Μπερνάρντο Μπερτολούτσι (1941-2018): Ο Τελευταίος των Ιταλών

Ψιλά γράμματα θα σκεφτούν ίσως κάποιοι, είναι όμως σκληρό να γράφεις για δημιουργούς διαμετρήματος τη μέρα του θανάτου τους. Κι η αλήθεια είναι πως στην αύρα που ακολουθεί μεταθανάτια τον Μπερτολούτσι αχνοφέγγει μακάβρια κι αποχαιρετιστήρια η λαμπρή γενιά Ιταλών σκηνοθετών που κόσμησε τον παγκόσμιο κινηματογράφο από τα μέσα του 20ου αιώνα ως σήμερα.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Μπερνάρντο Μπερτολούτσι (1941-2018): Ο Τελευταίος των Ιταλών

Ο Μπερτολούτσι γεννήθηκε στην Πάρμα τον Μάρτιο του '41, σε μια οικογένεια μαμάς δασκάλας και πατέρα ποιητή, συγγραφέα, ιστορικού και κριτικού κινηματογράφου. Το εύρωστο και καλλιτεχνικό περιβάλλον τον έβαλε από νωρίς σε κανάλια διανόησης και τέχνης αν και ο ίδιος δεν δίστασε αρκετά νωρίς να παρατήσει τις πανεπιστημιακές του σπουδές για να μπει με τον δικό του τρόπο στο σινεμά.

Το φθινόπωρο του '63, ξεπετάει σε δυο μήνες τα γυρίσματα του «Πριν την Επανάσταση» στην γενέτειρά του, βγάζει την ταινία στην Εβδομάδα Κριτικής των Κανών του '64, ελάχιστοι καταλαβαίνουν με τι έχουν να κάνουν, όμως αυτός ξέρει πως σε ένα θρασύ δίωρο έχει αποτυπώσει στην γεωγραφία της Πάρμα, τον έρωτα, την πρώτη του πολιτική, μαρξιστική ανάγνωση και τη νουβέλ βαγκ έχοντας αφήσει το έργο στη διάθεση μιας ανθρωπότητας που θα χρειαζόταν κάμποσα χρόνια για να καταλάβει τι εκπληκτικό ντεμπούτο ήρθε στον κινηματογραφικό κόσμο.

Το 1970 συνεχίζει με μεταφορά Μπόρχες και την «Στρατηγική της Αράχνης», μια άψογη πραγματικά μεταφορά της κριτικής, των μύθων, της Αριστεράς (και των μύθων της Αριστεράς), του Φασισμού, της ανάγκης μιας κοινωνίας να κρυφτεί και να κρύψει την ενοχή των πράξεων αλλά και την ανθρωπιά των μελών της. Ο Μπερτολούτσι δεν είναι ακόμα 30 και μέσα στην ίδια χρονιά παρουσιάζει και τον «Κονφορμίστα» πρώτο επίσημο σταθμό μιας φιλμογραφίας, μια επιβλητική καταγραφή-επιτομή της έννοιας του κονφορμισμού, της ανάγκης του ανθρώπου να ανήκει, να ενσωματωθεί στο κορμό μιας κοινωνίας ανεξάρτητα από το τι οι ίδιοι οι ηγέτες της πρεσβεύουν. Ψυχανάλυση, σεξουαλικά τραύματα, αρχαίο δράμα, τραγωδία, φασισμός, γραφειοκρατία και τόσα άλλα σε μια ενδελεχέστερη μελέτη, καραδοκούν σ' ένα υποδειγματικό εικαστικά φιλμ που, στ' αλήθεια, αρκεί κι από μόνο του να στεριώσει μια θεωρία που θα έβαζε τον Μπερτολούτσι στους κορυφαίους σκηνοθέτες μιας εποχής γεμάτης σπουδαίους σκηνοθέτες.

Δυο χρόνια μετά ο Μπερτολούτσι συνάντησε τον Μπράντο, του έβγαλε μια ερμηνεία που ακόμα κι ο ίδιος δεν πρέπει να πίστευε πως είχε μέσα του, σοκάρει την Ευρώπη μ' ένα κομμάτι βούτυρο και παίρνει ένα X από τη λογοκρισία όλο δικό του (στην Ιταλία απαγορεύτηκε για 15 χρόνια!), όμως η αλήθεια είναι πως «Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» φθηναίνει στις περιστασιακές αναφορές, κάποιες λέξεις χρειάζονται τις προτάσεις τους για να πάρουν το βάρος που τους αναλογεί, ας περιοριστούμε στην κεντρική του σημασία τόσο για το art house σινεμά, όσο και για σειρά ανθρώπων που επηρεάστηκαν βαθιά και ισόβια από αυτήν δρομολογώντας το έργο τους. Κι έτσι όμως, ανεπανάληπτο παραμένει.

Τέσσερα χρόνια μετά ο Μπερτολούτσι θα πει με το «1900» την ιστορία της Αριστεράς και της Δεξιάς στη χώρα του (και γενικά) με τον τρόπο που την καταλάβαινε και στα 33 του το επίτευγμα, άνισο και εν γένει ποτισμένο στην μαρξιστική κολυμβήθρα, παραμένει μια συναρπαστική ταινία, επιδεικτικής βιρτουοζιτέ. Παραμένει επίσης και μια από τις μεγαλύτερες σε διάρκεια ταινίες (5 ώρες και 20 λεπτά περίπου), γεγονός που σε εποχές σχετικής αθωότητας στη διανομή την καθιστούσε τρομερά προβληματική.

Μετά από αυτό το 12ετές πρελούδιο στο σινεμά, νεότατος πάντα κι έχοντας κάνει ταινίες απλησίαστες με όποια κριτήρια από ομοτέχνους του (πόσο μάλλον από σκηνοθέτες ανάλογης ηλικίας), ο Μπερτολούτσι έκανε το «La Luna» και την «Τραγωδία Ενός Γελοίου Ανθρώπου», το πρώτο μια ιστορία αιμομιξίας, όπερας και (ελαφρώς) σαπουνόπερας που ήταν σα να είχε υποκύψει ο Μπερτολούτσι σε Γκασπάρ Νοέ τραύματα κι αντιλαμβανόταν την πρόκληση σαν σκηνοθεσία κι όχι το αντίθετο, ενώ το καλύτερο δεύτερο (αλλά όχι και πολύ) ήταν μια επιστροφή στην πολιτική ρίζα με γερές δόσεις πολιτικής σάτιρας, που την έσωζε κάπως ο Τονιάτσι στον πρώτο ρόλο.

Η μετεξέλιξη του Μπερτολούτσι σ' ένα σκηνοθέτη που πάντοτε υπήρχε μέσα στο έργο του αλλά λειτουργούσε ως υποσύνολο της καλλιτεχνικής φυσιογνωμίας του, ήρθε πέντε χρόνια μετά και στην πραγματικότητα, με μια πυκνούφαντη παρένθεση, θα κρατούσε για το υπόλοιπο της ζωής του. «Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας» δεν ήταν ποτέ η ταινία που περιμέναμε τότε από τον σκηνοθέτη. Κι όμως. Ο Αυτοκράτορας του Μπερτολούτσι είναι όνομα και πράγμα, ένα τέλειο σινεμά μεγάλου κοινού, ένα υποδειγματικά προσεκτικό διάβασμα της ιστορίας μακριά από μαρξιστικές κορώνες (αλλά μακριά και από αιχμηρότητα που για κάποιους τον έκανε μεγάλο πολιτικό σκηνοθέτη), μια ανέλπιστη σπονδή στο προσηνές έπος που μόνο ο Ντέιβιντ Λιν είχε κατορθώσει ως τότε. Τα 9 Όσκαρ ήταν το συγχαρητήριο (και το συγχωροχάρτι) μιας βιομηχανίας. Μεταξύ μας, ο Μπερτολούτσι μας φύλαγε μόνο μια ταινία ακόμα.

Ήταν το «Τσάι στη Σαχάρα», μεταφορά του βιβλίου του Πολ Μπόουλς, συνάντηση μαγεμένη Μάλκοβιτς-Γουίνγκερ, μια ταινία για το λογιών ταξίδι και την ποικιλοτρόπως εννοούμενη επιστροφή (που δεν μπορεί κάποτε να συντελεστεί), μια ταινία για την σύγκρουση των πολιτισμών και την αδύναμη Δύση, ένα υπαρξιακό έργο, ίσως όχι τέλειο, αλλά, καθώς τόσο λεπτεπίλεπτο και αποχρόν, αναγκαίο τελικά σε μια φιλμογραφία που στο σελιλόιντ του βρήκε το επιστέγασμα, την υπογραφή πως ο δημιουργός του τα έκανε τελικά όλα.

Από εκεί και έπειτα ο Μπερτολούτσι «εξαφανίστηκε» μέσα σε glossy δημιουργίες ενός απαστράπτοντα εξωτισμού, «Ο Μικρός Βούδας» αποκαλύπτει ξανά πόσο μεγάλη είναι η βιρτουοζιτέ, είναι όμως πια αδειανή και τόσο ξέφρενη σε κατευθύνσεις ανέλπιστες για έναν πολιτικό, τουλάχιστον, σκηνοθέτη, ενώ ταινίες όπως η «Κλεμμένη Ομορφιά» και «Οι Ονειροπόλοι» τον γνώρισαν σε μια νεότερη γενιά που όμως χαμένη στην απολιτικότητα και την βαθιά έλειψη κινηματογραφοφιλίας θα ήταν αδύνατον να παροτρυνθεί από αυτές και να συντρέξει το προηγούμενο μεγαθήριο έργου που είχε διατυπώσει ο δημιουργός τους.

Ανεξάρτητα από την ύστερη περίοδό του όμως, ας μείνουμε στα δέοντα. Στο ατόφιο κινηματογραφικό μάτι - ελάχιστοι, αριθμημένοι, σε παγκόσμιο επίπεδο όπως αυτός - στην πρόωρη και σφοδρά ώριμη αντιμετώπιση γιγάντιων θεμάτων, στην σπουδαία του κριτική υπόσταση. Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι ήταν ένας διαβασμένος αλλά κι ένας καλλιεργημένος, ένας director αλλά κι ένας auteur, ένας κινηματογραφόφιλος σφοδρής έντασης και πυρηνικής εμβέλειας. Τέτοιο έργο, έστω και χωρίς τον ίδιο πια κοντά μας, είναι στο χέρι το δικό μας και την διάθεση τη δική σας να μην καταλήξει στις μουσειακές προθήκες που ποτέ δεν επιθύμησε.

Αντίο Μπερνάρντο, δεν σε ξεχνάμε ποτέ.