Αντόνιο Μπαντέρας: Από τον πόνο μιας αφάνειας στον θρόνο της καλλιτεχνικής δόξας

Στις αίθουσες, επιτέλους, η νέα ταινία του Πέδρο Αλμοδοβάρ, που έχει για προμετωπίδα την ήδη σημαδιακή δεύτερή του επανένωση με τον πρωταγωνιστή της καρδιάς του, τον επί δεκαετίες αγαπητό Αντόνιο Μπαντέρας. Για τον οποίον και το κείμενο που ακολουθεί.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Αντόνιο Μπαντέρας: Από τον πόνο μιας αφάνειας στον θρόνο της καλλιτεχνικής δόξας

Το ισπανικό σινεμά, στους άρρενες πρωταγωνιστές του, δεν κατάφερε να ξεπεράσει συχνά τα όρια της χώρας. Μόνο η περίπτωση ενός Φερνάντο Ρέι κατά το παρελθόν μπόρεσε να αποκτήσει ένα ευρωπαϊκό κύρος και να βρεθεί και σε κάποιες υπερατλαντικές παραγωγές. Από την δεκαετία του ’90 όμως κι έπειτα, ο Αντόνιο Μπαντέρας (στη συνέχεια και ο Χαβιέ Μπαρδέμ βέβαια), έγινε ο Ισπανός σταρ που «όλος ο κόσμος» ήξερε.

Το παιδί από τη Μάλαγα, της οποίας και φανατικός οπαδός της ποδοσφαιρικής της ομάδας παραμένει – έστω κι αν διαμένει στα προάστια του Λονδίνου πλέον – έκανε μια μεγάλη διαδρομή από την Μαδρίτη των αρχών του ’80 και το αναγεννησιακό ρεύμα της Μοβίδα Μαδριλένια, που άλλαξε και ανανέωσε τον πολιτιστικό πρωτευουσιάνικο αέρα της χώρας τότε. Και αρωγός του υπήρξε ο πιο χαρακτηριστικός εκφραστής του ηδονιστικού, απελευθερωτικού (και κάπως χαοτικού) αυτού ρεύματος στο σινεμά, ο Πέδρο Αλμοδοβάρ.

Ο Μπαντέρας έπαιξε σε αρκετά έργα στην δεκαετία του ’80, ακόμα και σε μια ταινία του Κάρλος Σάουρα, ήταν όμως οι συνεργασίες με τον Αλμοδοβάρ που μαζί με την φήμη του δημιουργού στύλωναν ένα όνομα για τον επίδοξο ηθοποιό. «Ο Λαβύρινθος του Πάθους», «Μάταντορ», «Ο Νόμος του Πόθου» και βέβαια «Οι Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης» του 1988 απογείωσαν το όνομα του Αντόνιο που χρειάστηκε δύο ακόμα τσιμπιές για να βρεθεί στη λέσχη των μεγάλων παιδιών, στο Χόλιγουντ. Η μια ήταν το «Δέσε με» και η άλλη η…Μαντόνα που τον ερωτεύτηκε και τον έφερε στο Χόλιγουντ – τον βλέπουμε μάλιστα και στο περίφημο «Truth or Dare: In Bed With Madonna» (1991) εκείνης της εποχής.

Το 1992, παρότι τα αγγλικά του είναι ανεπαρκή, μαθαίνει φωνητικά τον ρόλο του Νέστορ Καστίγιο και μαζί με τον Αρμάν Ασάντε φτιάχνουν τους «Μάμπο Κινγκς», ένα από τα πρώτα λατρεμένα ποπ εμβλήματα κινηματογράφου του ’90. Ο Μπαντέρας τραγουδάει «Beautiful Maria of My Soul», κάνει ότι παίζει και τρομπέτα (παίζει ο Αρτούρο Σάντοβαλ) και τα λιποθυμικά επεισόδια του γυναικείου πληθυσμού συγκρότησαν την πρώτη αναφορά πως ένα αστέρι γεννιόταν.

Το 1993 ο Μπαντέρας είναι ανάμεσα στο υπερδιαστημικό καστ του «Σπιτιού των Πνευμάτων» του Μπιλ Όγκαστ – που όμως δεν σωζόταν από τους ηθοποιούς – και είναι ο αγαπημένος του Τομ Χανκς στο «Φιλαντέλφια» - μια τεράστια αναγνώριση σ΄ένα έργο που αλλάζει τα πάντα και ενηλικιώνει την δυτική ανθρωπότητα.

Το ’94 κάνει το αρχοντοβαμπίρ ανάμεσα σε Κρουζ και Πιτ στην «Συνέντευξη Μ΄ Έναν Βρυκόλακα», ξανασυναντά την Ιζαμπέλ Αλιέντε στο απογοητευτικό «Του Έρωτα και της Σκιάς» (τονώνει όμως το σέξι προφίλ του και με ολίγη από Τζένιφερ Κόνελι), μπαίνει στο αμφιλεγόμενο τριπ του να παίζει τον λατίνο εραστή (και τον έπαιξε για χρόνια) και το ’95 έρχεται ο Ροντρίγκεζ με τον «Desperado» να τον κάνει έναν μικρό, «ανεξάρτητο» σταρ. Και είναι χρονιά κρίσιμη αυτή γιατί αντέχει, έστω με πολλή αυταρέσκεια, δίπλα στον Σταλόνε στην «Ώρα των Εκτελεστών», παίζει στα σπονδυλωτά «4 Δωμάτια» (στο κομμάτι του Ροντρίγκεζ), τον σκηνοθετεί ο Πίτερ Χολ (!) στο κάκιστο «Ποτέ Μη Μιλάς σε Ξένους» (άλλο το σινεμά, άλλο το θέατρο), ξεκινά γυρίσματα για αυτό που θα πούμε στην επόμενη παράγραφο ΚΑΙ γνωρίζει και την Μέλανι Γκρίφιθ που θα παντρευόταν για τα επόμενα 19 χρόνια.

Το ’96 λοιπόν, μιας και μπήκαμε στην επόμενη παράγραφο, είναι η χρονιά της «Εβίτα», του οχήματος που η Μαντόνα ήλπιζε θα την κάνει μεγάλη και τρανή στο σινεμά. Δεν συνέβη αυτό, αν και δεν είναι κακό έργο (η Μαντόνα πάντως έχει άλλο ρόλο που την τιμά), ο Μπαντέρας στον ρόλο του Τσε είναι στο στοιχείο του, αν και στην χώρα του Άντριου Λόιντ Γουέμπερ είμαστε κάποιοι που δεν περιμένουμε τίποτα.

Ωστόσο το νερό έχει μπει στο αυλάκι. Και δυο χρόνια μετά, με την «Μάσκα του Ζορό», δίπλα στην Κάθριν Ζέτα Τζόουνς στις μεγάλες της ομορφιές, ο Μπαντέρας κατακτά το πολυπόθητο stardom. Έστω και σαν φολκλορική καρικατούρα, έστω και σαν μασκοφόρος σ’ έναν ρόλο που τα παλιότερα χρόνια ήταν μεγαλύτερος από τον ηθοποιό που τον έπαιζε. Δυστυχώς αυτό δεν κράτησε. Οι παραγωγοί θεώρησαν πως βρήκαν φλέβα, πόνταραν πάνω του υπερμεγέθη προϋπολογισμό και επιδέξιο σκηνοθέτη, έκαναν τον «13ο Πολεμιστή» (που είναι επαρκής πάντως στο είδος της) κι έχασαν και τ’ αυγά και τα πασχάλια.

Για τα επόμενα χρόνια ο Μπαντέρας θα τυποποιούνταν στα χωρικά του ύδατα (λατίνος εραστής ή action star του φτωχού), θα έκανε κατά κόρον μέτρια έργα (που αγαπούσαμε να βλέπουμε – «Απόλυτη Αμαρτία» κανείς; - όχι απαραίτητα για αυτόν όμως), και καθώς θα έμπαιναν τα δύσκολα δεύτερα –άντα θα έπρεπε να δούμε τι θα κάνουμε. Ο Μπαντέρας προσαρμόστηκε εύκολα, έκανε ακόμα και τα «Spy Kids» του Ροντρίγκεζ, έκανε ακόμα και το σταθερά συμπαθές «Κάποτε στο Μεξικό» μαζί με τον Τζόνι Ντεπ και την Σάλμα Χάγιεκ – έργο που λειτουργεί και σαν μπονάντσα σεξουαλικότητας.

Στην πραγματικότητα όμως, αν εξαιρέσεις το σίκουελ του Ζορό (που ατύχησε ταμειακώς) και τα φωνητικά στον «Σρεκ», ο Μπαντέρας θα είναι για χρόνια ένας περιζήτητος δευτεροκλασάτος. Κι αυτό ήταν κρίμα γιατί ήταν ένας ηθοποιός που είχε κινηματογραφική παιδεία στον φακό (που τον αγαπά τόσο κιόλας), που ήξερε τα κόλπα της κάμερας. Και ο Πέδρο Αλμοδοβάρ, 21 ολόκληρα χρόνια μετά, δεν μπορούσε πια άλλο να αφήνει αυτό το κρίμα να εξελίσσεται.

Με «Το Δέρμα που Κατοικώ» ο Μπαντέρας έδειξε από τι είναι φτιαγμένος, πέταξε κάθε ναρκισισμό, φορτώθηκε έναν από τους βλοσυρότερους ρόλους που έχει γράψει ο Πέδρο και μας δήλωσε στεντόρειο «παρών!». Έκτοτε, άνετος είτε σε Μάλικ («Βαλές Κούπα») ή σε «Αναλώσιμους», ο Μπαντέρας έκανε τη δουλειά, καλά, αδιαφορούσε για το ότι είναι λες κι έχει υπογράψει να είναι απαράδεκτες οι πιο πολλές, και περίμενε. Και απ’ ότι φαίνεται ο Αλμοδοβάρ του έφερε ξανά το γούρι του, του έφερε κι ένα βραβείο στις Κάννες για Ανδρικό Ρόλο (και ποιος ξέρει τι άλλο με τα Όσκαρ να εκκρεμούν…), του έφερε και μια δικαίωση για μια ήδη μακρά καριέρα, συνεπούς ηθοποιού, κάποτε σταρ και πάντα ενός προσγειωμένου τύπου που φέρνει μεσόγειο κέφι, γοητεία και διαολιά αλλά εκπέμπει και αυτοσυγκέντρωση και προσήλωση σοβαρότατου επαγγελματία στην τέχνη του.