Δεν είναι κι εύκολο, δεν είναι ίσως καν άξιο λόγου (για πολλούς) να επιχειρήσει κανείς να συνοψίσει τι ήταν η Νταϊάν Κίτον. Για τις γενιές κινηματογραφόφιλων γεννημένων από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο κι εντεύθεν, για εκείνους που θα την είδαν στο νεοϋορκέζικο θέατρο των τελών του ’60, στο Hair και στο Play it Again, Sam, κάποιου Γούντι Άλεν, για αυτούς που δροσίστηκαν μεμιάς, όπως ο κάποιος Γούντι Άλεν που διέβλεψε την κωμική ακεραιότητα, την φρεσκάδα, τις ανάσες ενός παλιού Χόλιγουντ που ήδη έδινε τη θέση του στο μελλοντικά θρυλικό «Νέο Χόλιγουντ», του οποίου και ακράδαντο μέρος η Κίτον υπήρξε.
Η Κίτον κατανοείται κάπως αν την βάλεις δίπλα στις ομόλογές της του ’70 (ας πούμε την – μεγάλη – Τζέιν Φόντα), όταν διαπιστώσεις ότι αυτή η ηθοποιός στην ίδια χρονιά (!) έπαιξε στο κινηματογραφικό Play It Again, Sam και στον Νονό του Κόπολα. Όταν παρατηρήσεις το απίθανο σερί της δεκαετίας του ’70, εκείνο που κορυφώθηκε με το αιώνιο la di da της Annie Hall, που τώρα το σκεφτόμαστε πώς ακούστηκε, πώς τρύπησε τον αέρα, πώς χάραξε ένα αιώνιο χαμόγελο μέσα μας – το ίδιο που τώρα για λίγες μέρες θα είναι θλιμμένο έως ότου αυτοσυντήρηση και σινεμά υπενθυμίσουν ότι πιο πολύ μετρούν αυτά που μένουν από αυτά που χάθηκαν.
Η Κίτον κατανοείται βλέποντας ότι την ίδια χρονιά (!) με την Annie Hall υπάρχει ένα Looking for Mr. Goodbar, έτη φωτός μακριά από πνευματώδη και σωματική κωμωδία, σε έναν κόσμο σκοτεινό, μονήρη και ανισόρροπο μα και, αλλιώτικα, χειραφετημένο, ξέφρενο, σεξουαλικό όπως σπάνια (ως τότε αλλά ακόμα και έκτοτε) είδαμε από το Χόλιγουντ. Όταν διαπιστώσεις ότι σπανιότατα τόσο αντιθετικοί τονικά ρόλοι βγήκαν σε καριέρα (όχι σε χρονιά) ηθοποιού. Την επόμενη χρονιά, δυστυχώς παραλείπεται (ίσως και λόγω της «ρετσινιάς Άλεν» που συνεισφέρουν οι αλλόκοτοι καιροί μας), μια μνημειώδης παρουσία στο Interiors, μια επίδειξη ερμηνευτικής βιρτουοζιτέ σε κάτι που η Κίτον μπορούσε να κάνει, μάλλον, καλύτερα από κάθε ομόλογή της στις ΗΠΑ: Στην αποτύπωση της συναισθηματικής ταραχής δίχως μαξιμαλισμό μορφασμών, υπερκινητικότητας, υπερ-εκφραστικότητας (και καπελώματος του υπόλοιπου καστ). Η Κίτον έβρισκε πρώτα την έκφραση του προσώπου, μετά έρχονταν όλα τα άλλα.
Αυτό που δυστυχώς δεν έβρισκε ήταν ρόλους. Ναι, υπήρξαν οι μεγαθηριακοί Κόκκινοι του Μπίτι και είναι μοναδικός ο τρόπος που διακρίνεται μέσα σε ένα έπος ανάμεσα σε τόσους. Μοναδικός ο τρόπος που επιβάλλεται, ήθελα να πω. Ο τρόπος που υπερβαίνει ακόμα και αυτόν τον ρόλο, που ανυψώνεται από «ρομαντικό ενδιαφέρον» (του θυελλώδους Μπίτι), από Λουίζ Μπράιαντ στο κάτω-κάτω, σε μια παρουσία-πόλο του δράματος και καρδιά της ταινίας. Ναι, υπήρξε το παραγνωρισμένο (και από τον υπογράφοντα) Shoot the Moon του Άλαν Πάρκερ στην αποσύνθεση ενός έρωτα με τον Άλμπερτ Φίνεϊ (τον οποίον και έφερε στα προτιμότερα για τέτοιο δράμα μέτρα της). Ναι, υπήρξε, ας αποτολμήσω, και μια πονεμένη διασκευή της Μικρής Τυμπανίστριας του λε Καρέ, όπου εκεί βλέπω (ή νομίζω πως) μια αληθινή γυναίκα στον πολλαπλό ρόλο, αντί για ένα φιλόδοξο κοριτσάκι στην παρουσία της Φλόρενς Πιου στην πιο πρόσφατη ανάγνωση της ιστορίας.
Έκτοτε όμως, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η Κίτον υποχρεώθηκε σε μια καριέρα που καθρέφτιζε την σταδιακή παρακμή της βιομηχανίας, μια καριέρα κομεντιέν, που μόνο η ίδια σε τόσες πολλές ενσαρκώσεις του ίδιου μοντέλου θα κατάφερνε (μόλις) να επιβιώσει ερμηνευτικά, ούσα όμως πια και μια καρικατούρα του «παίζω τον εαυτό μου, παίζω γυναίκες σαν εμένα» - γυναίκες που δεν είναι και πολλές και ίσως ποτέ το Χόλιγουντ δεν πόνταρε πάνω τους. Υπάρχουν μικροεξαιρέσεις, λίγος Άλεν στα ‘90ς με το μπριόζικο Manhattan Murder Mystery που το έραψε όλο πάνω της, ο τρίτος Νονός, εμβριθής και σε μια ιστορία σχέσης που ξέφευγε από το πλατώ, ένα Marvin’s Room (μια κλάση μονάχο του, και ερμηνευτικά), ή ένα revival με την αγαπητή της Νάνσι Μέγιερς στο πλήρως απολαυστικό Something’s Gotta Give.
Δυστυχώς όλα αυτά τα χρόνια, ιδίως στον 21ο αιώνα, είναι ένα δευτεροκλασάτο (και πιο κάτω) συνονθύλευμα (δήθεν) γυναικείων ταινιών, αφόρητης απουσίας κινηματογραφικότητας, γοητείας, ενδιαφέροντος άλλου από μια τηλεοπτικού τύπου εκτόνωση μεσήλικου «και-καλά-καλοφτιαγμένου» junk μεγαλοαστικής εμμηνόπαυσης. Αυτό είχε να δώσει κοτζάμ βιομηχανία σε μια ερμηνεύτρια τέτοιου εκτοπίσματος; Σιγά μην καθόταν να σκάσει η Νταϊάν μας, θα κοίταζε τουλάχιστον να χαρίσει το κύρος της, να συμπληρώσει μερικά κουτάκια feelgood ελαφρού Χόλιγουντ. Αν κάποιες μεγάλες του παρελθόντος (η Ρόζαλιντ Ράσελ, η Άιριν Ντιουν, οπωσδήποτε η Μίριαμ Χόπκινς) ήθελαν και μπορούσαν, τέτοια θα έκαναν κι αυτές στο ανέκαθεν βαθιά πατριαρχικό, στερεοτυπικό – και ageist – περιβάλλον της βιομηχανίας.
Και τώρα… Μένει μια αίσθηση κενού. Είναι και αγριεμένο στις εκκαθαρίσεις του το έτος που διανύουμε, εναπόκειται σε εμάς να κοντοσταθούμε μπρος στην κινηματογραφική μας διαδρομή, να αποδείξουμε ότι τους ηθοποιούς/σκηνοθέτες/καλλιτέχνες που αγαπήσαμε δεν τους ξέρουμε παρά μέσα από το βιζέρ, οπότε καταφεύγοντας σε αυτό ο παγωμένος χρόνος του είναι πιο θερμός κι αληθινός από ποτέ.
Είναι απλά αυτή η, σχεδόν δηκτική, ενόχληση ότι κάτι ανεπανάληπτο, τρισχαριτωμένο, ανθεκτικό, γήινο κι έμπρακτα όμορφο δεν μένει πια εδώ. Ας πούμε ένα λα ντι ντα, λα ντι ντα, λα λα…, ας υποκλιθούμε με ευγνωμοσύνη, μπας και δεν τσιτώνει κάτι μέσα μας. Αχ βρε Νταϊάν.