Οι συντάκτες του ΣΙΝΕΜΑ διαλέγουν την αγαπημένη τους ταινία από την OSCARS συλλογή του Cinobo

Και το Όσκαρ πάει στο... Cinobo! Η εβδομάδα πριν τα Όσκαρ είναι η κατάλληλη ευκαιρία για να απολαύσουμε ταινίες που αγαπήσαμε, είτε κέρδισαν το πολυπόθητο αγαλματίδιο, είτε όχι. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να ανοίξουμε την εξαιρετική, οσκαρική συλλογή στην streaming πλατφόρμα του Cinobo και να διαλέξουμε τις πέντε ταινίες που θα παρακολουθήσουμε ξανά λίγο πριν την λαμπερή βραδιά των Όσκαρ.

Οι συντάκτες του ΣΙΝΕΜΑ διαλέγουν την αγαπημένη τους ταινία από την OSCARS συλλογή του Cinobo

Γιάννης Βασιλείου | «Μillion Dollar Baby» (2004) του Κλιντ Ίστγουντ
Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Α' Γυναικείου, Β' Αντρικού, υποψήφιο για Α' Αντρικό, Διασκευασμένο Σενάριο και Μοντάζ

Στην οσκαρική συλλογή του Cinobo υπάρχουν ταινίες που συνθέτουν μέρος από το σινεμά που αγάπησα και συνεχίζω να  αγαπώ. Στην ευφορικότητα, την απλότητα, την ταξική συνείδηση και την χαρμολύπη του φινάλε του «Τσίρκου»  βρίσκω τον αγαπημένο μου Τσάπλιν. Από τη χρωματική πανδαισία και την τραγουδιστική παρλάτα των «Ομπρέλων του Χερβούργου» έμαθα ότι τελικά οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν από έρωτα ούτε στο σινεμά - μόνο η πίστη τους σ’ αυτόν πεθαίνει. Για την «Τέλεια Ομορφιά» ακόμα δεν έχω βρει τα τέλεια λόγια για να ταιριάξουν με εκείνα που πρεσβεύει. 

Μα εκατό φορές αν έπρεπε να διαλέξω μια ταινία, θα κατέληγα πάντα στο «Million Dollar Baby» του Κλιντ Ίστγουντ. Το σφίξιμο στο στομάχι όταν τελείωσε η πρώτη προβολή, δεν με έχει συναντήσει ποτέ ξανά σε σκοτεινή αίθουσα, μόνο σε σκοτεινές, ιδιωτικές στιγμές. Ίσως ήταν το σοκ που υπέστην από το ρηξικέλευθο της δομής του που, αντί για τρίτη πράξη, ξεκινά (περίπου) μια νέα ταινία. Ίσως ήταν ο εμφατικός τρόπος που ρίχνει στο καναβάτσο την ανθρωποφαγική αρχή στην οποία στηρίχτηκε ο σύγχρονος αμερικανικός (και κατ’ επέκταση δυτικός) πολιτισμός, εκείνη που θέλει τον πρώτο νικητή και τους υπόλοιπους μηδενικά. Ίσως να οφειλόταν  στη φιγούρα του Ίστγουντ, η οποία  μεγιστοποιούσε με όσα κουβαλά το άγνωστο σε μας αμάρτημα του πατέρα, για το οποίο πασχίζει να εξιλεωθεί απέναντι στη βιολογική του κόρη.

Όλες αυτές, όμως, είναι «εκπαιδευμένες» σκέψεις και αντιδράσεις. Εκείνο που με τσάκισε, ήταν το νοκ-άουτ που μου επιφύλασσε ο μέγιστος Αμερικανός δημιουργός στο φινάλε του έργου, εκεί που αντιλήφθηκα ποιος αφηγείται την ιστορία σε ποιον και για ποιο λόγο. Ήταν ο φόβος μου μήπως κάποτε χρειαστεί να θυσιάσω κι εγώ το δικό μου «αίμα», μήπως οι μηχανισμοί της τραγικής ειρωνείας και οι «σκιές» του παρελθόντος έρθουν για να μου στερήσουν τη δεύτερη ευκαιρία, μήπως βρεθώ μια μέρα ανάμεσα στο αντίο και στο πουθενά, σαν τον ήρωα μεν, μα δίχως κανέναν να εξηγήσει στους οικείους μου τι άνθρωπος ήμουν. 

Ναι, το «Μωρό» του Ίστγουντ είναι μια συγκλονιστική εμπειρία. Όχι με τον τρόπο των ανέξοδων επιθετικών προσδιορισμών, αλλά με εκείνον τον δομικό, που συνθέτει χαρακτήρα και απασφαλίζει συναισθήματα και φόβους.

Πάνος Γκένας | Τα «400 Χτυπήματα» (Les 400 Coups, 1959) του Φρανσουά Τριφό
​Υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου

Στον πλούσιο οσκαρικό κατάλογο του Cinobo που διατρέχει με ποικιλία είδη, ηθοποιούς και διαθέσεις, δεν μπορώ παρά να επιλέξω μία από τις αγαπημένες μου ταινίες όλων των εποχών: τα «400 Χτυπήματα» του Φρανσουά Τριφό. Κι αυτό γιατί πέρα από την αδυναμία που της έχω, παραμένει ένας διαρκής και επίκαιρος κινηματογραφικός σημαιοφόρος ελευθερίας και αυτοδιάθεσης.

Διόλου τυχαία οι τίτλοι αρχής της ταινίας έχουν ήδη το βλέμμα μας στραμμένο στον δρόμο. Σαν να μας έχει πάρει από το χέρι ο Τριφό για να μία βόλτα στην πόλη του, σ' ένα αστικό τοπίο πολύβουο και ζωντανό, έτοιμο να το ανακαλύψεις. Βασισμένος στη φράση «faire les quatre cents coups», αναφορά στους ανυπότακτους κατοίκους της Μοντομπάν που δεν έσκυψαν το κεφάλι μετά τις 400 κανονιές του Βασιλιά Λουδοβίκου ΙΓ', ο Τριφό στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του καταπιάνεται με την ιστορία ενός μικρού αγοριού που κόντρα στην επιβεβλημένη ρουτίνα, επιλέγει τελικά την ατίθαση ζωή. Σιγοντάρει έτσι την ευερέθιστη αγωνία κάθε εφήβου για αλλαγή και αταξία. Αυτή δεν ήταν άλλωστε και η μαγιά της Νουβέλ Βαγκ;

Με διάθεση αποκοπής του δημιουργικού (ομφάλιου) λώρου από την κινηματογραφική φόρμα, ο Τριφό χαρτογραφεί εδώ τις ανάγκες ενός παιδιού που αλωνίζει το Παρίσι χωρίς ενήλικους δισταγμούς. Μέσα από την τρυφερή ματιά του, θέτει την κάμερα ειλικρινή καταγραφέα κι εξομολόγο του. Ο φακός δεν είναι επικριτικός, αλλά μάρτυρας της ενήλικης καταπίεσης. Ο Αντουάν (ιδανικός ο Ζαν-Πιερ Λεό) είναι αποδέκτης της αδιαφορίας των γονιών του και της αυταρχικής συμπεριφοράς των δασκάλων στο σχολείο του. Το τραύμα της εφηβείας, η αδιαλλαξία του εκπαιδευτικού συστήματος, η αδράνεια της οικογένειας έρχονται σε πλήρη αντίστιξη με την λαχτάρα για ζαβολιά, τον πόθο για ελευθερία, την αγάπη για σινεμά. Εξάλλου δεν είναι παρά το alter ego του Τριφό. 

Γιος μιας μητέρας που παραδέχεται πως ο «πατέρας» του δεν είναι τελικά ο βιολογικός, μαθητής ενός δασκάλου που δεν μπορεί να εμφυσήσει σεβασμό, ο Αντουάν θα καταλήξει σε ένα αναμορφωτήριο. Εκεί θα δώσει στεγνά κάθε ενήλικα που προτιμά την ασφάλεια της ανειλικρίνειας. Η αλήθεια όμως είναι πως το όνειρο δεν κάμπτεται ποτέ. Ο μικρός Αντουάν θα δραπετεύσει για να ξεπλύνει το παρελθόν στη θάλασσα. Η «έξοδος» θα μας χαρίσει ένα από τα διασημότερα φινάλε στην ιστορία του σινεμά και θα ολοκληρωθεί με ένα βαθύ βλέμμα που ατενίζει άφοβα το μέλλον. Ασφαλώς κοιτώντας μέσα στην κινηματογραφική κάμερα. Άλλωστε για 99 λεπτά ο Αντουάν είχε εσένα, συνένοχο και σύντροφο.

Ηλίας Δημοπουλος | «Τρία Χρώματα: Η Κόκκινη Ταινία» (Trois Couleurs: Rouge, 1994) του Κριστόφ Κισλόφκσι
Υποψήφια για Όσκαρ Σκηνοθεσίας, Πρωτότυπου Σεναρίου και Φωτογραφίας

Γιατί την «Κόκκινη» ταινία; Γιατί είναι έργο που φτιάχτηκε με το κεφάλι σκυφτό και το εσωτερικό βλέμμα στον Θεό.  

Στο κέντρο της η Ιρέν Ζακόμπ, στον ίσως καλύτερο άνθρωπο που υποδύθηκε ποτέ ηθοποιός. Ένα κορίτσι όμορφο απ’ έξω, αλλά τέλειο από μέσα. Επειδή νοιάζεται. Για τον εαυτό της, για τον αδελφό της, για τη μάνα τους, για ένα βελγικό λυκόσκυλο, για μια γριά στο δρόμο, για έναν κακότροπο γέρο. Για μήπως δεν κάνει όσα μπορεί. Δεν έχει επιλογή απ’ το να νοιάζεται. Η καλοσύνη της είναι αξιωματική, ακέραιη. Είναι η διαλεγμένη από τον σκηνοθετικό δημιουργό Παναγία. Και θα αντιμετωπιστεί ως τέτοια κόντρα σε κάθε πλανόδια εκδήλωση δύσπιστου κυνισμού. Δεν είναι όλα τα έργα για όλους. 

Στην άλλη μεριά του φάσματος, ο γερο-δικαστής (Ζαν-Λουί Τρεντινιάν), χολερικός, μισάνθρωπος, αδιάφορος. Το τετελεσμένο μιας ζωής που δεν βρίσκει πουθενά ελπίδα, δεν πιστεύει. 

«Ανάμεσα», δεμένος μ’ ένα αόρατο νήμα πάνω της, ένας νεαρός επίδοξος δικαστής, μια ζωή στο απέναντι διαμέρισμα, αλλά ποτέ ούτε γνωστός της. Συνδέεται με μια γυναίκα που ερωτεύεται τρελά, ενώ διαβάζει για τις εξετάσεις του. Έχει κι έναν ωραίο μαλλιαρό σκυλάκο. 

Και ο Κισλόφσκι αρχίζει να κινεί τα νήματα. Είναι (είμαστε) όλοι μαριονέτες. Σαν αυτές στη «Διπλή Ζωή της Βερονίκ», μιας ταινίας μελωδικά και τονικά συγγενούς με την «Κόκκινη». Μαριονέτες των οποίων οι ζωές ορίζονται από ένα ανώτερο ον που παράδοξα χάρισε την ελεύθερη επιλογή και μυστηριωδώς επιβραβεύει αυτούς που τίμησαν το δώρο της. Κι είναι αυτή μια ανώτερη μορφή δικαιοσύνης που διαφεντεύει το σινεμά του Κισλόφσκι και τον κόσμο εκείνων που τον αγαπούν. Μια δικαιοσύνη πριν και μετά τον Χρόνο, αδέσμευτη από αυτόν, αόριστη κι οριστική.  

Αυτή ήταν η απάντηση στα κυνικά (αριστουργηματικά επίσης) «Στιγμιότυπα» που είχαν βγει μια χρονιά πριν. Και την προτείνω πιο πολύ κι από εκείνα. Για τον ίδιο λόγο που οι ζωγραφιές είναι προτιμότερες από τις φωτογραφίες. 

Θοδωρής Καραμανώλης | « Η Τέλεια Ομορφιά» (La Grande Bellezza, 2013) του Πάολο Σορεντίνο
Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας

Αν και απέχει παρασάγγας από την αγαπημένη μου (που είναι με βροντερή διαφορά «Ο Κύριος Βερντού» του Τσάπλιν), η «Τέλεια Ομορφιά» του Πάολο Σορεντίνο έχει εκείνη την ακαταμάχητη ποιότητα του rewatchable εις το διηνεκές. Αυτό γιατί αντιπαρέρχεται τις κιτς νυχτερινές αναζητήσεις της φιλήδονης μπουρζουαζίας, με το μυστήριο της κορεσμένης ύπαρξης του Τζεπ Γκαμπαρντέλα, ενός ανθρώπου που τα είχε όλα αλλά δεν είχε τίποτα. Ένα μυστήριο που παραμένει μεγαλύτερο από την ίδια την ταινία κι η λύση του ταυτίζεται με την οντότητα του τίτλου - την ποικιλοτρόπως ορισμένη και ερμηνευόμενη «Μεγάλη Ομορφιά», που απαντάται στο μάτι ενός κυκλώνα από καλλιτεχνικές αναφορές και δάνεια. 

Δηλαδή τι δάνεια, όσοι γνωρίζουν το παρασκήνιο της δημιουργίας του φιλμ ξέρουν πως το φάντασμα του Φελίνι κατέβαινε τις μικρές ώρες στο δωμάτιο του Σορεντίνο και του ψιθύριζε πράγματα στο αυτί. Κι αυτός, ένας Μορμόνος της «Γλυκιάς Ζωής» σε απόγνωση, ίσα που κατάφερε να τα κάνει ταξιδιωτικό οδηγό για το υποσυνείδητο της Αιώνιας Πόλης. Αυτό βέβαια είναι μια άλλη ιστορία...

Κάθε επαναπροβολή λοιπόν, μας ξεκινάει κοντά στην κορυφή μιας σπείρας που οδηγεί από το πολύ γενικό στο μοναδιαίο. Σε μία από τις πολλές πιθανές απαντήσεις στην αναζήτηση για τη «Τέλεια Ομορφιά», η οποία διαφέρει ανάλογα με τη στιγμή και την αφετηρία του καθενός. Σήμερα, για εμένα, η λύση βρίσκεται στη φευγαλέα συνάντηση στην παραλία, λίγο πριν φινάλε. Σε ένα βλέμμα που πάγωσε το χρόνο και θα μπορούσε να μας σώσει απ' τα πάντα, αλλά κατέληξε στιγμιότυπο χαμένο στους λαβυρινθώδεις διαδρόμους της μνήμης. 

Αύριο, ποιος ξέρει; Μυστήριο... 

(Και δοθείσης της ευκαιρίας, να πω κι εγώ χρόνια πολλά στο Cinobo που είχε γενέθλια αυτή την εβδομάδα. Να τα χιλιάσει και να συνεχίσει να τροφοδοτεί την κοινή μας grande bellezza: ένα σινεμά για όλους, χωρίς όρια και προκαταλήψεις).

Νεκτάριος Σάκκας | «Βαλς με τον Μπασίρ» (Waltz with Bashir, 2008) του Άρι Φόλμαν
Υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας

Μεταξύ πολύ αγαπημένων μου ταινιών από την οσκαρική συλλογή του Cinobo («Το Τετράγωνο», «The Florida Project», «Δεν Είμαι ο Νέγρος Σου» κλπ), ξεχωρίζω οριακά το «Βαλς με τον Μπασίρ», ένα μοναδικό animation που ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στο όνειρο και τον εφιάλτη. Σαν να πρόκειται για μια αυτοθεραπευτική κατάδυση στο ίδιο του το ασυνείδητο, ο Άρι Φόλμαν ψηλαφεί εδώ τις απωθημένες μνήμες του από τον πρώτο πόλεμο στο Λίβανο όπου συμμετείχε ως ισραηλινός φαντάρος. Ψυχανάλυση και τραύμα, υποκειμενισμός και αλήθεια, πόλεμος και νεανική ανεμελιά μέσα στο κατακαλόκαιρο και στο βάθος μια αδιανόητη σφαγή (σ.σ. εκείνη στη Σάμπρα και τη Σατίλα με θύματα χιλιάδες Παλαιστινίους και Λιβανέζους αμάχους), στήνουν ένα οπτικό ναρκοπέδιο αστείρευτης σημειολογίας και εκπληκτικών εικόνων φτιαγμένων με την τεχνική του rotoscope.

Στην καρδιά του «Βαλς με τον Μπασίρ» φωλιάζει όμως ένα επίμονο ερώτημα. Ποια ηθική στάση παίρνει μια ταινία και κατ’ επέκταση ο δημιουργός της που αυτοβιογραφεί εδώ ένα καταλυτικό κεφάλαιο της νιότης του, όταν πανέμορφες εικόνες animation και ένα μνημειώδες score από τον Μαξ Ρίχτερ επιχρωματίζουν μια θηριωδία, οι λεπτομέρειες της οποίας έχουν μάλιστα έχει καταγραφεί ολοζώντανες σε κάμερες; Τυχόν αντανακλαστικοί ισχυρισμοί ότι πρόκειται για ένα κινηματογραφικό ξέπλυμα ενοχών - ατομικών και συλλογικών - θα βρουν πληρωμένη απάντηση λίγο πριν τους τίτλους τέλους. Γιατί ποτέ ξανά από τον καιρό του «Shoah», η ανάκτηση της μνήμης δεν είχε ως κατάληξη ένα αδυσώπητο crash test με μια σειρά από τοίχους συνειδητοποίησης: τι μας σοκάρει και για πόσο, ποιες οι συλλογικές μας αντοχές απέναντι στα γεγονότα, ποιοι μηχανισμοί άμυνας μασκάρουν την όψη του εκάστοτε αφηγήματος κ.ο.κ. Στο κάτω κάτω, το κορυφαίο μέχρι σήμερα φιλμ του Φόλμαν που σκανδαλωδώς δεν κέρδισε Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας το 2008, λειτουργεί σαν υπενθύμιση, σταθερά καίρια ιδίως στην εποχή των social media, για τη συναισθηματική απευαισθητοποίηση που επιφέρει η παρατεταμένη έκθεσή μας στα διαδοχικά σοκ της επικαιρότητας.

Πολυβραβευμένες κλασικές ταινίες, σύγχρονες ανατρεπτικές φωνές, τίτλοι που προκάλεσαν συζητήσεις και ερμηνείες που κέρδισαν εντυπώσεις και βραβεία. Απολαύστε κι εσείς περισσότερες από 60 ταινίες που κέρδισαν ή προτάθηκαν για Όσκαρ, μέσα από την προσεγμένη συλλογή του Cinobo, της ελληνικής streaming πλατφόρμας που ειδικεύεται στον ανεξάρτητο, διεθνή κινηματογράφο.

Διαβάστε περισσότερα για το Cinobo και τη συλλογή εδώ και ξεκινήστε τη δωρεάν δοκιμή σας για 14 μέρες!