OSCARS 2025: Η γνώμη του ΣΙΝΕΜΑ για τις υποψήφιες Καλύτερες Ταινίες

10 ταινίες διεκδικούν το Όσκαρ Καλύτερης σε μία από τις πιο ιδιαίτερες κινηματογραφικές σεζόν της πρόσφατης μνήμης. Λίγες μέρες πριν μάθουμε ποια θα είναι αυτή που θα βραβεύσει η Αμερικάνικη Ακαδημία Κινηματογράφου, το ΣΙΝΕΜΑ συγκεντρώνει τις κριτικές των συντακτών του για τις οσκαρικές ταινίες της χρονιάς.

OSCARS 2025: Η γνώμη του ΣΙΝΕΜΑ για τις υποψήφιες Καλύτερες Ταινίες

«Anora» του Σον Μπέικερ
Από τον Λουκά Κατσίκα ★★★1/2

Ο σκηνοθέτης του «Florida Project», και μερικών ακόμη διαμαντιών του σύγχρονου ανεξάρτητου σινεμά, κλέβει καρδιές και τον Χρυσό Φοίνικα του φετινού Φεστιβάλ Καννών με ένα γλυκόπικρο παραμύθι που μας συστήνει να μην πιστεύουμε σε αυτά.

Η «Anora» είναι ένας τραχύς συνδυασμός του παραμυθιού της «Σταχτοπούτας» και του «Pretty Woman», χωρίς τον εξιδανικευμένο ρομαντισμό της πρώτης και δίχως το χολιγουντιανό λούστρο της δεύτερης. Έχει τον δικό της ατίθασο χαρακτήρα, την απολαυστική αθυροστομία της, συνεννοείται με τη λαϊκή γλώσσα του περιθωρίου και πρωτίστως ξέρει να μην πιστεύει στους ρομαντικούς μύθους, όσο παντοτινοί κι αν είναι. Είναι τόσο καλόκαρδη η ταινία, όμως, τόσο προστατευτική απέναντι στην ηρωίδα της, αλλά και τόσο προσγειωμένη στους αδυσώπητους νόμους της σύγχρονης πραγματικότητας, ώστε ραγίζει την καρδιά την ίδια στιγμή που φροντίζει να μη χάνει το χιούμορ και την γαργαλιστική της διάθεση. 

Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, η «Anora» γίνεται μια πειραγμένη σκρούμπολ κομεντί κοινωνικών ανισοτήτων και τσακισμένων ονείρων και ταυτόχρονα ένα love story της συμφοράς που σταδιακά μετατρέπεται σε εμπειρία αυτογνωσίας και μάθημα ζωής για μια γυναίκα που ήθελε τόσο πολύ να πιστέψει σε κάτι καλύτερο. 

Αναλυτική κριτική εδώ.

«The Brutalist» του Μπρέιντι Κορμπέ
Από τον Λουκά Κατσίκα ★★★1/2

Μοιάζει με γιγαντιαία και αυτοκαταστροφική τρέλα. Κρύβει μέσα της αρκετό μεγαλείο και ένα μέγεθος ρίσκου ασυνήθιστο πια στο σύγχρονο σινεμά. Αποτελεί όραμα ενός 36χρονου σκηνοθέτη, μόλις στην τρίτη του ταινία, που φαίνεται να τα παίζει όλα για όλα. Κι αν δεν καταφέρνει να φτάσει τους υψηλούς στόχους που βάζει για τον εαυτό του, το εντυπωσιακό και άνισο μαζί «Brutalist» είναι ένα φιλμ-ογκόλιθος προορισμένο να προκαλέσει αίσθηση. Διεκδικεί 10 Όσκαρ, τιμήθηκε με Αργυρό Λιοντάρι Καλύτερης Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Βενετίας.

Ο Κορμπέ φιλμάρει με μεγαλεπήβολη διάθεση μια παραβολή. Οι χαρακτήρες μοιάζουν με αρχέγονα σύμβολα, οι διάλογοι ηχούν λογοτεχνικοί και (λίγο παραπάνω απ' όσο πρέπει) πομπώδεις, τα συναισθήματα εκδηλώνονται στη διαπασών. Υπάρχει επίσης μια δεδομένη μαεστρία στις σινεμασκόπ συνθέσεις και στη φωτογραφία, ένα μεράκι στην εικόνα που ξεκινά από τους πρωτότυπους τίτλους αρχής και τέλους και καθ΄ οδόν παράγει αρκετές αξιομνημόνευτες σκηνές. Οι τρεισήμισι ώρες κυλούν επίσης αβίαστα και στον πρωταγωνιστικό ρόλο ο Έιντριεν Μπρόντι παραδίδει μια από τις ερμηνείες που θα σημαδέψουν την καριέρα του. 

Αν όμως για τις πρώτες δυόμισι περίπου ώρες το «Brutalist» καλπάζει ορμητικά διασχίζοντας το ένα συμβάν μετά το άλλο, στην τελευταία ώρα του το εντυπωσιακό κινηματογραφικό κτίσμα που με κόπο ανέγειρε ο Κορμπέ κλυδωνίζεται από το πιο αδύναμο δομικό υλικό του: ένα σενάριο που γίνεται ολοένα και πιο σχηματικό, που δεν δίνει σε όλους τους χαρακτήρες την ευκαιρία να αναπτυχθούν και που διαλέγει μια σειρά από δραματουργικές κορυφώσεις οι οποίες προκύπτουν βιαστικές και λίγο προφανείς. 

Αναλυτική κριτική εδώ.

«A Complete Unknown» του Τζέιμς Μάνγκολντ
Από τον Γιάννη Βασιλείου ★★★

Kαταπληκτική ερμηνεία συνόλου, ξεσηκωτικό στα μουσικά του μέρη, πιθανότατα και οσκαρικό. Πρόκειται για εκείνο το crowdpleaser που, αν και σπάνια προσεγγίζει τη σπουδαιότητα, θα θέλαμε να βλέπουμε συχνότερα στη μεγάλη οθόνη. Κι αν εργάζονταν δέκα Τζέιμς Μάνγκολντ παραπάνω στο σημερινό στουντιακό σύστημα, θα το παίρναμε.

Ο Τιμοτέ Σαλαμέ δούλεψε πολύ για να βρει τη μανιέρα του Ντίλαν, ειδικά στον τρόπο που τραγουδά – και πού αλλάζει το τραγούδι του, μιμούμενος άλλους, με βάση τα εκάστοτε ερεθίσματα και τη διάθεσή του. Δεν πρόκειται για απλή μίμηση όμως. Δείτε στην αρχή, όταν τραγουδά στον Γκάθρι, πώς ξεκινά συνεσταλμένα, σχεδόν ντρέπεται να τον κοιτάξει στα μάτια, και πώς όταν διαγνώσει την έγκριση από το είδωλό του, ζωντανεύει και παίρνει θάρρος κι αυτό το θάρρος ενσωματώνεται και στο τραγούδι του. Το παίξιμο του Σαλαμέ ενσωματώνει και τον (αναπόφευκτο) κωλοπαιδισμό, καθώς κι εκείνη την απομάκρυνση και τη δυσφορία, που πηγάζει τόσο από την ανάγκη μεταμόρφωσης του Ντίλαν, όσο κι από την ταυτόχρονη παρουσία του σε ένα άλλο κόσμο, εκείνον όπου τα πνεύματα υφαίνουν μουσική.

Αναλυτική κριτική εδώ.

«Κονκλάβιο» του Έντουαρντ Μπέργκερ
Από τον Γιάννη Βασιλείου ★★★1/2

Υπάρχει εμφανές έλλειμμα ηγεσίας στον Δυτικό Κόσμο. Τα social media, που στα χαρτιά θα ενίσχυαν τη συμμετοχικότητα στις δημοκρατικές διαδικασίες, έφεραν, τελικά, αμφισβήτηση των ίδιων των θεσμών, όχι της λειτουργίας τους και τον φορέων τους. Ταυτόχρονα και το ηγετικό επιτελείο είναι παράγωγο και έρμαιο αυτής της διαστρεβλωμένης Εκκλησίας του Δήμου, ενός μορφώματος εγγύτερου προς την «οχλαγωγία», όπως την είχε ορίσει ο Αριστοτέλης.

Το «Κονκλάβιο» είναι μια ταινία που επιχειρεί να απαντήσει στα παραπάνω. 

Γιατί ένας συνετός ηγέτης αντιλαμβάνεται (και) πότε έρχεται η ώρα να υπαναχωρήσει και θα το πράξει δίχως να λογαριάσει το προσωπικό κόστος και το επακόλουθο πλήγμα στον εγωισμό του, αν αυτό οφελεί τα λαϊκά στρώματα, που οφείλει να υπηρετεί. Και ακολουθώντας σε όλη τη διαδικασία τον χαρακτήρα που υποδύεται συγκλονιστικά ο Ρέιφ Φάινς, ο οποίος επικαλείται όλη την ερμηνευτική του γκάμα, από την έντονη υπογράμμιση μέσω της υποδήλωσης ως την εξωστρεφή θεατρικότητα, ο Μπέργκερ συστήνει την πληρέστερη ταινία για το ηγετικό πρότυπο από την εποχή του «Λίνκολν» του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Μια ταινία απαραίτητη για τους καιρούς μας, δηλαδή.

Αναλυτική κριτική εδώ.

«Dune: Μέρος Δεύτερο» του Ντενί Βιλνέβ
Από τον Πάνο Γκένα ★★★★

«Όποιος ελέγχει το μπαχαρικό, ελέγχει τα πάντα» ακούγεται στην εισαγωγή της ταινίας από την μπάσα, ρομποτική φωνή ενός Σάρντοκαρ. Παραφράζοντας το παραπάνω, όποιος ελέγχει το όραμα και την ουσία ενός τίμιου μπλοκμπάστερ, ελέγχει τα πολυπόθητα ταμεία, αλλά και τη συλλογική φαντασία του κοινού. Ο Ντενί Βιλνέβ κάνοντας με το «Dune» (κινηματογραφική) πραγματικότητα το όνειρο των παιδικών του χρόνων, επιτυγχάνει την επιστροφή του κοινού σε μία διαφορετική εποχή, όταν οι εμπορικές ταινίες λειτουργούσαν ως αποδραστικά μέσα σε έναν «άλλο» κόσμο, τότε που οι «Άρχοντες», τα «Χάρι Πότερ» και τα «Star Wars» μετουσιώνονταν δικαίως σε αξιόλογα σημεία ποπ αναφοράς. Με δεδομένη την διεξοδική και δεξιοτεχνική του αντίληψη στο world building, ζωντανεύει εδώ με φαντασία, καλαισθησία και πληρότητα τη λογοτεχνική ανθρωπογεωγραφία του Χέρμπερτ, χωρίς όμως να ξεφεύγει από την δική του κινηματογραφική γλώσσα. Κάτι που αποδεικνύεται δίκοπο μαχαίρι.

Το δεύτερο «Dune» όσο κι αν σέβεται την πηγή του, παραμένει ολοκληρωτικά μία ταινία του Βιλνέβ: υπαγορεύεται από το οπτικό συντακτικό του, αυτό των μεγάλων σκηνογραφικών όγκων και των κοντινών εκφραστικών προσώπων που υπερθεματίζουν τον ρεαλισμό ή την καλλιέπεια, απέναντι στην λοξότητα των ιδεών του Χέρμπερτ. Η πρώτη σκηνή μονομαχίας Φρέμεν και στρατιωτών Χαρκόνεν θυμίζει πως πίσω από την κάμερα βρίσκεται ο σκηνοθέτης του «Sicario», η φεμινιστική εμφατικότητα της πλοκής φέρνει στο νου το «Πολυτεχνείο», τα οικογενειακά βάρη των Ατρειδών το «Μέσα από τις Φλόγες». Φυσικά εδώ, όπως αναμενόταν, όλα βρίσκονται σε ένα άλλο volume υπηρετώντας το κρεσέντο μιας διαστημικής όπερας. Αν το προηγούμενο φιλμ σας φάνηκε αργόσυρτος πρόλογος, εδώ θα μείνετε αποσβολωμένοι απέναντι σε θεαματικές σεκάνς: τον Πολ να τιθασεύει τα υπόγεια σκουλήκια του Αρράκις, τον Φέιντ-Ράουθα να μονομαχεί σε «ρωμαϊκές» αρένες, τους Φρέμεν απέναντι στον στρατό του Αυτοκράτορα λίγο πριν το φινάλε. 

Αναλυτική κριτική εδώ.

«Emilia Perez» του Ζακ Οντιάρ
Από τον Θανάση Πατσαβό ★★★★

Υπάρχουν πολλά πράγματα που θα μπορούσε να πει κανείς με σιγουριά για την «Emilia Perez», τη δέκατη ταινία του Ζακ Οντιάρ. Πρόκειται αναμφίβολα για την πιο εξωφρενική κι αναπόφευκτα προορισμένη να διχάσει κοινό και κριτικούς συμμετοχή στο διαγωνιστικό του περασμένου Φεστιβάλ Καννών και για την πιο θαρραλέα ταινία στην έως τώρα εξαιρετική φιλμογραφία του Γάλλου δημιουργού. Μπορεί επίσης κανείς εύκολα να προβλέψει ότι στο τέλος της χρονιάς θα βρει οπωσδήποτε περίοπτη θέση στο top-10 αγαπημένων ταινιών του Τζον Γουότερς για το 2024. Κι ίσως να μην είναι υπερβολή να παραδεχτούμε πως πρόκειται για την καλύτερη ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ τα τελευταία χρόνια – έστω κι αν δεν την έχει σκηνοθετήσει ο ίδιος!

Εκεί όπου το camp και η λατινοαμερικάνικη σαπουνόπερα συναντούν το γκανγκστερικό δράμα, και ο κοινωνικός ρεαλισμός παντρεύεται με το αυθεντικό μελόδραμα, δίχως ίχνος ειρωνείας και εξυπνακίστικα κλεισίματα του ματιού, το «Emilia Perez» κατορθώνει εν τέλει να μη μοιάζει με τίποτα άλλο – και σίγουρα όχι με μια ταινία που θα μπορούσε ποτέ κανείς να προβλέψει ότι θα υπέγραφε κάποτε ο δημιουργός της. Κόντρα στις πιθανότητες, όμως, σε ένα φιλμ όπου θεωρητικά τίποτα δεν θα έπρεπε να λειτουργεί, ο Οντιάρ όχι μόνο αποδεικνύεται δεινός ισορροπιστής, αλλά κατορθώνει με αξιοζήλευτη θρασύτητα να ανανεώσει την πίστη μας στο σινεμά και την ικανότητά του να συνεχίζει να μας εκπλήσσει.

Αναλυτική κριτική εδώ.

«Είμαι Ακόμη Εδώ» του Βάλτερ Σάλες
Από τον Γιάννη Βασιλείου ★★★★

Δώδεκα χρόνια μετά από μια αναιμική, κατώτερη των περιστάσεων μεταφορά Κέρουακ, ο Bραζιλιάνος Βάλτερ Σάλες επιστρέφει στην πατρίδα του και παραδίδει μια σπουδαία ταινία. To πρώτο της μέρος έχει μια ειδυλλιακή αύρα, αφήνει την αίσθηση μιας καρτ-ποστάλ από το παρελθόν, της παρακολούθησης ενός ιδιωτικού φιλμ super-8. Δύο λόγοι υπάρχουν γι’ αυτό: ο ένας θα αποκαλυφθεί στο (συγκλονιστικό) φινάλε της ταινίας, ο άλλος είναι ώστε να καταστεί σαφές εκείνο που κατέστρεψε το καθεστώς, πώς έμοιαζε η ζωή που σταμάτησε.

Στη συνέχεια, όσο η Γιουνίς (Φερνάντα Τόρες) βρίσκεται στο κρατητήριο, εκεί που άλλοι σκηνοθέτες θα εκβίαζαν το συναίσθημά μας και θα κατέφευγαν στην κατάδειξη της σκληρότητας, ο Σάλες αφήνει τη βία να ξεδιπλωθεί μέσω της ηχητικής μπάντας. Πέραν της αξιέπαινης σκηνοθετικής εγκράτειας, αυτή του η δημιουργική απόφαση ενισχύει τη δραματουργία. 

Δεν αναφερθήκαμε τυχαία στην εγκράτεια, καθώς είναι η κεντρική σκηνοθετική γραμμή της ταινίας. Λόγω αυτής, όταν έρθει η ώρα, τα δάκρυα θα κυλήσουν αβίαστα, επειδή έχουν κερδηθεί. Και είναι μια εγκράτεια που διέπει όλους τους τομείς, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την κεντρική ερμηνεία της Φερνάντα Τόρες.

Αναλυτική κριτική εδώ.

«Nickel Boys» του Ραμέλ Ρος
Από τον Γιάννη Βασιλείου ★★★★

Η διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Κόλσον Γουάιτχεντ από τον Ραμέλ Ρος απαιτεί από τον θεατή της μια αρετή που τείνει να εκλείψει: την υπομονή. Όχι γιατί είναι το tempo της αργό – δεν είναι τόσο αργό – αλλά γιατί υιοθετεί μια πολύ ιδιαίτερη αφήγηση, που προκαλεί συνειδητά σύγχυση κατά διαστήματα για την ταυτότητα του υποκειμένου της και εξηγεί τον λόγο στον σπαραχτικό επίλογό της. Δεν αφήνει αναπάντητα ερωτήματα, όμως, και πάντα καθιστά σαφή τον τόπο και τον χρόνο της δράσης, φτάνει να επιδείξεις –σωστά μάντεψες- υπομονή. 

Αν το κάνεις, θα ανταμειφθείς με μια sui generis δημιουργία, που αποτυπώνει ιμπρεσιονιστικά τη μαύρη εμπειρία στα μέσα του 20ου αιώνα, που δανείζεται κάτι από τη δουλειά του Λουμπέσκι στις ταινίες του Μάλικ και (ευτυχώς) κλίνει περισσότερο προς την υποδήλωση και την ψυχολογική λεπτομέρεια του ενσυναισθητικού σινεμά του Μπάρι Τζένκινς, παρά προς τις φωνασκίες και τη σημειολογική χοντροκοπιά του τρόπου της Άβα Ντι Βερνέ. Αμαρτία που δεν την είδαμε ποτέ στις αίθουσες στα μέρη μας, ευνοείται από την απρόσκοπτη παρακολούθηση και την αποφυγή παράλληλων δραστηριοτήτων.

 

«The Substance: Το Ελιξήριο της Νιότης» της Κοραλί Φαρζά

Από τον Θανάση Πατσαβό ★★★

Με μια θαρραλέα ερμηνεία από την Ντέμι Μουρ και πίδακες αίματος να βάφουν κόκκινη την οθόνη, η δεύτερη (αγγλόφωνη αυτή τη φορά) ταινία της Γαλλίδας σκηνοθέτιδας μετά το «Revenge» θα κάνει το κοινό να παραληρεί - από ηδονή ή αποστροφή, διαλέγετε και παίρνετε!

Ξεκινώντας από μια ήδη εκκεντρική ιδέα που μοιάζει σαν το «Ο Θάνατος Σου Πάει Πολύ» να συνάντησε το «Freaky Friday», η Φαρζά ξεμπερδεύει στην ταινία από πολύ νωρίς με το όποιο κοινωνικό σχόλιο μπορεί να περιμένει κανείς. Δεν χρειάζεται να ψάξεις πολύ για δεύτερα επίπεδα σε ένα φιλμ που από το πρώτο λεπτό σατιρίζει –ανελέητα και με τον πλέον προφανή, γκροτέσκο τρόπο– τα καταπιεστικά πρότυπα ομορφιάς και τη συμπεριφορά της βιομηχανίας του θεάματος απέναντι στις γυναίκες: από την ακραία ηδονοβλεπτική αντιμετώπιση του γυναικείου σώματος και τον πανταχού παρόντα σεξισμό μέχρι τη νοοτροπία του «σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν» που διακατέχει ακόμα το Χόλιγουντ. Σαφέστατα, η Φαρζά δεν στοχεύει σε μια δημιουργία εκλεπτυσμένου τρόμου, όπως αυτές που έχουν γίνει της μόδας τα τελευταία χρόνια στα κινηματογραφικά φεστιβάλ – βλέπε, για παράδειγμα, τις ταινίες του Άρι Άστερ και του Ρόμπερτ Έγκερς, ή το βραβευμένο με Χρυσό Φοίνικα «Titane» της Ζουλιά Ντικουρνό. Έχοντας, λοιπόν, βγάλει από τη μέση το απαραίτητο κοινωνικό μήνυμα, μπορεί πλέον να αφοσιωθεί απερίσπαστη σε ένα εκρηκτικό μείγμα τρόμου, φρίκης κι ενίοτε αηδίας, πάντοτε στη διαπασών, και συχνά αντιστρέφοντας τους όρους του exploitation σινεμά μέσα από το γυναικείο βλέμμα της.

Αναλυτική κριτική εδώ.

«Wicked» του Τζον Μ.Τσου
Από τον Πάνο Γκένα ★★★

Με σαφείς αναφορές στον κινηματογραφικό του πρόγονο (από τους τίτλους αρχής μέχρι την κρυφή μελωδία του «Over the Rainbow» στη μουσική φράση «Unlimited»), το «Wicked: Part Ι» - όπως είναι σωστά ο τίτλος του - είναι ένα μερακλίδικο κινηματογραφικό μιούζικαλ που τιμά τη θεατρική καταβολή του και απογειώνεται θεαματικά στο πανί. Φανατικός της δουλειάς του Στίβεν Σουόρτς (σίγουρα έχετε σιγοτραγουδήσει κάτι από «Ποκαχόντας», «Η Παναγία των Παρισίων», «Ο Πρίγκιπας της Αιγύπτου») και γνωρίζοντας πως η δημοφιλία της παράστασης είναι εμπορικό εχέγγυο, αλλά και δημιουργική άγκυρα, ο σκηνοθέτης Τζον Μ. Τσου σπάει την κινηματογραφική μεταφορά σε δυο ταινίες, σύμφωνα με τις δυο ξεχωριστές πράξεις του θεατρικού, αναπτύσσει στο σενάριο τα διαλογικά μέρη και παίρνει το χρόνο του για να ενορχηστρώσει τον θίασο σε εκλεπτυσμένα, απαιτητικά, όσο και ευρηματικά μουσικοχορευτικά νούμερα. 

Το «Wicked» είναι ένα απολαυστικά διφορούμενο φαντασμαγορικό παραμύθι, καλοφτιασιδωμένο και καλομελετημένο που χωράει μέσα στην αποθέωση της ποπ ευφορίας του ένα απροσδόκητα καλοβαλμένο μήνυμα για ό,τι εννοούμε - ή βολευόμαστε να προβάλουμε - ως «κακό». Η γυναίκα-μάγισσα στην πυρά, η αλαζονεία της εξουσίας, ο εξοστρακισμός των μειονοτήτων, η λογοκρισία των πνευματικών ατόμων, οι μηχανισμοί της προπαγάνδας και η σύγκρουση με το κατεστημένο αποτελούν το καλά κρυμμένο μήνυμα της ταινίας.

Αναλυτική κριτική εδώ.

Μείνετε συντονισμένοι στο ΣΙΝΕΜΑ! Την Κυριακή 2 Μαρτίου οι συντάκτες του cinemagazine.gr θα παρακολουθήσουν την 97η Τελετή Απονομής των Όσκαρ και θα ενημερώνουν διαρκώς σάιτ και σελίδες των social media με νέα και νικητές. Βάλτε κανάτες καφέ και ξενυχτήστε μαζί μας!

OSCARS 2025: Ποια ταινία θα κερδίσει; Ποια θα θέλαμε να κερδίσει; Οι προβλέψεις του ΣΙΝΕΜΑ (Ι)OSCARS 2025: Πώς η προτιμησιακή ψήφος δίνει το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας;