Κλαούντια Καρντινάλε (1938-2025): Μια ντίβα που δεν έμοιασε με άλλες

Μια κάπως παραγνωρισμένη, και εργατικότατη, ηθοποιός, μια πανέμορφη γυναίκα και ένας σεμνός άνθρωπος, συμπαρασύρει με την έξοδό της μια εποχή που κρατά κοντά μας πια μόνο την Σοφία Λόρεν.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Κλαούντια Καρντινάλε (1938-2025): Μια ντίβα που δεν έμοιασε με άλλες

Και έμεινε μόνο η Σοφία πια. Το αγγιγμένο ιταλικό ’60, με την σωρεία των σπουδαίων δημιουργών και δημιουργιών, των συναντήσεων νεαρών ηθοποιών που θα σφράγιζαν την επόμενη 25ετία, έχει από καιρό χαθεί σαν πνεύμα από την κινηματογραφική (κι όχι μόνο) ζωή μας, τώρα υπενθυμίζει ότι ελάχιστα ανθρώπινα σημεία του παραμένουν, έστω, εν ζωή.

Οι μεγάλες Ιταλίδες εκείνης της εποχής δεν είναι πια εδώ, με την εξαίρεση είπαμε της Λόρεν. Η οποία μαζί με την Λολομπρίτζιντα (την Λόλο που αποχαιρετίσαμε το 2023) αποτέλεσαν τις Συμπληγάδες που η Κλαούντια ακόμα και αν δεν μπόρεσε να αντικαταστήσει στάθηκε επάξια ανάμεσά τους με μια φιλμογραφία ενδιαφέρουσα, ενίοτε συναρπαστική, οπωσδήποτε αμείωτη στο πέρασμα του Χρόνου. Η Καρντινάλε έκανε ταινίες από τα τέλη του ’50 (ποιος την θυμάται στον «Κλέψα του Κλέψαντος» του μεγάλου Μονιτσέλι;) και με –πολλές- πάνω από 100 ταινίες γεφύρωσε με το 2020+ πάνω από 60 χρόνια ιστορίας.

Είχε μια συναρπαστική καταγωγή. Γεννήθηκε στην Τυνησία με ρίζες από την Σικελία. Καλά-καλά δεν μίλαγε ιταλικά μέχρι που ήρθε στις ταινίες και στην αρχή μάλιστα την ντούμπλαραν γιατί η προφορά της ήταν ασήκωτη για τους Ιταλούς. Αναπόφευκτα κέρδισε έναν διαγωνισμό ομορφιάς στην Τύνιδα, εξίσου αναπότρεπτα οι κυνηγοί προσώπων κράτησαν σημειώσεις και οι προτάσεις έπεσαν σωρηδόν σχεδόν άμεσα. Δραματικά, ωστόσο, είχε προηγηθεί η σκληρότητα της ζωής, μιας και στα 19 της, προϊόν μιας «φριχτής» σχέσης, γέννησε ένα παιδί το οποίο επί επτά χρόνια έπρεπε να κρύβει, το οποίο επί επτά χρόνια παρουσιαζόταν ως «μικρός αδελφός».

Το 1960, κι ενώ πρέπει να είχε κάνει ήδη μια ντουζίνα εμφανίσεις σε δύο μόλις χρόνια (τελείως άλλες εποχές), εμφανίστηκε κάποιος Λουκίνο Βισκόντι και την έκανε για ένα εκτενές πέρασμα σύζυγο του Σπύρου Φωκά στον «Ρόκκο και τ’ Αδέλφια του». Ήταν σαφές ότι το πρόσωπο και η φιγούρα έγραφαν στον φακό, το ίδιο συνέβαινε και στο «Αούστερλιτζ» του Άμπελ Γκανς την ίδια χρονιά. Το ’61 θα ήταν μια μεγάλη χρονιά λόγω του «Κοριτσιού με την Βαλίτσα» του Ζουρλίνι (για τον οποίον η Καρντινάλε είχε τα καλύτερα λόγια να πει, ως μέντορα και σκηνοθέτη) και του «La Viaccia» του Μπολονίνι όπου συνάντησε τον Μπελμοντό – στην χρονιά που κι αυτός είχε ταυτόχρονα Μελβίλ και κόντρα Γκοντάρ… Θέλω να πω… τι χρόνια σινεμά ήταν αυτά… Τον ξαναβρήκε στο «Καρτούς» του ντε Μπροκά (του «βουρκώδους» ντε Μπροκά, κατά την Σώτη Τριανταφύλλου) της επόμενης χρονιάς σε μια ταινία που εμείς βλέπουμε τα κυριακάτικα πρωινά σαν σινεάκ.

Το ’63 είναι πιο επίσημα μια απίθανη χρονιά αφού παίζει στο «8½» και τον «Γατόπαρδο», γεγονός που λογίζεται ιλιγγιώδες με όποια κινηματογραφικά μέτρα. Δεν είναι τυχαίο που στον θάνατο του Ντελόν πέρυσι η Καρντινάλε είπε ίσως το πιο θλιμμένο «η δεξίωση τελείωσε». Ας το πάρουμε μισογεμάτο και ας μείνουμε στο ότι η δεξίωση συνέβη. Και στην καρδιά της ήταν και η Κλαούντια, επίτιμη μάλιστα. Α, το 1963, για λόγους που σχετίζονται έμμεσα και με την υπόθεση του παιδιού που οι σύμβουλοι, μάλλον δικαιολογημένα για την εποχή, είχαν προτείνει να αποσιωπήσει αν δεν ήθελε να κάψει την καριέρα της, πήγε προς Χόλιγουντ μεριά. Και ήταν βέβαια στον «Ροζ Πάνθηρα» του Μπλέικ Έντουαρντς. Κόσμημα πραγματικό, έκανε τον Ντέιβιντ Νίβεν να της πει, σύμφωνα με την ίδια, και με το γνωστό φλέγμα του, «μαζί με τα σπαγγέτι είσαι η πιο φίνα εφεύρεση της Ιταλίας». Σήμερα ίσως να είχε ακυρωθεί (για κάποιο λόγο) ο Ντέιβιντ Νίβεν.

Εκεί στο Χόλιγουντ η «βέρα» Ιταλίδα δεν πέρασε άσχημα, δούλεψε πολύ, αλλά δεν έκανε καλές ταινίες. Έτσι τουλάχιστον αποφαίνεται η Ιστορία. Άλλοι περνάμε θαυμάσια και με το «Blindfold» (δίπλα στον Ροκ Χάντσον) και με τους «Επαγγελματίες» (ανάμεσα σε Μπαρτ Λάνκαστερ και Λι Μάρβιν και Ρόμπερτ Ράιαν) και με το «Don’t Make Waves» του Μακέντρικ, δίπλα στον Τόνι Κέρτις (συν Σάρον Τέιτ, σημαντικό συν!), με μια σέξι φάρσα που σήμερα θα έστελνε στη λαιμητόμο όλους τους συντελεστές της – αλλά και τότε, κατά βάση, σφαγιάστηκε από την κριτική. Ας το πάρουμε λίγο ελαφρύτερα, η ζωή είναι σχετικά σύντομη.

Μένοντας στο μοτίβο της αντικειμενικοποίησης, που μοιραία θα αντιμετώπιζε τότε στο σινεμά μια γυναίκα σαν την Καρντινάλε, κάπου στο ’62 υπάρχει και μια συνέντευξη που της κάνει ο Αλμπέρτο Μοράβια για το Esquire, η οποία λένε είναι τέρμα αντικειμενικοποιητική. Η ίδια δεν φάνηκε (ποτέ) να ενοχλήθηκε πάντως, δεν ξέρω εάν την θεωρούν ανόητη ή/και θύμα κάποιοι γνωστικότεροι, και το 1964 έπαιξε και στο καλό «Gli Indifferenti», το βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Μοράβια («Οι Αδιάφοροι» στα ελληνικά).

Ε και το 1968, παραδόξως ακόμα μένοντας στο παραπάνω μοτίβο, παίζει και στο «Κάποτε τη Δύση» του Λεόνε – ο οποίος σήμερα δεν θα έκανε δεύτερη ταινία από τις κατηγορίες μισογυνισμού που θα αντιμετώπιζε - υποδυόμενη την Γυναίκα, την τροφό, την χήρα, την μήτρα (και μίτρα) της αλλαγής και του Νέου Κόσμου, έναν απέραντα ανθεκτικό, δημιουργικό (άρα θετικό) χαρακτήρα που πάντως στο άτεγκτα ανδρικό βλέμμα του Λεόνε (και των Μπερτολούτσι και Αρτζέντο που συν-συγγράφουν – άκυροι όλοι) πρέπει να «το αφήσει να περάσει» αν κάποιος που και που την χουφτώσει, «γιατί το κέρδισε». Εντός φιλμικού περιγράμματος, ωστόσο, και αν υπάρχει αντοχή σήμερα για μια παραπάνω υπομονετική περίσκεψη, η σκηνή δεν είναι ακριβώς περί μιας απολογίας του χουφτώματος.

Πάω βουρ για πάνω από 1000 λέξεις και είμαι μόνο στο ’60. Θα μείνω σε αυτό, δεν ξέρω άλλωστε πόσοι ξεκίνησαν και πόσοι έφτασαν μέχρι εδώ διαβάζοντας. Μένω όχι γιατί δεν υπήρξε συνέχεια. Υπήρξε. Όχι ανάλογη, δεν θα ήταν δυνατόν, ήταν αλλιώτικο το ’70 και δεν χωρούσε ακριβώς ούτε στο (φλεγόμενο) σινεμά της πατρίδας της, ούτε στο Χόλιγουντ, αλλά ήταν σαφώς παρούσα. Έπαιξε σε πολλές ταινίες του Πασκουάλε Σκουιτιέρι (σύζυγος γαρ), έπαιξε σε Ζιοβανί, σε Καβάνι, ήταν στον «Ιησού από την Ναζαρέτ» του Τζεφιρέλι ως Μαγδαληνή, έπαιξε αργότερα στο «Φιτζκαράλντο» του Χέρτσογκ, δεν σταμάτησε ποτέ, δεν έγινε τρωτή από το γήρας της. Το 2012 ήταν και στο «Ο Γκέμπο και η Σκιά του» του 104χρονου τότε Ολιβέιρα, δίπλα στην Ζαν Μορώ. Υπήρξε ανέκαθεν σοβαρή επαγγελματίας, στέρεη ερμηνεύτρια, τολμηρή αλλά και χωρίς να χολοσκάει στις επιλογές της. Ήταν ηθοποιός άλλης κοπής, καθώς άλλης εποχής, άλλου αέρα, άλλης στόχευσης, άλλου βεληνεκούς εδώ που τα λέμε. Ερχόταν από μέρη όπου το σινεμά είχε ακόμα τη σημασία του και αυτό το όριζαν οι καλλιεργημένοι θεατές – δημιουργοί πάντοτε υπάρχουν.

Αντίο λοιπόν Σιτσιλιάνα Κλαούντια του σινεμά μας. Πολλοί καλλιτέχνες ευτύχησαν που σε βρήκαν. Πολλές ζωές θεατών ήταν και παραμένουν ωραιότερες εξαιτίας σου.

Ρομπέρ Μπρεσόν: Ο Κινηματογραφιστής«Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουρθ»: Πρεμιέρα σαν σήμερα για το αιώνιο Νο1 του imdb top-250