Αποφεύγοντας τα κλισέ: Αλέξανδρος Βούλγαρης και Σοφία Κόκκαλη σε ένα εθνικό, πολιτιστικό, οικογενειακό «Νήμα»

Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης aka The Boy επιστρέφει τέσσερα χρόνια μετά το «Χιγκίτα» στη σκηνοθεσία και παραδίδει μία ιδιοσυγκρασιακή, ψυχαναλυτική ταινία για τα κληροδοτημένα «νήματα» που συνδέουν τους ανθρώπους.

Συνέντευξη στον Πάνο Γκένα
Αποφεύγοντας τα κλισέ: Αλέξανδρος Βούλγαρης και Σοφία Κόκκαλη σε ένα εθνικό, πολιτιστικό, οικογενειακό «Νήμα»

Αν ξεκινήσει κάποιος να ξετυλίγει το νήμα αυτής της συνέντευξης θα οδηγηθεί πολύ πίσω, το Νοέμβριο του 2014, τότε που είχα την τύχη να βρεθώ στα γυρίσματα της ταινία «Νήμα» του The Boy κοντά στον Ελαιώνα. Neon φώτα, μία χάρτινη μακέτα ενός τροχόσπιτου, ένα μωρό κούκλα, μία γυναίκα με ένα κατακόκκινο φόρεμα σε μία μπανιέρα, το Μνημείο της Ελληνίδας Μάνας και η Σοφία Κόκαλη ως Λευτέρης...

Μπορεί να πέρασαν τρία χρόνια, αλλά ευτυχώς η ιδιαίτερη, μοναδική κινηματογραφική ματιά του Αλέξανδρου Βούλγαρη ήρθε η ώρα να συναντήσει, στην πιο προσωπική της στιγμή, το κοινό στην κινηματογραφική αίθουσα δημόσια. Και μπορεί αυτή η κουβέντα να έγινε πριν ολοκληρωθεί το «Νήμα», αλλά η διαύγεια των λέξεων (και των εικόνων) του Αλέξανδρου Βούλγαρη και της Σοφίας Κόκκαλη δεν έγινε ποτέ κουβάρι. Παρέμεινε μία δημιουργική κλωστή, ικανή να υφάνει μία ξεχωριστή ταινία.

Σύμφωνα με την επίσημη σύνοψη:

Το «Νήμα» είναι ένα ψυχαναλυτικό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας. Το νήμα που συνδέει τους κόσμους των δύο πρωταγωνιστών, Νίκη και Λευτέρη, είναι η μνήμη, η βία και μία μάχιμη ελπίδα. Η αφοσίωση της Νίκης στην αντίσταση προδίδει την αδυναμία της να ανταποκριθεί ως μητέρα. Ο Λευτέρης, γιος της Νίκης, κληρονομεί ένα παρελθόν που ο ίδιος πότε του δεν ονειρεύτηκε. Μέχρι που μια μέρα, το νήμα που τους συνδέει, ένας αόρατος ψυχολογικός ομφάλιος λώρος, κόβεται. Ο αγώνας της Μητέρας για τα πολιτικά της πιστεύω, μεταμορφώνεται σε ψυχολογικές αλυσίδες που φυλακίζουν τον Γιο, ο οποίος πρέπει στο τέλος να αγωνιστεί για τη δικιά του ελευθερία και να αναζητήσει τη δικιά του λύτρωση.

Το «Νήμα», που απέσπασε το Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας για τη Σοφία Κόκκαλη (Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου 2017) προβάλλεται αποκλειστικά στον κινηματογράφο ΑΣΤΟΡ.

Διαβάστε ακόμη
Το «Νήμα» του Τhe Boy... μετά μουσικής

Ποια είναι η αρχή του «νήματος»;

Α.Β.: Το «Νήμα» το δούλευα 6 - 7 χρόνια. Είχα κάνει το «Ροζ» και πέρασε μία περίοδος που δεν ήμουν σίγουρος τι ήθελα να κάνω. Με ενδιέφερε η επιστημονική φαντασία και κατά τη διάρκεια μιας ψυχοθεραπείας, γεννήθηκε ο πυρήνας της ταινίας μέσα από μία προσωπική στιγμή. Η βάση παρέμεινε ίδια αν και μερικά πράγματα άλλαξαν στην πορεία. Όταν πήρα την απόφαση να το κάνω πιο αυτοβιογραφικό, χαλάρωσα. Η ταινία έχει να κάνει με το θέμα της κληρονομιάς σε ένα επίπεδο εθνικό, πολιτιστικό, αλλά και οικογενειακό, της μητέρας προς το γιο. Πως τα παιδιά καταφέρνουν τελικά να φτιάχνουν το δικό τους κόσμο, τον δικό τους χαρακτήρα και να κουβαλάνε ταυτόχρονα πράγματα από το κοντινό τους περιβάλλον.

Και πως έφτασε στη Σοφία;

Σ.Κ.: Ο Αλέξανδρος μου είπε ότι ενδιαφερόταν να δουλέψουμε μαζί και παρόλο που δεν ήξερα το σενάριο ήθελα να βρεθώ στο χώρο που δουλεύει, να δω τον τρόπο του, το πώς δηλαδή βλέπει ο ίδιος το σινεμά, πέρα από τη δική μου συμμετοχή. Διαβάζοντας λοιπόν το σενάριο μου άρεσε πάρα πολύ. Ειδικά το ότι παίζεις δύο πολύ σημαντικούς ρόλους.

Η Νίκη είναι ένα ισχυρό μέλος της αντίστασης. Την πιάνουν μόλις έχει γεννήσει. Βρίσκεται σε μία κατάσταση που τη θεωρεί τέλμα και το μόνο που επιθυμεί είναι να μεγαλώσει το παιδί της, ενώ νιώθει ότι βάλλεται από δύο πλευρές. Ο Λευτέρης από την άλλη είναι ένας τύπος μπερδεμένος. Έχει έναν δικό του τρόπο να βλέπει τα πράγματα και ψάχνει να βρει...κάτι.

Η ταινία εκτυλίσεται τη δεκαετία του '70 και του '90. Πως επηρεάζουν τα στοιχεία του φανταστικού τις δύο περιόδους της ταινίας;

Α.Β.: Με ενδιέφερε να σκεφτώ τι είναι αυτό που μου αρέσει στην επιστημονική φαντασία. Οι περισσότερες ταινίες που έχουν γίνει βασίζονται σε λογοτεχνικούς κόσμους, με εξαιρέσεις όπως ο Κρόνενμπεργκ. Σκεφτόμουν λοιπόν τι με ενδιέφερε, γιατί κρατάμε στην ταινία στοιχεία του ‘70 και του ‘90, αλλά κάποια τα αλλάζουμε τελείως. Ουσιαστικά θέλαμε να οπτικοποιήσουμε τον τρόπο που βιώνουν αυτοί οι δύο χαρακτήρες την εποχή τους, την προσωπική τους κατάσταση, την ερωτική τους ταυτότητα, τη σχέση τους με το κοινωνικό, το επαναστατικό, το πιο προσωπικό. Με κάποιον τρόπο προσπαθήσαμε να να κάνουμε εικόνα τον κόσμο τους.

Τελικά η Νίκη και ο Λευτέρης είναι δυο χαρακτήρες συμπληρωματικοί ή ανταγωνιστικοί;

Α.Β.: Μοιάζουν σε μία έντονη ευαισθησία, ο τρόπος όμως που εκφράζονται και ερμηνεύονται από τη Σόφια είναι πολύ διαφορετικός. Για παράδειγμα οι εκρήξεις της Νίκης είναι εξωτερικές, ενώ ο Λευτέρης είναι εσωστρεφής. Η Νίκη ψάχνει την αλλαγή σε ένα ανοιχτό πλαίσιο, ενώ ο Λευτέρης βλέπει τα πράγματα πιο προσωπικά.

Η ιδέα μιας ηθοποιού για τους δυο ρόλους υπήρχε από την αρχή ή προέκυψε λόγω της Σοφίας;

Α.Β.: Η βασική κεντρική υπήρχε από την αρχή. Απλά ήταν δύσκολο γιατί δεν είχα κάνει κάστινγκ στις προηγούμενες ταινίες και το να βρεις έναν άνθρωπο για να αναλάβει την ευθύνη δεν είναι εύκολο. Η Σοφία παίρνει όλη την ταινία πάνω της και πρέπει να εμπιστεύεσαι την ψυχολογία της, αλλά και ότι θα συνεχίζεις να την αγαπάς. Δεν θα υπήρχε χειρότερο πράγμα από το να κάνω την ταινία, να τα σπάσουμε με τη Σοφία και μετά να τη βλέπω διαρκώς!

Έπρεπε λοιπόν να ληφθούν υπόψη πολλά πράγματα. Η ικανότητα αλλά και το πώς τα βρίσκεις με τον άλλον. Ενώ είχα δει τη Σοφία στη «Μικρά Αγγλία» αποφάσισα να δοκιμάσω κάποια έξτρα άτομα, αλλά παρέμενε στο μυαλό μου. Επειδή καταλάβαινα κι εγώ τις δυσκολίες κάναμε ένα δοκιμαστικό με τη Σοφία, το οποίο μονταρίστηκε, πέρασε από color correction, για να δούμε δηλαδή αν λειτουργεί. Υπάρχουν δύσκολες σκηνές με τη Σόφια να βρίσκεται σε ένταση και θέλαμε οι διάφορες αρσενικού-θηλυκού να είναι σαφείς.

Δεν έγιναν πρόβες. Μόνο συζητήσεις και φυσικά εμπιστοσύνη στη Σόφια, το ότι ταιριάζει ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα. Ακόμα και η μετάβαση από το γυναικείο στο αντρικό βγήκε σχετικά εύκολα. Βρήκαμε μία άκρη.

Σ.Κ.:  Ειδικά το κομμάτι του Λευτέρη το περίμενα πώς και πώς. Σκεφτόμουν πως θα περπατάει, πως θα μιλάει, τα βλέμματά του. Δυσκολεύτηκα γιατί κάποια πράγματα δεν μπορείς να τα κάνεις σχηματικά, όπως στο θέατρο. Η συνθήκη, η κάμερα του Αλέξανδρου κι εγώ, βοηθήσαμε ώστε να οι διαφορές στην εμφάνιση να μην είναι τεράστιες. Ούτως ή άλλως το σενάριο δίνει πληροφορίες για τον Λευτέρη και δεν θέλαμε να φορτώσουμε επιπλέον την εικόνα. Η συνθήκη και η ιστορία βοηθήσαν από μόνες τους.

Α.Β.: Το πιο δύσκολο μεταξύ μας ήταν να βρούμε την ισορροπία, επειδή βλέπουμε όλη την ώρα τη Σόφια. Έπρεπε να μελετήσουμε τις σκηνές που θα την δείχναμε, σε ποιες όχι - ώστε να ξεκουραστούμε ως θεατές - και σε ποιες θα επανερχόμασταν στο πρόσωπό της. Αυτή η ισορροπία ήταν η πιο δύσκολη αλλά κι η πιο ενδιαφέρουσα. Πότε έπρεπε να τη δούμε περισσότερο ή λιγότερο, πότε έπρεπε να είναι πιο συναισθηματική και σε ποιες σκηνές πιο λιτή.

Μπορείς να ξετυλίξεις το νόημα του τίτλου;

Α.Β.: Έχει να κάνει με τα βασικά στοιχεία της κινηματογράφησης της ταινίας. Πέρα από το ότι η Σοφία παίζει τη μητέρα και τον γιο, η κινηματογράφηση ακολουθεί την ουσία αυτής της σχέσης και της κληρονομιάς. Είναι σαν να ακολουθεί ένα νήμα με κάποιο τρόπο. Υπήρχε κι ένα τραγούδι που ακούγεται στην ταινία, και κάποια άλλα πράγματα που εξελίχθηκαν ως ιδέες όπως π.χ. ένα παιχνίδι. Κυρίως όμως σχετίζεται με τα στοιχεία που συνδέουν τη μάνα και τον γιο και όσα συνεχίζουν.

Πόσο κοντά ήθελες να είναι το «Νήμα» στις κινηματογραφικές και λοιπές αναφορές του;

Α.Β.: Μερικές φορές βλέπεις κάτι που μοιάζει σε αυτό που αγαπάς και χαίρεσαι. Εγώ κανονικά δεν χαίρομαι! Δεν μου αρέσει η λογική των αναφορών, τουλάχιστον στα δικά μου πράγματα. Θέλαμε λοιπόν να ετοιμάσουμε αυτό που ταιριάζει περισσότερο σε μας και να είναι «δικό μας». Ήταν δύσκολο για παράδειγμα όταν ο Σίμος (σ.τ.σ. Σακερτζής, Διευθυντής Φωτογραφίας της ταινίας) έβαζε ένα φως που μου θύμιζε το «Σουσπίρια» να μην ενθουσιαστώ, αλλά όσο γίνεται προσπαθήσαμε να είναι κάτι νέο. Είδαμε όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα με σκοπό να τα αποφύγουμε. Πόσο το καταφέραμε θα δείξει, αλλά αυτή ήταν η λογική.

Η επιστημονική φαντασία δεν έχει παράδοση στο ελληνικό σινεμά και δεν θέλαμε η ταινία να θυμίζει ξένες. Το θέμα της ελληνικότητας και το πως εκφράστηκε για παράδειγμα τη δεκαετία του ‘70, αλλά και το πώς μπορεί η έκφραση αυτή να ανανεωθεί, είναι κάτι που με ενδιαφέρει πολύ σε αυτή την ταινία. Μία ταινία που είναι πολύ ελληνική με τον τρόπο της, έναν τρόπο που αποφεύγει τα κλισέ.