Βίντεο: «Η Παρακμή του Κινηματογράφου»

Από τότε που γεννήθηκε το σινεμά πεθαίνει ή, όπως για την Σούζαν Σόνταγκ και το περίφημό της δοκίμιο του 1996, «παρακμάζει». Τι όμως πραγματικά εννοούσε η φιλόσοφος και που συναντιέται, δεκαετίες μετά, με τον Μάρτιν Σκορσέζε και κάμποσους ακόμα θορυβημένους εραστές του κινηματογράφου;

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Βίντεο: «Η Παρακμή του Κινηματογράφου»

Στην επέτειο των 100 χρόνων του κινηματογράφου, εν μέσω μιας λαμπρής δεκαετίας κινηματογραφικής παραγωγής, η Σούζαν Σόνταγκ, περίφημη - και περίφημα αμφιλεγόμενη - δοκιμιογράφος και πολιτική ακτιβίστρια/αναλύτρια του 20ού αιώνα, υπέγραφε ένα άρθρο με τον τίτλο «Η Παρακμή του Κινηματογράφου».

Για κάποιους αυτή είναι από μόνη της μια θνησιγενής πρόζα, ένας ακόμα, κοινότοπος μάλλον, αφορισμός, που υπονομεύεται από την ετήσια, σταθερά ενδιαφέρουσα, κινηματογραφική παραγωγή. Τι εννοούσε όμως η Σόνταγκ - και πώς συναντιέται έμμεσα με το πρόσφατο άρθρο του Μάρτιν Σκορσέζε, στο οποίο με αφορμή τον Μαέστρο Φελίνι καταφέρθηκε (;) εναντίον των υπηρεσιών streaming;

Κατά το ακόλουθο βίντεο - και πολλούς από εμάς - ο θάνατος του σινεμά δεν είναι άμεσος ο θάνατος της παραγωγής, αλλά αυτός της σινεφιλίας. Η παύση εννόησης του κινηματογράφου ως μεταξύ μας κοινωικού φαινομένου, ως πολιτισμικού επίκεντρου, ως Τέχνης με όλη τη σημασία της λέξης. 

Η συζήτηση είναι τεράστια, περνά πάνω από τις νέες λογικές που φέρνουν την σημειολογία του μάρκετινγκ στην καθημερινότητα του «σινεφίλ», που μετατρέπουν τον σινεφίλ (κυριολεκτικά: ερασιτέχνη) σε χρήστη-junkie μιας υλιστικής κατανάλωσης, που θάβει έργα «περιορισμένου κοινού» (αλλά απεριόριστου ενδιαφέροντος) κάτω από την glossy μαρκίζα ήδη επιτυχημένων ταινιών/σειρών που καταναλώνονται σαν comfort food θεάματος.

Είναι τεράστια επίσης για θέματα που δεν θίγονται στο βίντεο και σχετίζονται με τις ευθύνες της Κριτικής, αλλά και τις ατομικές καθενός που δεν υποστηρίζει έμπρακτα εκείνο που θεωρητικά αγαπά, κυλώντας επίσης στην λογική υπεραγοράς κολοσσών (ή και νάνων) του streaming. Που με τη σειρά τους παίζουν με πανομοιότυπους μαρκετίστικους όρους ένα υποτιθέμενο παιχνίδι καλλιτεχνίας, δίχως όμως να μπορούν (ή να σκέπτονται) πώς θα συμβάλλουν στην επαναφορά μιας ξεχασμένης συζήτησης που δεν μοιάζει πια να απασχολεί κανέναν εκτός εκείνων των απομειναριών μιας μέρας που έδυσε, μάλλον, για τα καλά.