «Maria» του Πάμπλο Λαρέν, σε έναν ρόλο που δύσκολα θα περάσει απαρατήρητος και μια επιλογή εκ φύσεως έντονη στους όποιους (μην γινόμαστε και ανίεροι) παραλληλισμούς της.

Να είναι καλά, να αντέξει, να βρει τα υλικά και την δουλειά να κάνει την «δυσνόητη», συναρπαστική ζωή της ποικιλόμορφα καλύτερο έργο.

Τζόντι Φόστερ και Ρόμπερτ Ντάουνι Τζρ. εκτοξεύουν το Actors on Actors του VarietyΒίντεο: Ο Τζον Γουίλιαμς και η παγκόσμια γλώσσα της μουσικής