«Ήθελα η ταινία μου να είναι σαν παζλ»: Μια απολαυστική κουβέντα με τον σκηνοθέτη Αντουάν Μπαρό

Ο σκηνοθέτης Αντουάν Μπαρό δεν ενδιαφέρεται αν θα συμπαθήσετε τον κεντρικό χαρακτήρα της ταινίας του, του αρέσει να παίζει με τις προσδοκίες σας, λατρεύει τον «Δεσμώτη του Ιλίγγου» και αντιπαθεί το φινάλε των «Συνήθων Υπόπτων». Είχαμε μαζί του μια (πολύ) κινηματογραφική συζήτηση στο πλαίσιο του περασμένου φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου με αφορμή την ταινία του «Το Μυστικό της Μαντλίν Κόλινς», η οποία βγαίνει στις αίθουσες αυτή την Πέμπτη από τη Weird Wave.

Συνέντευξη στον Γιάννη Βασιλείου
«Ήθελα η ταινία μου να είναι σαν παζλ»: Μια απολαυστική κουβέντα με τον σκηνοθέτη Αντουάν Μπαρό

«Το Μυστικό της Μαντλίν Κόλινς» είναι μια ταινία όσο μυστικοπαθής υπόσχεται και ο τίτλος της. Μέχρι να έρθει η μεγάλη της ανατροπή σε βάζει στη διαδικασία να προσπαθείς να μαντέψεις ποια ιστορία αφηγείται και έρχεται στις αίθουσες για να ξεγελάσει την πείνα εκείνων των θεατών που κάποτε ταλαιπωρούσαν τους υπαλλήλους των βιντεοκλάμπ, ζητώντας να τους προτείνουν «καμία ταινία με καλή ανατροπή». Έχει δε έναν κεντρικό γυναικείο χαρακτήρα δυναμικό για τον σκηνοθέτη της , ίσως αντιπαθητικό για κάποιους, αλλά σε κάθε περίπτωση διόλου αδιάφορο.

Γι’ αυτά και για άλλα πολλά συνομιλήσαμε με τον σκηνοθέτη της ταινίας Αντουάν Μπαρό, σε μια συνέντευξη που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του πρόσφατου φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου.

Στην αρχή της ταινίας σας βλέπουμε μια γυναίκα να έχει δύο οικογένειες, μια θέση στην οποία συνήθως βρίσκουμε ανδρικούς χαρακτήρες στο σινεμά. Είναι αυτή η πρώτη ανατροπή από τις ανατροπές που θα ακολουθήσουν;

Να ξεκαθαρίσω αρχικά ότι δεν δουλεύω ακριβώς ψάχνοντας μια ιδέα για ανατροπή. Συνήθως μου έρχεται μια εικόνα ξαφνικά στο μυαλό και από εκεί και πέρα εξετάζω αυτή την εικόνα, την παρατηρώ και μέσα από την παρατήρηση προκύπτει η ιστορία, κατά κάποιον τρόπο χωρίς να χρειαστεί να κάνω τίποτα παραπάνω. Έτσι καταπολεμώ και τον μόνιμο συγγραφικό φόβο της «λευκής σελίδας», καθώς αισθάνομαι ότι δεν αποφασίζω εγώ, ότι αποφασίζει η εικόνα για μένα. Γενικά δεν είμαι καθόλου πνευματικός άνθρωπος, δεν πιστεύω στην ύπαρξη κάποιας ανώτερης δύναμης που υπαγορεύει τις πράξεις μας, με εξαίρεση αυτό που σας ανέφερα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είχα την εικόνα μιας γυναίκας που έχει μια διπλή ζωή. Αυτό μου φάνηκε ενδιαφέρον, καθώς σκέφτηκα ότι είναι μια ελεύθερη γυναίκα, μια γυναίκα που παίρνει αποφάσεις. Δεν ισχυρίζομαι ότι προσπαθώ να εκφράσω κάποιο κίνημα, απλά είναι κάτι που δεν έχουμε δει στο σινεμά και το θεώρησα ενδιαφέρον.

Είναι κατά κάποιον τρόπο η ταινία σας ένα ταξίδι μιας γυναίκας από τον ετεροπροσδιορισμό της στον αυτοπροσδιορισμό της;

Δεν είναι κατά κάποιον τρόπο, είναι ακριβώς αυτό! Κάποια στιγμή παρατήρησα ως άνδρας κινηματογραφιστής ότι το σινεμά είναι γεμάτο με άνδρες κινηματογραφιστές που σκηνοθετούσαν γυναίκες και ότι ο τρόπος που κινηματογραφούσαν τις γυναίκες ήταν ως μοιραίες γυναίκες, ως αντικείμενα του πόθου, ως συντρόφους ενίοτε, αλλά πάντα με μια τέτοια ματιά, εστιάζοντας κυρίως στη δική τους επιθυμία. Ωστόσο υπήρξαν λίγοι, όπως ο Κασαβέτης με τη Τζίνα Ρόουλαντς, ο Aντονιόνι με τη Μόνικα Βίτι, ο Παζολίνι με τη Μανιάνι, που έγραψαν σπουδαίους γυναικείους χαρακτήρες, που δεν παγίδευαν τις γυναίκες στη δική τους επιθυμία και στο δικό τους βλέμμα, αλλά τις άφηναν να δείξουν ότι είναι σπουδαίοι άνθρωποι και ότι έχουν τη δική τους φωνή. Ήταν σκηνοθέτες που αναδείκνυαν το εύρος των συναισθημάτων και του χαρακτήρα μιας γυναίκας. Αυτό κινητοποίησε κι εμένα σε αυτή την περίπτωση.

Γράψατε συγκεκριμένα για τη Βιρζινί Εφιρά τον κεντρικό ρόλο στο σενάριό σας;

Όχι, επειδή ήταν πολύ περίπλοκο σενάριο, έπρεπε να κουμπώνουν τα πράγματα και να έχει μια συγκεκριμένη άρθρωση, οπότε ήμουν πολύ απορροφημένος για να κάνω τέτοιες σκέψεις. Ωστόσο, όταν το ολοκλήρωσα, πράγματι σκέφτηκα πρώτα την Βιρζινί Εφιρά για τον ρόλο. Σκέφτηκα επίσης την Τζόντι Φόστερ όταν ήταν πάρα πολύ νέα, αλλά δεν βρίσκεται πια σε αυτή την ηλικία, οπότε ήταν κάτι μη εφικτό. Ωστόσο θεωρώ ότι η Βιρζινί έχει ένα πλεονέκτημα. Είναι μια γυναίκα που δεν είναι μόνο ιδιαίτερα όμορφη, αλλά είναι και εξαιρετικά θερμή, εξαιρετικά φωτεινή, έχει αυτό το χάρισμα που αποκαλώ «πίστωση αγάπης» και την ακολουθεί σε ό,τι κι αν κάνει, οπότε όταν καλείται να ενσαρκώσει έναν χαρακτήρα που θα προβεί σε διεστραμμένες πράξεις, μπορεί να κρατήσει τους θεατές μαζί της και να συνεχίσουν να αναζητούν την ανθρωπιά σε αυτή τη γυναίκα.

Όντως ο χαρακτήρας έχει πολλά αρνητικά στοιχεία. Για παράδειγμα, πέρα από το gaslighting που κάνει, σε κάποια σκηνή φαίνεται να εκβιάζει τον ίδιο της τον γιο. Ανησυχούσατε αν το κοινό θα μπορέσει να ταυτιστεί μαζί της;

Προσωπικά καθόλου. Αυτοί που έβαλαν τα χρήματα για την ταινία, όμως, πάρα πολύ (Γέλια). Πραγματικά, με εξόργιζε το γεγονός ότι έλεγαν συνέχεια «δεν θα είναι αρκετά συμπαθητική για το κοινό». Λοιπόν, δεν με νοιάζει καθόλου! Δεν πάει κανείς σινεμά γιατί θέλει να κάνει φίλους. Πηγαίνει σινεμά γιατί θέλεις να δεις έναν πολύπλοκο χαρακτήρα, για να ακούσεις την ιστορία που έχει να σου πει. Δεν με νοιάζει αν θα είναι συμπαθητική η ηρωίδα μου. Στην ταινία ήθελα να ανακτήσω αυτό το αίσθημα που ολοένα και χάνεται στο σινεμά και είναι το άγνωστο. Να υπάρχουν απρόοπτα, να μην ξέρεις τι θα συμβεί μετά. Αν δεις ένα τρέιλερ πια, ξέρεις τι θα συμβεί στην ταινία, γνωρίζεις ακόμα και την αλληλουχία των γεγονότων. Οπότε δεν με πειράζει ο θεατής να μην καταλαβαίνει, το θεωρώ καλό. Ήθελα να μην ξέρουν που πηγαίνει η ταινία, ήθελα να είναι λίγο σαν παζλ, να μην ξέρουν που να βάλουν τα κομμάτια. Να αναρωτιούνται πχ. που τοποθετείται η εναρκτήρια σκηνή. Η μόνη μου αγωνία ήταν μήπως οι θεατές δεν καταλάβουν, αλλά με έναν δυσάρεστο τρόπο. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις που δεν καταλαβαίνεις μεν, αλλά με μια παροιμιώδη διάθεση, με έναν ενθουσιασμό για το που σε πηγαίνει ο σκηνοθέτης. Αν δεν καταλαβαίνεις με δυσάρεστο τρόπο που σε πηγαίνει μια ταινία, τότε η ταινία σε διώχνει.

Όντως, αν ως θεατής σκέφτεσαι διαρκώς το «μετά», υπάρχει ο κίνδυνος να πάψει να σε ενδιαφέρει το «τώρα» της ταινίας. Αυτή ήταν και η επόμενη ερώτησή μου. Μέχρι να έρθει η μεγάλη αποκάλυψη στο τέλος της δεύτερης πράξης, κρατάτε πολλά μυστικά, πειράζετε τον θεατή και ανατρέπετε διαρκώς τις προσδοκίες του. Σας αρέσει να παίζετε με τις προσδοκίες του κοινού;

(Με γουρλωμένα μάτια) Το λατρεύω! (Γέλια) Ξεκάθαρα το απολαμβάνω και μάλιστα πάρα πολύ. Καθώς έγραφα το σενάριο, άρχισα να αναρωτιέμαι πώς θα το έβλεπε ο θεατής. Είναι δύσκολο όταν γνωρίζεις εσύ ο ίδιος την ιστορία να έχεις μια απόσταση και να αντιλαμβάνεσαι τι έχεις αποκαλύψει και τι όχι. Κάποια στιγμή προσέλαβα μια σύμβουλο σεναρίου, η οποία με βοήθησε πάρα πολύ. Μου έλεγε πχ. «αυτό το έχουμε ξαναδεί», «αυτό που θες να πεις δεν έχουμε πάρει χαμπάρι ό,τι συμβαίνει», «ετούτο μας το έχεις ξαναπεί τρεις φορές, δεν υπάρχει λόγος να επαναληφθεί». Δουλεύοντας μαζί της με βοήθησε πάρα πολύ να καταλάβω κάποια πράγματα και κατέληξα στην εξής αρχή: κάθε σκηνή είχε και μια νέα πληροφορία. Μπόρεσα έτσι να δημιουργήσω έναν ρυθμό στις πληροφορίες που παρείχα στους θεατές, τους άφηνα χώρο ώστε να εμπεδώσουν κάθε πληροφορία και να την τοποθετήσουν στο παζλ και μετά προχωρούσα.

Τι συνιστά για εσάς μια καλή σεναριακή ανατροπή και ποιες είναι μερικές από τις αγαπημένες σας κινηματογραφικές ανατροπές;

Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση, για την οποία δεν είμαι καθόλου προετοιμασμένος (Γέλια). Θα ξεκινήσω ανάποδα για να σας απαντήσω. Δεν μου αρέσει καθόλου η ανατροπή των «Συνήθων Υπόπτων» (Usual Suspects, 1995). Eίναι όντως εντυπωσιακή και άφησε πολύ κόσμο άφωνο, αλλά εγώ θεωρώ ότι αυτή η ταινία κλέβει. Κι αυτό επειδή σε όλη τη διάρκεια της ταινίας δεν αφήνει κανένα περιθώριο ώστε ο θεατής να υποψιαστεί ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο, άρα δεν συμμετέχει καθόλου. Κι αυτό δεν το βρίσκω καθόλου παιγνιώδες. Στην ταινία δεν συμμετέχεις καθόλου με τον τρόπο που θα έπρεπε να συμμετέχεις για να ανακαλύψεις την ανατροπή.

Ακριβώς για το ίδιο πράγμα είχαν κατηγορήσει έναν αιώνα πριν την Αγκάθα Κρίστι για το «Ποιος Σκότωσε τον Ρότζερ Ακρόιντ», μια ιστορία που επίσης χρησιμοποιούσε το μοτίβο του αναξιόπιστου αφηγητή.

Ναι, αλλά της Αγκάθα Κρίστι ήταν πάρα πολύ δυνατή. Μια ανατροπή πιο κοντά σε αυτό που θεωρώ καλή ανατροπή ήταν εκείνη στο «Βαθύ Κόκκινο» (Profondo Rosso, 1975) του Ντάριο Αρζέντο. Για τη στιγμή που συνειδητοποιούμε ότι δεν πρόκειται για πίνακα, αλλά για καθρέφτη, θα είμαι για πάντα ευγνώμων στον Αρζέντο και θα τον ζηλεύω θανάσιμα ως σκηνοθέτης. Και φυσικά να μην ξεχάσουμε και την ανατροπή στον «Δεσμώτη του Ιλίγγου»(Vertigo,1958), που είναι και μία από τις αγαπημένες μου ταινίες.

Αυτό είναι εμφανές και στην ταινία σας από τα ονόματα της ηρωίδας και από το παιχνίδι με τις ταυτότητες.

Θα σας απαντήσω αυτό που απάντησα και σε άλλους δημοσιογράφους. Δεν επέλεξα ποτέ συνειδητά η ταινία μου να έχει καμία ομοιότητα με την ταινία του Χίτσκοκ. Να έχει πχ. καστανό και ξανθό μαλλί η ηρωίδα. Και κυρίως δεν θέλησα ποτέ να είναι θύμα, γιατί η Κιμ Νόβακ στην ταινία του Χίτσκοκ είναι θύμα των ανδρών. Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι διάλεξα το όνομα Μαντλέν για τον τίτλο και το όνομα Τζούντι που παραπέμπουν στον «Δεσμώτη του Ιλίγγου», αλλά δεν συνέβη συνειδητά. Και εντάξει, μου λένε συχνά για τον κότσο στο μαλλί, αλλά η Εφιρά είναι ξανθιά, κάποια στιγμή έπιασε το μαλλί της κότσο, δεν ήταν φόρος τιμής. Προφανώς, όμως, το ασυνείδητο μου επαναστατεί και θέλει να βάλει οπωσδήποτε πράγματα από την ταινία του Χίτσκοκ στην ταινία μου (Γέλια).

Είχατε κάποιες άλλες επιρροές πέρα από τον «Δεσμώτη του Ιλίγγου»;

Mια από τις επιρροές της ταινίας είναι το «Κράμερ εναντίον Κράμερ», μια ταινία την οποία θεωρώ ιδιαίτερα παραγνωρισμένη.

Μα έχει πάρει τέσσερα Όσκαρ. Και μάλιστα ένα από αυτά ήταν εκείνο της Καλύτερης Ταινίας απέναντι στο «Αποκάλυψη Τώρα» και το «All that Jazz».

Αλήθεια είναι αυτό, αλλά κανείς σήμερα δεν αναγνωρίζει τον Ρόμπερτ Μπέντον ως σπουδαίο σκηνοθέτη, ούτε του πιστώνει την φανταστική δουλειά που έκανε στην ταινία. Έχει γίνει συγκλονιστική δουλειά στη σκηνοθεσία και στη διεύθυνση φωτογραφίας στην ταινία, για να μην μιλήσω για τις ερμηνείες της Μέριλ Στριπ και του Ντάστιν Χόφμαν. Η φωτογραφία της ταινίας επηρέασε πολύ εκείνη της δικής μου, όπως και ο χαρακτήρας της Μέριλ Στριπ. Μιλάμε για μια αμερικανική ταινία στα τέλη των ‘70s, όπου μια μητέρα εγκαταλείπει το παιδί της και επανέρχεται για να το διεκδικήσει, για να το εγκαταλείψει ξανά στο τέλος. Ο τρόπος που ενσαρκώνει η Στριπ τον χαρακτήρα του δίνει την απαραίτητη ανθρωπιά. Με αυτό τον ρόλο η Στριπ άνοιξε τον δρόμο για πολύ πιο ενδιαφέροντες ρόλους  γυναίκας και, κυρίως, μητέρας.

Μια άλλη ταινία που με επηρέασε ήταν το «Cat People» (1942) του Ζακ Τουρνέρ. Κάποια στιγμή κοιτούσα ένα από τα stills της παραγωγής και παρατήρησα ότι, ενώ πρόκειται για ταινία του φανταστικού, είναι γυρισμένη με έναν εξαιρετικά «μπουρζουάδικο», ακαδημαϊκό τρόπο. Δεν έχει ειδικά εφέ που προσπαθούν να σε τρομάξουν, τα κάδρα είναι πολύ συγκεκριμένα, πολύ προσεκτικά στημένα, στο προσκήνιο βρίσκεται και πάλι μια δυναμική, όμορφη γυναίκα, όπως η Εφιρά, και η αγριότητα δεν εκφράζεται πουθενά αλλού, παρά μόνο μέσα της. Δεν υπάρχει στο κάδρο, στα κουστούμια, στον τρόπο που φωτίζεται η ταινία, προκύπτει μόνο στο εσωτερικό του χαρακτήρα. Είναι εντελώς ακαδημαϊκά στημένο, γι’ αυτό κι εγώ επέλεξα να στήσω τόσο ακαδημαϊκά και τη δική μου ταινία. Ήθελα η μοναδική παραμόρφωση, η μοναδική αγριότητα να υπάρχει μόνο μέσα στην ηρωίδα και πουθενά αλλού.

INFO
H ταινία «Το Μυστικό της Μαντλίν Κόλινς» κυκλοφορεί στις αίθουσες την Πέμπτη 7 Ιουλίου από την Weird Wave.