HITCHCOCK
Αρχές του 1998. Είμαι στην έκτη δημοτικού, 11 χρονών. Στο video club της γειτονιάς έχουν έρθει τα πρώτα DVD. Οι επιλογές δεν είναι πολλές: μερικές ταινίες του Kubrick, λίγο πιο δίπλα οι «Μάγισσες του Ίστιγουικ», και στην άκρη του ραφιού τρεις ταινίες του Hitchcock (ένα όνομα που έχω ξανακούσει κάπου): «Ψυχώ», «Σιωπηλός Μάρτυρας» και «Δεσμώτης του Ιλίγγου». Ξεκινάω με το «Ψυχώ» γιατί μου φαίνεται καθαρόαιμο θρίλερ και εγώ είμαι στη φάση που τρέφομαι με (κινηματογραφικό) τρόμο και έχω εθιστεί στην αδρεναλίνη. Όλο αυτό κρυφά από τους γονείς και με την ακούσια συνέργεια του ιδιοκτήτη του βιντεοκλαμπ, ο οποίος νομίζει ότι με στέλνει ο μεγάλος μου ξαδερφός για να νοικιάσω τις ταινίες. Κάποια μέρα, και αφού έχω δει ό,τι αιματοβαμμένο υπάρχει στο διάζωμα με τα θρίλερ σε VHS, παίρνω τον «Δεσμώτη του Ιλίγγου» με μισή καρδιά. Δεν έχω και μεγάλες προσδοκίες.
H ταινία τελειώνει και εγώ στην άκρη του καναπέ τυλιγμένος με μια κουβέρτα είμαι σε κατάσταση παρατεταμένου déjà vu. Έχει παγώσει ο εγκέφαλος μου και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί όλο αυτό που είδα μου φαίνεται ότι το έχω ξαναζήσει – όπως η Μάντελιν (Kim Novak) ‘ξαναζεί’ τη ζωή της Καρλότα στην ταινία ή όπως ο Σκότι (James Stewart) ζει την επανάληψη της ιστορίας – σαν φάρσα και σαν τραγωδία. Τι σχέση έχω εγώ με όλα αυτά; Με αυτή την ‘εποχή’; Με αυτά τα συναισθήματα;
Ίσως ακούγεται τρελό σε κάποιους όταν λες ότι μια ταινία, ένα έργο τέχνης, μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή. Αλλά νομίζω ότι αυτή η ταινία όρισε την πορεία της ζωής μου απο εκεί και έπειτα. Χωρίς αυτή την εμπειρία, χωρίς αυτό το déjà vu, μάλλον δεν θα γινόμουν σκηνοθέτης. Και έγινα, πιθανώς, για να το το ξαναζήσω όλο αυτό. Και για να ψάξω να βρω (τι είναι) αυτό που είχα χάσει.
Έχω πάρα πολλά χρόνια να δω τον ‘Δεσμώτη του Ιλίγγου’, που πλέον έχει καταχωρηθεί στον αλγόριθμο μας ως κάτι το ‘αριστουργηματικό, ως κάτι το ‘αντικειμενικό’. Για μένα, ίσως επειδή δεν την έχω ξαναδεί με τα τωρινά μάτια του σκηνοθέτη, παραμένει η ταινία που μου πάγωσε τον εγκέφαλο στα 11. Και τώρα, γυρίζοντας το “Broadway”, νιώθω ότι ήρθα ίσως λίγο πιο κοντά στο déjà vu.
THE BROADWAY ALBUM
Δύο χρόνια μετά, κάνω το πρώτο μου υπερατλαντικό ταξίδι. Πάμε στη Νέα Υόρκη για δέκα μέρες να συναντήσουμε συγγενείς του πατέρα μου. Έχω ξεκινήσει να μαζεύω χρήματα (από καλάντα, γιορτές κλπ) ήδη από τον προηγούμενο χρόνο γιατί θέλω να αγοράσω κάποια DVD που δεν βρίσκω στο βίντεοκλαμπ (και που τελικά δεν θα παίζουν στο Region 2-DVD player μου) και ένα βιβλίο που λέγεται “Hitchcock Revisited” ενός Robin Wood, που το έχω δει σε μια σελίδα που λέγεται Amazon στο Ίντερνετ. Εκτός από αυτές τις αγορές, έχω κρατήσει λεφτά για να βγάλω ένα εισιτήριο για κάποια παράσταση στο Broadway, οποιαδήποτε. Δεν ξέρω ποιες είναι οι καλές. Αρκεί να καταφέρω να μπω σε κάποια. Οι μεγάλοι όμως έχουν άλλα σχέδια. Τη λεωφόρο Broadway τη διασχίζουμε ξώφαλτσα και παράσταση δεν βλέπω. Η θεία που μένει εκεί μου κάνει δώρο παρηγορίας ενα CD, το “Broadway Album” της Barbra Streisand - κάπου την έχω δει στην τηλεόραση αυτή την κυρία αλλά δεν είμαι και σίγουρος. Τέλος πάντων, επιστρέφουμε στην Ελλάδα, ξεπακετάρω τα DVD και το “Hitchcock Revisited” το οποίο τοποθετώ στο παιδικό γραφείο σε περίοπτη θέση σαν να είναι κάποιο πολύτιμο έκθεμα.
Το “Broadway Album” είναι παραπεταμένο σε μια γωνία και το πιάνω μήνες αργότερα, αφού δω τυχαία στην τηλεόραση μια σκηνή από το “Funny Girl” του William Wyler με την Streisand να τραγουδάει το ‘Don’t rain on my parade’ πάνω σε ένα ρυμουλκό. Το CD ξεκινάει με τo ‘Putting it Together’ του Stephen Sondheim, ένα κομμάτι που τώρα, που έχω ολοκληρώσει την πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία, το ευχαριστιέμαι πιο πολύ από ποτέ. Το CD αυτό γίνεται το soundtrack εκείνων των πρώτων χρόνων του γυμνασίου – κάτι βέβαια τελείως ‘άκυρο’ για τα ακούσματα της εποχής ή των φίλων μου που με δουλεύουν που ακούω αυτά τα γλυκανάλατα, ντεμοντέ πράγματα. Οπότε καταλήγει να γίνεται ένα κρυφό άκουσμα που με συνδέει με το Broadway, απ’το οποίο πέρασα μόνο ξώφαλτσα, που ούτε να το μυρίσω δεν πρόλαβα, και που έτσι γιγαντώθηκε στο κεφάλι μου και ξέφυγε από τα όρια του χάρτη. Έτσι αποφάσισα ότι το Broadway δεν υπάρχει ακριβώς στην πραγματικότητα. Είναι ένα ‘state of mind’ – μεταφράζοντας το κυριολεκτικά είναι ‘μια πολιτεία του μυαλού’.
Καθόλου τυχαία, ένας χαρακτήρας του δικού μου “Broadway" λέγεται Μπάρμπαρα.
Το δικό μου, ‘ελληνικό’ Broadway έχει θέση για πάσης φύσεως ‘βαρβάρους’.
Ο ΘΙΑΣΟΣ ΤΟΥ BERGMAN
Είναι καλοκαίρι 2001. Έχω τελειώσει το γυμνάσιο και έρχομαι στην Αθήνα για να περάσω το καλοκαίρι στο σπίτι της αδερφής μου. Σκοπός μου είναι να δω όσες περισσότερες ταινίες μπορώ στο σινεμά – υπολογίζω τις αποστάσεις μεταξύ θερινών κινηματογράφων ώστε να μπορώ να βλέπω δύο ταινίες το ίδιο βράδυ.
Αφού έχω ήδη περάσει από τον Hitchcock, από τον Wyler (μέσω Streisand) και από εκεί στον Wilder, τον Cukor και γενικώς σε ό,τι μπορώ να βρω από Αμερικάνικο σινεμά του ’40 και του ’50, φτάνω στο Σίνε Αθηναία, που παίζει την «Περσόνα» του Bergman: déjà vu-μέρος 2ο. Δεν είμαι σίγουρος ότι έχω καταλάβει τι έχω δει. Αλλά με το που φτάνω στο Λονδίνο τρία χρόνια αργότερα για να σπουδάσω σινεμά πηγαίνω και παίρνω όλα τα DVD του Bergman (από την Tartan, για τους μυημένους) και μπαίνω σ’ένα τούνελ απ’το οποίο θα βγω αρκετά χρόνια αργότερα.
Παρένθεση: Ξέρατε ότι ο Bergman ετοιμαζότανε να γυρίσει μια ταινία στην Αμερική εκεί γύρω στο ’72-’73 με πρωταγωνίστρια την Barbra Streisand; Ναι, φοβερή σύμπτωση. Θα ήταν μια διασκευή της «Εύθυμης Χήρας» (εδώ στην Ελλάδα είχαμε το «Και Εύθυμη και Χήρα» με τη Βουγιουκλάκη για όσους θυμούνται). Τέλος πάντων, δεν τα βρήκανε, το σχέδιο ναυάγησε και πήρε ο καθένας το δρόμο του. Και ο δρόμος του Bergman ήταν πάντα o δρόμος του θιάσου. Ένας θίασος – σχεδόν συμμορία – που περιπλανιόταν από ταινία σε ταινία, από παράσταση σε παράσταση, με τους ρόλους να εναλλάσσονται διαρκώς. Ο Bergman ήξερε να φτιάχνει ταινίες σε αυτό το κλίμα, ας το πούμε ‘οικογενειακό’ - με όλα τα καλά και τα στραβά που έχουν οι οικογένειες. Οι θίασοι και οι οικογένειες υπάρχουν πάντου στις ταινίες του – και σε ορισμένες, οι θίασοι είναι οι οικογένειες, όπως στο «Η Νύχτα των Σαλτιμπάγκων» και στον «Μάγο».
Με τους ηθοποιούς του “Broadway" γίναμε κάτι σαν περιπλανώμενος θίασος ή σαν συμμορία ή σαν οικογένεια, όπως συμβαίνει και με τους χαρακτήρες που υποδύονται στην ταινία. Με ατελείωτες πρόβες και κουβέντες σε σπίτια και σε δρόμους για ενάμιση χρόνο πριν το γύρισμα, σαν να προετοιμαζόμασταν για την πιο δύσκολη περιοδεία ή το πιο μεγάλο ριφιφί.
THE QUEER EYE
2004. «Ευχαριστούμε Αθήνα, ευχαριστούμε Ελλάδα» λέει ο Jacques Rogge και εγώ πακετάρω τις βαλίτσες για Λονδίνο, όπου θα περάσω τα επόμενα σχεδόν δέκα χρόνια της ζωής μου. Ιστορία και θεωρία κινηματογράφου στην αρχή – δεν τα πάω πολύ καλά με τους καθηγητές γιατί οι εργασίες μου είναι πολύ ελεύθερες, γράφω του κεφαλιού μου και δεν χρησιμοποιώ βιβλιογραφία. «Που τα διάβασες αυτά;» μου λέει μια καθηγήτρια έξαλλη, η οποία θεωρεί ότι από κάπου έχω κλέψει την εργασία για το “How Green was my Valley” του John Ford. ‘Δεν τα διάβασα, απλώς έτσι μου ήρθανε’ απαντάω και αυτή με κόβει για να συνετιστώ. Ξαναγράφω την εργασία, με βιβλιογραφία και φοβερό χασμουρητό, για να τελειώνω επιτέλους.
Έτσι κι αλλιώς, δεν έχω σκοπό να γίνω ακαδημαϊκός μελετητής του σινεμά, όλο αυτό είναι απλώς μια προθέρμανση για τη σκηνοθεσία, που ξεκινάω να σπουδάζω το 2008 στο London Film School. Κάμερες, σενάρια, μακέτες σκηνικών, μοντάζ, ηχοληψία – είμαι σπίτι μου, αυτό θέλω να κάνω και τίποτε άλλο. Σινεμά όλη μέρα. Και όλη νύχτα στο Soho, πάνω-κάτω στην Old Compton Street, ψάχνω να βρω αυτό που έχω χάσει. Δυο-τρεις ώρες ύπνο και μετά πάλι απ’την αρχή. Είμαι σαν δυο διαφορετικοί άνθρωποι που ακόμη δεν έχουν συναντηθεί. Ο ένας γουστάρει Σοστακόβιτς και ο άλλος δονείται στα πριόνια των nightclubs. Και μέχρι να συναντηθούν, είναι και οι δυο λίγο καταθλιπτικοί και ελλιπείς – όπως και οι πρώτες μου μικρού μήκους ταινίες. Όταν γίνεται επιτέλους αυτή η συνάντηση, σκάνε πυροτεχνήματα που ανοίγουν μια τρύπα στην οροφή του μυαλού μου – και αυτή η τρύπα γίνεται η καλλιτεχνική μου ταυτότητα. Γιατί η queer ματιά, περά από τον θεματικό προσανατολισμό, είναι και αυτό: μια τρύπα που χωράει μέσα της τις αντιφάσεις, είναι η ανύψωση του κλισέ σε πηγή έμπνευσης, είναι το αταξικό πάντρεμα του ‘ευτελούς’ με το ‘σημαντικό’ και της ‘πεζότητας’ με το ‘λυρισμό. Είναι ένα ειδικό κούρδισμα στον τρόπο που βιώνεις τη ζωή, το σινεμά και την αγάπη.
Αυτή την (αυτο)ανακάλυψη την οφείλω -και την οφείλουμε- στο σινεμά του Rainer Werner Fassbinder, του Pedro Almodóvar και του Gregg Araki, της Αγίας queer τριάδας.
Tο “Broadway” ειναι, και πάντα ήταν, queer.
ΝΤΕΜΠΟΥΤΟ
2013: Έχω πλέον επιστρέψει στην Ελλάδα. 2014: Γράφω κάποιες πρώτες σκέψεις για ένα μεγάλου μήκους σενάριο, που θα εξελιχθεί τελικά στο “Broadway”. 2016: “Flowers and Bottoms” – μικρού μήκους. 2017: “Copa-Loca” – μικρού μήκους. 2020: Ξεκινάω γυρίσματα για το “Broadway”. 2022: Το μεγάλου μήκους ντεμπούτο μου θα βγει στις αίθουσες.
Διάβαζα πρόσφατα ένα άρθρο για τα ‘καλύτερα’ κινηματογραφικά ντεμπούτα με πρώτο, πρώτο τον «Πολίτη Κέην». Εντάξει, αναμενόμενο. Είχε μέσα επίσης το «Με Κομμένη την Ανάσα» του Γκοντάρ, επίσης αναμενόμενο. Και το «Χιροσίμα Αγάπη μου» του Resnais, μια ταινία που έχω δει αμέτρητες φορές.
Και παρότι οι προαναφερθείσες ταινίες είναι ασύλληπτες, όταν σκέφτομαι ‘ντεμπούτο’ η πρώτη ταινία που μου έρχεται στο μυαλό είναι το “Tesis”του Alejandro Amenábar. Άλλο ένα θρίλερ, για να επιστρέψουμε στο είδος που με εισήγαγε ουσιαστικά στο σινεμά. Το “Tesis” είναι μια εκπληκτική ταινία είδους, μια σπουδή χαρακτήρα, μια ιστορία για τον τρόμο της ενηλικίωσης και της ερωτικής έλξης και για την τρομολαγνεία του σινεμά. Και είναι ένα έργο που αποκαλύπτει έναν σκηνοθέτη-σεναριογράφο που πιάνει το μέσο απ’τα κέρατα. Το γεγονός ότι ο Amenábar την γύρισε τόσο νεός - τελειόφοιτος της σχολής κινηματογράφου - την κάνει ακόμη πιο εντυπωσιακή. Το “Tesis” κυκλοφόρησε το 1996, την ίδια χρονιά με το “Scream”, απ’το οποίο δεν έχει να ζηλέψει και τίποτα. Βγήκε σε μια Ισπανία που ήταν ήδη υπό την κυριαρχία του Almodóvar και που οτιδήποτε καινούργιο έβγαινε ήταν καταδικασμένο να επισκιαστεί από το πολύχρωμο οικοδόμημα του Pedro. Αλλά το “Tesis”, όπως όλες οι πραγματικά ξεχωριστές ταινίες, άφησε το στίγμα του.
Pedro, ξέρεις πως νιώθω για σένα. Αλλά το ντεμπούτο της καρδιάς μου είναι του Alejandro. Σόρρυ.
Λίγα λόγια για την ταινία «Broadway»
Ο δυνατός αθηναϊκός ήλιος και τα χρόνια της κρίσης έχουν ξεθωριάσει τα φανταχτερά χρώματα και την γυαλάδα των κοστουμιών, που η ομάδα πορτοφολάδων με έδρα τον κινηματογράφο Broadway, χρησιμοποιεί στα θεάματα που στήνει για να μαζέψει θύματα. Στο καινούργιο υπερθέαμα-παγίδα όμως, η χημεία μεταξύ παλαιότερων και άρτι αφιχθέντων συντελεστών της ομάδας προκαλεί παρενέργειες. Θα χρειαστεί η παρέμβαση μιας ομάδας drag queens, η μυστηριώδης εμφάνιση του Χρήστου Πολίτη (ο ‘Γιάγκος Δράκος’), η λάμψη της Ελένης Φουρέιρα, το μπρίο του Λάκη Γαβαλά και η μουσική του Gabriel Yared, για να επέλθει η ισορροπία σε αυτό το, φτιαγμένο από στρας και πολυέστερ, σύμπαν.
Λίγα λόγια για τον Χρήστο Μασσαλά
Ο Χρήστος Μασσαλάς σπούδασε Ιστορία και Θεωρία Κινηματογράφου στο Kingston University και Σκηνοθεσία στο London Film School.
Έχει λάβει καλλιτεχνικές υποτροφίες στην Ελλάδα (ARTWORKSΙΣΝ), στη Νορβηγία (West Norway Residency Programme) και τη Σερβία (Academic Film Centre). Οι μικρού του μήκους ταινίες έχουν λάβει μέρος σε πάνω από 200 διεθνή φεστιβάλ, όπως το Φεστιβάλ Καννών, το φεστιβάλ New Directors/New Films στην Ν.Υ, το Φεστιβάλ του Λοκάρνο, το AFI Festival και έχουν κερδίσει βραβεία. Στο 69ο Φεστιβάλ του Λοκάρνο επιλέχθηκε ως ένας από τους πιο ελπιδοφόρους νέους σκηνοθέτες στον κόσμο.
Η πιο πρόσφατη του μικρού μήκους ταινία «COPA -LOCA» έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Καννών και διακρίθηκε με το βραβείο καλύτερης Μικρού Μήκους Ταινίας της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, ενώ ήταν υποψήφια για το βραβείο της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Η ταινία «Broadway» είναι η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Χρήστου Μασσαλά και ειχε την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, του Sundance Institute και επιλέχθηκε για το Screenwriters Lab του Sundance Film Festival και το Atelier Cinéfondation του Φεστιβάλ Καννών. Η ταινία διανέμεται διεθνώς από την Γαλλική εταιρία sales agents Le Pacte του Jean Labadie και έχει ήδη προβληθεί στους Γαλλικούς κινηματογράφους
INFO
Η ταινία «Broadway» κυκλοφορεί στις αίθουσες 22 Σεπτεμβρίου από την FilmTrade